Για πολλά από τα δεινά του περιβάλλοντος ευθύνεται και η Κλιματική Αλλαγή. Ανθρωπογενής και αυτή. Που προκαλεί τους καύσωνες, τους ανέμους και τις ξηρασίες. Μετά έρχονται και οι φωτιές. Οι οποίες κατά τα φαινόμενα θα ενταθούν στα αμέσως επόμενα χρόνια. Όμως αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως άλλοθι για την απραξία ή την μετάθεση των ευθυνών.
Οι καταστροφικές πυρκαγιές που έπληξαν φέτος (καλοκαίρι του ‘24) την Αττική και όχι μόνον δεν αποτελούν εξαίρεση σε αυτό που κατήντησε πλέον κανονικότητα: τα δάση και οι δασικές εκτάσεις καίγονται σε ολοένα και μεγαλύτερη κλίμακα και με εξαιρετικές απώλειες που δεν υπήρχαν στο πρόσφατο παρελθόν. Στην Πεντέλη για παράδειγμα, στην 20ετία 1950-1970 δεν έχει καταγραφεί καμία δασική φωτιά. Να σημειώσουμε ότι στο μέγιστο ποσοστό του το βουνό και οι υπώρειες, από το Διόνυσο ως το Πάτημα και από τα Μελίσσια ως την Νταού Πεντέλη, ήταν αμιγές δάσος, με τις κατοικημένες εκτάσεις να καταλαμβάνουν ένα ελάχιστο ποσοστό, της τάξης του 5%. Από τη Μεταπολίτευση και μετά, τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Αν τα τελευταία 70 χρόνια τα χωρίσουμε σε δύο περιόδους (1950-85 και 1985- 2020) θα δούμε με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ότι στο δεύτερο μισό έχουμε τριπλάσιο αριθμό πυρκαγιών, με οδυνηρές μάλιστα συνέπειες ακόμα και σε ανθρώπινες ζωές. Τις περισσότερες φορές το κράτος έμενε αμήχανο και οι κυβερνήσεις το ίδιο.
Σε μια απέλπιδα κίνηση, το 1998, ελήφθη με νόμο η απόφαση να ανατεθεί η δασοπυρόσβεση στο Πυροσβεστικό Σώμα, αντί των Δασαρχείων που ήταν μέχρι τότε υπεύθυνα. Στο σκεπτικό του νόμου διαβάζουμε: «Η επί μακρό χρονικό διάστημα αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών κατέδειξε ότι δεν επέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με όλα τα αρνητικά που αυτό συνεπάγεται στην εθνική οικονομία, στο περιβάλλον, στον πολιτισμό, στον τουρισμό και στην εν γένει κοινωνική ζωή. Με την ανάθεση της δασοπυρόσβεσης στο Πυροσβεστικό Σώμα επιτυγχάνονται κυρίως, προς όφελος της εθνικής οικονομίας και του κοινωνικού συνόλου, τα ακόλουθα: α) Δημιουργείται ένα πληρέστερο και περισσότερο αποτελεσματικό σύστημα πυροπροστασίας της χώρας..., β) Θα αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα οι δασικές πυρκαγιές και έτσι θα μειωθεί το μέγεθος των καταστροφών του δασικού μας πλούτου, των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων...και θα αναβαθμιστεί η ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος..., γ) Με το νέο σχήμα θα αναπτυχθούν ισχυρά κίνητρα για την ανάπτυξη του θεσμού του εθελοντή πυροσβέστη, δ) Θα μειωθεί η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού από την εξοικονόμηση της προκαλούμενης σήμερα δαπάνης για τη λειτουργία δύο φορέων, που εμπλέκονται στην καταστολή των δασικών πυρκαγιών...»
Η αλλαγή αυτή, η οποία πανθομολογουμένως απέτυχε σε όλα τα παραπάνω σημεία, συνεχίζει να αποτελεί την κύρια επιλογή, χωρίς κανένας κρατικός φορέας να αναλάβει το θάρρος και τον κόπο να κάνει έναν απολογισμό.
Το προφανές όμως συμπέρασμα είναι ότι – τουλάχιστον για την Αττική – το τελευταίο διάστημα, από την ψήφιση του νόμου και μετά, είχαμε, εκτός από την αφαίρεση της αρμοδιότητας από τα Δασαρχεία, μια άνευ προηγουμένου αστικοποίηση των περιοχών, κυρίως στην Πεντέλη και γύρω από αυτήν, την εξ αυτού εγκατάλειψη παραδοσιακών δραστηριοτήτων όπως η κτηνοτροφία, η δασοπονία και η ρητινοσυλλογή, και κανένα σύστημα προστασίας και διαχείρισης (που υπήρχε, έστω και ατελώς, στη γειτονική Πάρνηθα). Πολύ απλά, το δάσος έγινε οικόπεδα και η καταστολή (εκ των πραγμάτων μειωμένης αποτελεσματικότητας) κυριάρχησε έναντι της πρόληψης.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο