Το ελληνικό σύστημα ενέργειας, παράλληλα με τα περισσότερα συστήματα στην Ευρώπη, υφίσταται έναν ραγδαίο μετασχηματισμό, στον οποίο αναμφίβολα οι τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) θα παίξουν κεντρικό ρόλο.
Από τη μία μεριά, η απαραίτητη απόσυρση παλαιών, κυρίως λιγνιτικών σταθμών, σε συνδυασμό με την αύξηση της ζήτησης λόγω του εξηλεκτρισμού όλο και περισσότερων τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας (π.χ. μεταφορές, θέρμανση, βιομηχανία) δημιουργεί την ανάγκη για ανάπτυξη νέων μονάδων παραγωγής. Από την άλλη, η απαιτούμενη μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων και η ευθυγράμμιση με φιλόδοξους κλιματικούς στόχους προϋποθέτουν την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την ευρύτερη χρήση ΑΠΕ.
Ο κεντρικός ρόλος τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής που στηρίζονται κυρίως στη χρήση της ηλιακής και αιολικής ενέργειας αποτυπώνεται και στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Το αναθεωρημένο σχέδιο, που βρίσκεται υπό δημόσια διαβούλευση, προβλέπει την αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος φωτοβολταϊκών και ανεμογεννητριών στα 24 GW μέχρι το 2030, από λίγο πάνω από 10 GW σήμερα.
Η ανάγκη για power purchase agreements
Πέρα από τις τεχνικές προκλήσεις που φέρνει ο στόχος υψηλής διείσδυσης ΑΠΕ (ανάπτυξη δικτύων, αδειοδοτήσεις, επάρκεια υλικών και εφοδιαστικών αλυσίδων, κλπ.) τίθεται και το ερώτημα της χρηματοδότησης των σχετικών επενδύσεων. Αν και ένα μέρος των νέων μονάδων θα στηριχθούν με τις ανακοινωμένες κρατικές επιδοτήσεις που θα χορηγηθούν μέσω δημοπρασιών σε φωτοβολταϊκά, χερσαία και υπεράκτια αιολικά, πάνω από τη μισή της απαιτούμενη ισχύος αναμένεται να αναπτυχθεί με επενδύσεις στηριζόμενες σε τραπεζικές χρηματοδοτήσεις.
Η απομάκρυνση από τις παραδοσιακές επιδοτήσεις συνεπάγεται και μια μετατόπιση στη φύση των σχετικών χρηματορροών: από σταθερές και μακροπρόθεσμα προβλέψιμες σε ευμετάβλητες και εξαρτώμενες από αλλαγές στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας και καυσίμων. Ένα εργαλείο για να μειωθεί αυτή η μεταβλητότητα είναι η σύναψη μακροπρόθεσμων συμφωνιών αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (PPAs).
Την τελευταία δεκαετία έχει αναπτυχθεί μια πληθώρα τύπων PPAs που επιμερίζουν με διαφορετικό τρόπο τα εμπορικά ρίσκα μεταξύ των συμβαλλομένων και με κύριο στόχο τη μείωση της ασάφειας και τη συνεπακόλουθη διευκόλυνση της χρηματοδότησης. Ο πιο συνηθισμένος τύπος είναι συμβόλαια σταθερής τιμής και μεταβλητής παροχής ενέργειας (fixed price – as produced), με διάρκεια 8-15 ετών.
Η παροχή PPAs από παραγωγούς ΑΠΕ έχει ξεκινήσει δειλά και στην Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια. Τα πρώτα ενδο-ομιλικά συμβόλαια (Μυτιλιναίος/Εγνατία, ΔΕΗ/ΔΕΗ Ανανεώσιμες, Ήρων/Τέρνα) ακολουθήθηκαν από διμερή συμβόλαια, με πρώτο αυτό της Axpo με τη Cero Generation το περασμένο καλοκαίρι. Το ενδιαφέρον των παραγωγών σημείωσε σημαντική αύξηση μετά την ανακοίνωση τροπολογίας που θέτει σε προτεραιότητα για άδεια σύνδεσης στο δίκτυο έργα που έχουν προσύμφωνο PPA με εγχώριους καταναλωτές. Σύμφωνα με επικαιροποιημένη μελέτη της Aurora Energy Research, η παροχή PPAs θα φτάσει τις 12 TWh το 2030, και θα μπορούσε να ξεπεράσει τις 15 TWh αν επιτευχθούν οι στόχοι του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ.
Η αυξανόμενη ζήτηση για PPAs από καταναλωτές
Η σύναψη PPAs δεν επιδιώκεται μόνο από επίδοξους παραγωγούς, αλλά και από καταναλωτές, κυρίως από μεσαίες και μεγάλες βιομηχανίες. Βασικό κίνητρο είναι η μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα ύστερα από τις εξελίξεις στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον οι οποίες οδήγησαν στην εκτόξευση των μέσων τιμών που άγγιξαν τα €280/MWh to 2022, όταν το 2019 η μέση τιμή ήταν στα €64/MWh.
