Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ έχουν θέσει στο στόχαστρο τις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες με την επιβολή δασμών, κατηγορώντας την Κίνα ότι με τη διάθεση κρατικών επιχορηγήσεων εξάγει αυτοκίνητα φθηνότερα από εκείνα των ανταγωνιστών της.
Η επιβολή δασμών θα επιτρέψει στις αμερικανικές και ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες να φτιάξουν δικές τους αλυσίδες εφοδιασμού και να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Όμως, τα φθηνά ηλεκτρικά οχήματα (EVs) συμβάλλουν στην πράσινη μετάβαση, επομένως η επιβολή δασμών θα την επιβραδύνει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Επίσης, θα πρέπει να αναγνωριστεί στις κινέζικές εταιρείες η συμβολή τους στην ανάπτυξη καινοτόμων λύσεων χαμηλού κόστους.
του James Sallee
Η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ οδήγησε πράγματι σε θετική αύξηση των επενδύσεων στην εγχώρια μεταποίηση. Ο φόβος είναι ότι ειδικά η αμερικανική διοίκηση, θέλοντας να κρατήσει τις εγχώριες αυτοκινητοβιομηχανίες και τους εργαζομένους τους ευχαριστημένους, θα το πάει πολύ μακριά, δίνοντας προτεραιότητα στη λήψη προστατευτικών μέτρων, αντί να προσπαθήσει να φτάσει σε ανταγωνιστικότητα τις κινεζικές επιχειρήσεις. Αυτό είναι κακό για τους καταναλωτές αλλά και για τους στόχους μείωσης των εκπομπών. Θα πρέπει ίσως να δοθεί μεγαλύτερη προτεραιότητα στη δημιουργία κοινοπραξιών και στην προσέλκυση κινεζικών εταιρειών ώστε να εγκατασταθούν στις ΗΠΑ. Με αυτό τον τρόπο θα κρατηθούν χαμηλά οι τιμές των EVs, και οι εταιρείες της Δύσης θα διδαχθούν από τις κορυφαίες κινεζικές εταιρείες, θα καλύψουν τη διαφορά και θα κρατήσουν ανοιχτές τις πόρτες στο παγκόσμιο εμπόριο.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοίνωσε τον Μάιο μια σειρά νέων δασμών κατά της Κίνας – περιλαμβανομένου ενός καπέλου 100% στα εισαγόμενα κινεζικά οχήματα – καθώς και σημαντικές αυξήσεις στα εξαρτήματα μπαταριών, τα φωτοβολταϊκά, το αλουμίνιο και τον χάλυβα, όλα βασικά στοιχεία στην πορεία από-ανθρακοποίησης, ειδικά για τη μετάβαση στα ηλεκτρικά οχήματα. Μπορούμε να κάνουμε γρήγορα ηλεκτρικές τις μεταφορές χωρίς κινεζικά προϊόντα;
Στις ΗΠΑ υπάρχουν ορισμένα ενθαρρυντικά σημάδια στον χώρο των EVs, αλλά το συνολικό μερίδιο των νέων ηλεκτρικών αυτοκινήτων παραμένει μονοψήφιο, κοντά στο 10% εάν περιλάβουμε και τα plug-ins. Όσον αφορά τα συνολικά EVs σε κυκλοφορία, οι ΗΠΑ υστερούν σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο. Οι πρόσφατες εκθέσεις του κλάδου δείχνουν επιβράδυνση της αγοράς, βραδύτερη μετάβαση και καθυστερημένη κυκλοφορία νέων προϊόντων, ενώ το μερίδιο αγοράς των EVs στην πραγματικότητα μειώθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2024. Ακόμη και η Tesla έχει κλονιστεί τον τελευταίο καιρό, αφού εμφάνισε απογοητευτικά κέρδη και απέλυσε με ηχηρό τρόπο την ομάδα του τμήματος υπερσυμπιεστών.
