Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επεκτείνει το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών στον τομέα της ναυτιλίας υστερεί ως προς τον στόχο της από-ανθρακοποίησης.
της Monna Dimitrova
Επιδιώκοντας την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και την επίτευξη μιας οικονομίας με ουδέτερο ανθρακικό αποτύπωμα έως το 2050, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ETS), ώστε να συμπεριλάβει τις θαλάσσιες μεταφορές. Από τις αρχές του 2024, οι ναυτιλιακές εταιρείες, ανεξαρτήτως σημαίας, υποχρεούνται να αγοράζουν δικαιώματα άνθρακα για να αντισταθμίζουν κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται από τις δραστηριότητές τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, η θεσμική αυτή παρέμβαση δεν φαίνεται να έχει μεγάλο δημοσιονομικό αντίκτυπο, και η πραγματική συνεισφορά της στη μείωση των ανθρακούχων εκπομπών από τη ναυτιλία πιθανότατα θα είναι ελάχιστη.
Η ναυτιλία συμβάλλει στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, με ποσοστό 2,8% (2022). Το ευρωπαϊκό μερίδιο του κλάδου αυξήθηκε μάλιστα το 2022 κατά 5% σε σχέση με το 2021, φθάνοντας υψηλό τριετίας, λόγω της αυξανόμενη εξάρτησης των πλοίων από τα ορυκτά καύσιμα. Παρόλο που υπάρχει σημαντικό δυναμικό σε επίπεδο τεχνολογίας για τη μείωση των εκπομπών, η έλλειψη ικανής αγοράς και θεσμικών κινήτρων εμποδίζει την πρόοδο.
Αυτή η διαπίστωση οδήγησε την Επιτροπή να συμπεριλάβει τη ναυτιλία στο ETS από το 2024, με αφετηρία τα φορτηγά και επιβατηγά πλοία ολικής χωρητικότητας τουλάχιστον 5.000 GT. Το μέτρο θα επεκταθεί στα πλοία ανοικτής θάλασσας ίδιου μεγέθους από το 2027. Την ευθύνη για την παρακολούθηση και την κοινοποίηση των εκπομπών στα αρμόδια όργανα έχουν οι πλοιοκτήτες ή άλλο εντεταλμένο στέλεχος κάθε εταιρείας.
Όλες οι εκπομπές από δρομολόγια μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ προσμετρώνται, και οι ποσότητες CO2 (καθώς και μεθανίου και οξειδίου του αζώτου από το 2026) που εκλύονται από κάθε πλοίο σε λιμάνι της ΕΕ λαμβάνονται επίσης υπόψη. Όσον αφορά τα ταξίδια μεταξύ κρατών της ΕΕ και τρίτων χωρών, το 50% των εκπομπών θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής.
Από την 1η Ιανουαρίου, οι ναυτιλιακές εταιρείες είναι υποχρεωμένες να έχουν εγγραφεί στο σχετικό μητρώο της ΕΕ, να υποβάλλουν σχέδια καταγραφής και να παρακολουθούν τις εκπομπές τους. Διαπιστευμένοι ελεγκτές θα επιβεβαιώνουν αυτά τα στοιχεία και οι εταιρείες θα πρέπει στη συνέχεια να αγοράζουν δικαιώματα που αντιστοιχούν στις εκπομπές τους. Η μη συμμόρφωση επιφέρει πρόστιμο €100 ανά τόνο ισοδύναμου CO2, με δυνατότητα αποκλεισμού μετά από δύο χρόνια μη συμμόρφωσης.
Για το πρώτο έτος, το 2024, οι ναυτιλιακές εταιρείες υποχρεούνται να αγοράσουν δικαιώματα μόνο για το 40% των εκπομπών τους, αλλά το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 70% από το 2025 και στο 100% από το 2027. Το συνολικό ετήσιο κόστος για τη ναυτιλία μετά το 2026 εκτιμάται ότι θα φτάσει τα €10 δισ.
Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών στις θαλάσσιες μεταφορές φαίνεται περιορισμένος και είναι μάλλον απίθανο να επηρεάσουν αισθητά τη συμπεριφορά του κλάδου.
Ας πάρουμε παράδειγμα ένα μέσο πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων με δυναμικότητα 8.000 TEU (κοντέινερ 20 ποδιών) όπου κάθε εμπορευματοκιβώτιο έχει χωρητικότητα κατά μέσο όρο 20 τόνους. Καταναλώνει 225 τόνους ναυτιλιακού πετρελαίου ημερησίως προς €900 τον τόνο, και εκπέμπει 3,11 τόνους CO2. Για έναν ναύλο από το Ρότερνταμ στον Πειραιά συνολικής διάρκειας 13 ημερών, το κόστος των καυσίμων για τη μεταφορά ενός τόνου εμπορευμάτων ανέρχεται σε €16,45. Εάν προσθέσουμε €80 ανά μονάδα δικαιωμάτων για το ETS, το κόστος μεταφοράς αυξάνεται κατά 26,6% και φθάνει τα €20,83.