Σημαντικό επίσης κίνητρο είναι οι αυξανόμενες απαιτήσεις των στόχων περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης (environmental, social and corporate governance – ESG) που επιβάλλουν μεταξύ άλλων την διαρκή μείωση ενεργειακού και ανθρακικού αποτυπώματος. Ως αποτέλεσμα, όλο και περισσότερες εταιρείες επιδιώκουν το «πρασίνισμα» του ενεργειακού τους μείγματος, και η σύναψη PPA αποτελεί έναν αποτελεσματικό τρόπο να εξασφαλίσουν, αλλά και να πιστοποιήσουν μέσω της παροχής των σχετικών Guarantees of Origin – GoOs, τις απαιτούμενες ποσότητες ενέργειας.
Ένα από το σημαντικότερα εμπόδια στην απευθείας σύναψη PPA από εταιρείες στην Ελλάδα είναι η χαμηλή πιστοληπτική τους ικανότητα. Δεδομένου ότι τα PPAs είναι μακροπρόθεσμα συμβόλαια με σημαντικές οικονομικές απαιτήσεις, αυτή η ικανότητα είναι απαραίτητη προϋπόθεση που τίθεται από τις τράπεζες κατά τη χρηματοδότηση τους. Ένας τρόπος να ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο είναι η σύμβαση τριμερών συμβάσεων, όπου πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργούν ως ενδιάμεσοι συσσωρευτές ζήτησης για πράσινη ηλεκτρική ενέργεια.
Αν και προς το παρόν η ζήτηση για εταιρικά PPAs παραμένει περιορισμένη, ανάλυση της Aurora Energy Research προβλέπει ότι θα αγγίξει τις 10 TWh το 2030. Περίπου τα 2/3 αυτής της ζήτησης θα προέλθει από παρόχους, που θα εκπροσωπούν οικιακούς καταναλωτές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις και βιομηχανίες.
Τα πράσινα PPAs αναμένεται να αποτελέσουν κλειδί για την ανάπτυξη ΑΠΕ εκτός του πλαισίου των κρατικών επιδοτήσεων και να εξασφαλίσουν την επίτευξη των φιλόδοξων ενεργειακών στόχων της χώρας μας. Η ελληνική αγορά βρίσκεται ακόμα στα πρώτα της βήματα, και η γρήγορη εξοικείωση όλων των παικτών, από τους συμβαλλόμενους παραγωγούς και καταναλωτές ως τις τράπεζες και τους νομικούς συμβούλους θα αποδειχθεί απαραίτητη. Ερευνητικοί και συμβουλευτικοί οργανισμοί με διεθνή εμπειρία όπως η Aurora Energy Research μπορούν να συνεισφέρουν καθοριστικά σε αυτή τη διαδικασία.
Αντικειμενική και εμπορική αξία συμβολαίων PPA στην Ελλάδα
Πέρα από τις τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με την παροχή ενέργειας, βασικό ερώτημα κατά τη σύναψη PPA είναι η τιμή στην οποία θα παρέχεται η ηλεκτρική ενέργεια. Βασικοί παράγοντες στη διαμόρφωση αυτής της τιμής είναι το μακροπρόθεσμο επίπεδο τιμών στις αγορές χονδρεμπορίου, το επίπεδο του κανιβαλισμού για τη συγκεκριμένη τεχνολογία (με άλλα λόγια οι ειδικές τιμές για φωτοβολταϊκά και αιολικά), το κόστος εξισορρόπησης αλλά και ο επιμερισμός των ρίσκων ανάμεσα στους συμβαλλόμενους που σχετίζεται με την διακύμανση των μελλοντικών τιμών.
Ανάλυση της Aurora Energy Research προβλέπει ότι η αντικειμενική αξία συμβολαίων as-produced με έτος εκκίνησης το 2025 είναι €60-85/MWh για φωτοβολταϊκά και €70-100/MWh για αιολικά. Στην πραγματικότητά όμως, οι παραγωγοί είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν αρκετά χαμηλότερες τιμές και πιο κοντά στο σταθμισμένο κόστος παραγωγής (LCOE) τους. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η αγορά δεν βρίσκεται προς το παρόν σε ισορροπία, με την προσφορά να υπερκαλύπτει κατά πολύ τη ζήτηση, δεδομένης της επιθυμίας παραγωγών να εξασφαλίσουν τα συμβόλαια που θα τους επιτρέψουν πιο γρήγορη πρόσβαση στο δίκτυο.