Οι καταναλωτές εξακολουθούν να αποθαρρύνονται από το υψηλό κόστος αγοράς των EVs και από την αργή εξάπλωση των δικτύων ταχείας φόρτισης, αλλά οι πολιτικοί πιέζουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι φοροαπαλλαγές που προβλέπει ο νόμος IRA για τη μείωση του πληθωρισμού είναι προς το παρόν διαθέσιμες μόνο σε δώδεκα μοντέλα, επειδή τα υπόλοιπα έχουν κινεζικά εξαρτήματα στις μπαταρίες τους. Συνεπώς, οι νέοι δασμοί θα αυξήσουν το κόστος των περισσότερων μοντέλων που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ, ενώ θα επιβραδύνουν την είσοδο μοντέλων που συνεχίζουν να βασίζονται σε κινεζικές μπαταρίες και που διατίθενται σε άλλες χώρες.
Ας αφήσουμε την Κίνα να επιδοτήσει την παγκόσμια μετάβαση στα EVs
Κατά μια άποψη, θα πρέπει να πανηγυρίζουμε με την προοπτική η Κίνα να επιδοτήσει την παγκόσμια μετάβαση στα ηλεκτρικά οχήματα, ενώ αντίθετα οι νέοι δασμοί θα δυσκολέψουν σημαντικά τον εξηλεκτρισμό του αμερικανικού στόλου αυτοκινήτων. Η Κίνα ήδη καλύπτει τα τέσσερα πέμπτα της παγκόσμιας παραγωγής μπαταριών για ηλεκτρικά αυτοκίνητα και περισσότερα από τα μισά υπάρχοντα EVs στον κόσμο κυκλοφορούν εκεί.
Κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η BYD, η οποία πουλά αξιόπιστα EVs για μόλις 10.000 δολάρια, θα μπορούσαν να μεταμορφώσουν ριζικά τις αγορές των ΗΠΑ και της Ευρώπης σε σύντομο χρονικό διάστημα, αναγκάζοντάς τες να προσφέρουν αυτοκίνητα που απευθύνονται σε μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Επιπλέον, μια αύξηση σήμερα των πωλήσεων θα μπορούσε να επιταχύνει την ανάπτυξη των δικτύων φόρτισης, αυξάνοντας τη ζήτηση και δίνοντας στους καταναλωτές και τη βιομηχανία περισσότερες διαβεβαιώσεις ότι η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση πράγματι θα γίνει.
Αυτή η προοπτική ριζικού μετασχηματισμού έχει θορυβήσει τις δυτικές αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίες πλέον αναγνωρίζουν ανοιχτά τον κινεζικό ανταγωνισμό ως τη μεγαλύτερη απειλή τους. Η πολιτική προστατευτισμού της κυβέρνησης Μπάιντεν για παράδειγμα, έχει στόχο να αποκλείσει τις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες και να αναγκάσει τις εταιρείες να φέρουν εντός των ΗΠΑ μεγαλύτερο μέρος της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Σίγουρα αυτή η προσέγγιση αυξάνει το κόστος και επιβραδύνει βραχυπρόθεσμα τη μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση. Υπάρχει, ωστόσο, ένας ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος μακροπρόθεσμα, εάν οι ΗΠΑ περιοριστούν στο να βλέπουν την κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία αυστηρά ως αντίπαλο, αντί ως μια ευκαιρία που μπορούν να αξιοποιήσουν.
Τα Bidenomics και η λογική των δασμών
Η πρόσφατη επιβολή των υψηλότατων δασμών μπορεί να σόκαρε πολλούς, αλλά δεν ήταν αναπάντεχη. Είναι απολύτως συνεπής με την ευρύτερη στρατηγική της κυβέρνησης Μπάιντεν, η οποία δίνει έμφαση στην ανθεκτικότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας και στην εγχώρια παραγωγή, κρατώντας την Κίνα μακριά από την αγορά των ΗΠΑ όπου αυτό είναι δυνατόν.