Αν και αυτό αντιπροσωπεύει μια σημαντική αύξηση του κόστους των καυσίμων, η κλίμακα των μεταφερόμενων φορτίων καθιστά το συνολικό κόστος μεταφοράς αμελητέο ανά μονάδα όγκου (€4,38 ανά μεταφερόμενο τόνο). Κατά συνέπεια, το ETS προβλέπεται να αυξήσει το ετήσιο λειτουργικό κόστος κατά περίπου 5,4%, που αντιστοιχεί σε 1 εκατομμύριο ευρώ ανά σκάφος. Αυτό παραμένει ασήμαντο δεδομένων των σημαντικών ποσοτήτων που μεταφέρονται από κάθε πλοίο και με δεδομένο ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις για την κάλυψη του κόστους ETS τις προτείνουν οι ηγέτες του κλάδου, όπως η Maersk, η Hapag-Lloyd και η CMA CGM, τα τέλη στο σύστημα δικαιωμάτων εκπομπών, κυμαίνονται από 7 έως 105 ευρώ ανά TEU.
Μια πρόσφατη μελέτη της Transport and Environment σημειώνει ότι το όριο των 5.000 GT είναι χαμηλό, εγείροντας ανησυχίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα του συστήματος για τη μείωση των εκπομπών. Αποκαλύπτει ότι ενώ οι ετήσιες εκπομπές CO2 από πλοία άνω των 5.000 GT (περίπου 700 πλοία) ανέρχονται σε περίπου 6 εκατομμύρια τόνους, εκείνες από πλοία κάτω των 5.000 GT (16.000 πλοία περίπου) φτάνουν σχεδόν τα 20 εκατομμύρια τόνους. Αυτό φανερώνει ότι η επίπτωση του μέτρου στις συνολικές εκπομπές θα είναι σχετικά μικρή.
Τόσο το κόστος όσο και το εύρος της επέκτασης του ETS στη ναυτιλία φαίνονται ανεπαρκή ώστε να αποτελέσουν κίνητρα για τις ναυτιλιακές εταιρείες να μειώσουν το αποτύπωμά τους. Για να προωθηθεί πραγματικά η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές, είναι επιτακτική ανάγκη να διερευνηθούν και να εφαρμοστούν πρόσθετα μέτρα που να ασκούν σημαντική οικονομική πίεση, υποχρεώνοντας τους πλοιοκτήτες να επανεξετάσουν και να προσαρμόσουν τις επιχειρησιακές τους διαδικασίες.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να διευρύνουν το σύστημα ETS ώστε να περιλάβει όλα τα πλοία άνω των 400 GT. Εάν προκύψουν προβλήματα σε επιχειρησιακό επίπεδο, μια στοχευμένη προσέγγιση θα μπορούσε να επικεντρωθεί στα καύσιμα με τη μεγαλύτερη ένταση άνθρακα. Είναι ζωτικής σημασίας να συμπεριληφθούν όλοι οι τύποι πλοίων — μεταφοράς, αναψυχής και πολεμικών — για να διασφαλιστεί μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική στρατηγική μείωσης των εκπομπών. Για να ενισχυθεί το οικονομικό κίνητρο για την από-ανθρακοποίηση, θα μπορούσαν να κληθούν οι ναυτιλιακές να πληρώσουν μια τιμή άνθρακα όχι μόνο ανάλογη με τον όγκο του παραγόμενου CO2, αλλά μια τιμή που θα συνδέεται επίσης με την ποσότητα ή την αξία των μεταφερόμενων εμπορευμάτων.
Όπως επισημαίνεται σε έκθεση του CE Delft, κάποιοι μπορεί να προσπαθήσουν να αποφύγουν την πληρωμή του ETS, όπως με στάσεις σε λιμάνια εκτός ΕΕ και χαρακτηρίζοντας το δρομολόγιο ως εσωτερικό εκτός ΕΕ. Πριν προχωρήσουν σε αυστηροποίηση των δημοσιονομικών κανονισμών, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει επομένως να διασφαλίσουν ότι δεν θα επιστρατευθούν τέτοιες συμπεριφορές. Η διεύρυνση του ETS σε όλα τα πλοία σε λιμάνια κοντά στην ΕΕ, ειδικά στη Βόρεια Αφρική, θα μπορούσε να είναι μια λύση.
Πηγή: Social Europe
Η Monna Dimitrova ηγείται της έρευνας για τις αγορές άνθρακα στη Homaio, μια εταιρεία που επιτρέπει στους ιδιώτες επενδυτές να αποκτήσουν πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές επιδομάτων άνθρακα. Είναι απόφοιτος του Sciences Po και του Columbia University και ήταν εμπορική αναλύτρια στην Deutsche Bank στη Νέα Υόρκη.