Οι οπαδοί αυτής της προσέγγισης υποστηρίζουν ότι οι δασμοί είναι απαραίτητοι ως απάντηση στις κρατικές επιδοτήσεις που δίνει η Κίνα και που μειώνουν αθέμιτα το κόστος των κινεζικών ηλεκτρικών οχημάτων (αν και πρέπει κανείς να σημειώσει εδώ το παγκόσμιο περιβαλλοντικό όφελος από την ανάπτυξη και εξαγωγή εκατομμυρίων κινεζικών EVs), ενώ παράλληλα οι αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες κερδίζουν χρόνο προκειμένου να δημιουργήσουν δικές τους αλυσίδες εφοδιασμού αυξάνοντας την παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων. Ο IRA παρέχει τα κατάλληλα κίνητρα μέσω εκπτώσεων φόρου για τα EVs που αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου, καθώς και με άμεσες επιδοτήσεις για την παραγωγή καθαρής ενέργειας. Οι υπέρμαχοι της πολιτικής αυτής επισημαίνουν την αύξηση επενδύσεων στην αμερικανική μεταποίηση και επιμένουν ότι το σχέδιο αποδίδει.
Είναι ρίσκο να αντιμετωπίζει κανείς τους Κινέζους αυστηρά ως αντιπάλους, γιατί η αυτοκινητοβιομηχανία τους έχει γίνει πραγματικά καλή. Πέρυσι, η BYD ξεπέρασε την Tesla σε πωλήσεις EVs (αν και υποχώρησε το πρώτο τρίμηνο του 2024). Η Κίνα εξάγει τώρα περισσότερα αυτοκίνητα απ’ ό,τι η Ιαπωνία, που κρατούσε τα σκήπτρα για δεκαετίες. Οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της ευρωπαϊκής αγοράς (τώρα κατέχουν το ένα τέταρτο της αγοράς ηλεκτρικών οχημάτων), ενώ συναγωνίζονται άμεσα τις ΗΠΑ σε άλλες αγορές, όπως στη Βραζιλία. Η πρόσφατη έκθεση αυτοκινήτου του Πεκίνου ήταν γεμάτη από ευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν να δημιουργήσουν συνεργασίες για να αξιοποιήσουν την κινεζική καινοτομία στην τεχνητή νοημοσύνη, τον εξοπλισμό των έξυπνων αυτοκινήτων και την τεχνολογία LIDAR (Light Detection & Ranging).
Βλέποντας την κινεζική βιομηχανία σαν ευκαιρία
Το ερώτημα θα πρέπει να είναι τι μπορούμε να μάθουμε από τους Κινέζους στον τομέα των μπαταριών, πώς μπορούμε να επωφεληθούμε από τις παγκόσμιες οικονομίες κλίμακας, και πού και πότε πρέπει να αξιοποιήσουμε τις ήδη υπάρχουσες φθηνές αλυσίδες εφοδιασμού.
Σίγουρα, ένα μέρος της αμερικανικής διοίκησης σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο, αλλά υπάρχουν δύο ανησυχίες. Η πρώτη αφορά τη διοικητική ικανότητα και συνέπεια. Οι ΗΠΑ έχουν περιορισμένη ικανότητα να εφαρμόσουν ένα ισορροπημένο προστατευτικό πρόγραμμα βιομηχανικής ανάπτυξης. Προς το παρόν, έχουμε σχετικές αποφάσεις του Υπουργείου Ενέργειας και κατευθυντήριες γραμμές από τις οικονομικές αρχές (IRS). Αυτή η διαφορετική προσέγγιση είναι απίθανο να αντέξει σε μια εναλλαγή εξουσίας στον Λευκό Οίκο, επειδή τα κόμματα δεν είναι – για να το θέσουμε ήπια – ευθυγραμμισμένα με τον στόχο της ενεργειακής μετάβασης.
Η δεύτερη ανησυχία προκύπτει από το ότι το ευρύτερο αντικινεζικό αίσθημα που διαπερνά την Ουάσιγκτον θα εκδηλωθεί με πολιτικές που θα είναι τελικά εις βάρος των συμφερόντων των ΗΠΑ. Παράδειγμα είναι οι φωνές γερουσιαστών από τις παραδοσιακές βιομηχανικές πολιτείες που ζητούν την πλήρη απαγόρευση των κινεζικών αυτοκινήτων για λόγους εθνικής ασφάλειας – προφανώς θεωρούν ότι η BYD και η Geely είναι εξίσου επικίνδυνες με το TikTok .
Κοινοπραξίες και προσέλκυση κινεζικών επιχειρήσεων
Μια πιθανή διέξοδος θα ήταν η σύσταση κοινοπραξιών και η προσέλκυση κινεζικών εταιρειών στη Βόρειο Αμερική. Ωστόσο, έχουμε ήδη δει αντίσταση απέναντι σε πιθανές συνεργασίες, με τη Ford να εισπράττει σφοδρές επικρίσεις μετά την εξαγγελία ενός μεγάλου εργοστασίου μπαταριών στο Μίσιγκαν με τη χρήση τεχνολογίας της κινεζικής CCTL, της μεγαλύτερης βιομηχανίας μπαταριών στον κόσμο. Το Υπουργείο Ενέργειας ακύρωσε τη χρηματοδότηση με 200 εκατ. δολάρια ενός κινεζικού εργοστασίου μπαταριών. Όταν η BYD ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει την κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων στο Μεξικό, η Alliance for American Manufacturers κατήγγειλε οποιαδήποτε κινεζική παραγωγή εντός της NAFTA ως «υπαρξιακή απειλή» και ζήτησε από τις ΗΠΑ να μην επιτρέψουν την πώληση τέτοιων οχημάτων.
Αυτό το έργο δεν το έχουμε ξαναδεί;
Ο φόβος για αυτοκίνητα που εισβάλλουν στο αμερικανικό έδαφος από την άλλη πλευρά του Ειρηνικού δεν είναι εντελώς νέος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι αμερικανικές βιομηχανίες βίωσαν ένα παρόμοιο κύμα πανικού φοβούμενες ότι οι ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες, με τα απίστευτα φθηνά και αξιόπιστα οχήματά τους, θα τις εξαφάνιζαν από προσώπου γης. Η κυβέρνηση Ρέιγκαν κατέληξε σε συμφωνία για την επιβολή μια προσωρινής ποσόστωσης στις εισαγωγές, η οποία έδωσε στις αμερικανικές βιομηχανίες το χρόνο να προσαρμοστούν, και ενθάρρυνε τις ιαπωνικές εταιρείες να παράγουν οχήματα στις ΗΠΑ. Αλλά οι ποσοστώσεις διήρκεσαν μόνο λίγα χρόνια. Με τη κατάργησή τους, οι αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες άρχισαν να διαμαρτύρονται, αλλά τελικά έμαθαν, ανταγωνίστηκαν, και μερικές φορές συνεργάστηκαν με αυτές τις εταιρείες.
Θα χρειαστεί να υιοθετήσουμε μια παρόμοια προσέγγιση προς την Κίνα, και μάλιστα γρήγορα, γιατί η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση δεν μπορεί να περιμένει. Σύμφωνα με τα Bidenomics, ο προστατευτισμός θα επιτρέψει στην αμερικανική βιομηχανία να καλύψει τη διαφορά και στη συνέχεια να γίνει ισχυρά ανταγωνιστική παγκοσμίως. Ο πραγματικός κίνδυνος είναι ότι τα τρέχοντα μέτρα επιτρέπουν στις αμερικανικές επιχειρήσεις να κινούνται πιο αργά.
Οι δασμοί της κυβέρνησης Μπάιντεν έχουν μια οικονομική λογική, αλλά είναι αδύνατο να αγνοήσει κανείς ότι εντάσσονται σε μια προεκλογική περίοδο. Οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι προφανώς δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε τίποτα εκτός από τις οξύτατες επιθέσεις τους εναντίον της Κίνας. Ο Τραμπ και ο Μπάιντεν (βλ. Καμάλα Χάρις) ανταγωνίζονται ποιος θα φανεί πιο σκληρός απέναντί της, γιατί σαφώς κερδίζουν πόντους. Το θέμα είναι ότι δεν χρειάζεται να είμαστε πιο σκληροί στον τρόπο που την αντιμετωπίζουμε, πρέπει να είμαστε πιο έξυπνοι.
Ο James Sallee είναι Καθηγητής στο Τμήμα Γεωργίας και Οικονομικών Πόρων στο UC Berkeley και συνεργάτης στο Ινστιτούτο Ενέργειας Haas.
Πηγή: energypost.eu