Η νέα ατζέντα στις ΗΠΑ για την «ενεργειακή κυριαρχία» μπορεί να επιδεινώσει την ήδη επισφαλή ενεργειακή κατάσταση της ΕΕ, αλλά θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει μια ευκαιρία για το μπλοκ των κρατών – μελών να ηγηθούν του τομέα της καθαρής τεχνολογίας.
Στη σύνοδο κορυφής για το κλίμα της COP29, η οποία έλαβε χώρα στη Βραζιλία μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ο Ευρωπαίος Επίτροπος Wopke Hoekstra έριξε μια ελπιδοφόρα νότα σχετικά με τις προοπτικές δέσμευσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών. «Μπορώ πραγματικά να δω μια σειρά θεμάτων όπου μπορούμε να έχουμε μια γόνιμη συζήτηση», είπε ο Hoekstra, με μια αισιοδοξία που έρχεται σε αντίθεση με τις ευρέως διαδεδομένες ανησυχίες για την υπόσχεση του εκλεγμένου προέδρου να ανατρέψει τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ στην παγκόσμια δράση για το κλίμα. Το America First είχε μεταξύ άλλων και αυτή τη διάσταση.
Αρνητής της ανθρωπογενούς αλλαγής του κλίματος και επικριτής των ενεργειακών πολιτικών του προκατόχου του, ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Τραμπ έχει δεσμευτεί να αποχωρήσει από τις διεθνείς συμφωνίες, να περικόψει την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας την οποία ξεκίνησε ο Ομπάμα και να επεκτείνει την παραγωγή ορυκτών καυσίμων. Αυτές οι θέσεις θέτουν τις Βρυξέλλες σε εγρήγορση για μια σειρά προκλήσεων που σχετίζονται με το εμπόριο και το κλίμα και τη στάση του διατλαντικού τους συμμάχου.
Διελκυστίνδα
Ο Τραμπ χρησιμοποιεί την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης ως εργαλείο διαπραγμάτευσης. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ζήτησε από τους Ευρωπαίους να αυξήσουν τις αγορές αμερικανικών ορυκτών καυσίμων, ειδικά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), υπό την απειλή δασμών. Ενώ ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν εκφράσει την προθυμία τους να συμμορφωθούν, οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι μια τέτοια κίνηση είναι υποκριτική. «Το μήνυμα ότι η ΕΕ θα έπρεπε να αγοράσει περισσότερο LNG από τις ΗΠΑ δεν είναι καθόλου καλό για το κλίμα και την ανταγωνιστικότητα», λένε αρκετές ΜΚΟ στις Βρυξέλλες και αλλού.
Το πρώτο τρίμηνο του 2024, η ΕΕ εισήγαγε το 47% του LNG και το 17% του πετρελαίου της από τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τη Eurostat. Η πίεση του Τραμπ προσθέτει πολυπλοκότητα στη δέσμευση της εκτελεστικής αντιπροέδρου της ΕπιτροπήςTeresa Ribera να διατηρήσει τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ για το 2030, συμπεριλαμβανομένης και της μείωσης της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα. Εν τω μεταξύ, η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ βρίσκεται ήδη υπό πίεση, από τις προσπάθειες για σταδιακή κατάργηση του ρωσικού φυσικού αερίου έως το 2027.
Πιθανότατα, οι απαιτήσεις του Τραμπ μπορεί να είναι μια αντίδραση στις πολιτικές της ΕΕ για το Κλίμα, όπως ο Μηχανισμός Προσαρμογής Συνόρων στον Άνθρακα (CBAM), ο οποίος πρόκειται να εφαρμοστεί πλήρως το 2026 και θα επιβάλει τέλη στις εισαγωγές πρώτων υλών και προϊόντων έντασης άνθρακα. Ο Τραμπ θα ισχυριστεί ότι πρόκειται για πράσινο προστατευτισμό, λένε στο Κοινοβούλιο, και ίσως συνδέσει την άμβλυνση αυτών των μέτρων με τις απαιτήσεις στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ».
Πολιτική θεωρία και πράξη
Στο COP29, αναδυόμενες οικονομίες όπως η Βραζιλία, η Νότια Αφρική και η Ινδία επέκριναν τις πολιτικές της ΕΕ όπως το CBAM, αποκαλώντας τις «μονομερή περιοριστικά εμπορικά μέτρα». «Η ΕΕ πρέπει να αναγνωρίσει αυτές τις ανησυχίες και να διασφαλίσει ότι τέτοιες πολιτικές δίνουν κίνητρα αντί να τιμωρούν», λέει ο Ζαν-Πασκάλ βαν Ιπερσέλε, πρώην αντιπρόεδρος της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή .
Βέβαια, ο Τραμπ μπορεί να επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί τις πολιτικές διαιρέσεις μεταξύ των μελών της ΕΕ, αλλά αυτή η στρατηγική θα μπορούσε να αποτύχει. Ενώ ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, καλωσόρισαν τη νίκη του Τραμπ, μπορεί να μην υποστηρίξουν ολόκληρη την ατζέντα του, κάτι πρωτοφανές για την Αμερική. Οι εμπορικές προστατευτικές πολιτικές του Τραμπ, λένε, θα μπορούσαν να βλάψουν τις εξαγωγικές οικονομίες όπως η Ουγγαρία.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του ο Τραμπ τόνισε επανειλημμένως την επιθυμία να ανακαλέσει αρκετές από τις φιλικές προς το Κλίμα πρωτοβουλίες. Ωστόσο, αυτό είναι πιο εύκολο να ειπωθεί παρά να γίνει πράξη, καθώς ο τομέας της καθαρής τεχνολογίας είναι ήδη μια εδραιωμένη βιομηχανία, ακόμα και στις ΗΠΑ όπου οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ξεπέρασαν τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2024, ενισχυόμενες από αναδυόμενους τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και τα κέντρα δεδομένων.
Ακόμη και αν ο Τραμπ προσπαθήσει να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο, οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες των Πολιτειών θα συνεχίσουν να επενδύουν στην καθαρή τεχνολογία επειδή απλούστατα είναι κερδοφόρα.
Στην περίπτωση που ο Τραμπ στοχεύσει να πλήξει την εγχώρια βιομηχανία των ΗΠΑ, θα προσφέρει στην ΕΕ ένα πλεονέκτημα. «Η πρόταση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula Von der Leyen για μια καθαρή βιομηχανική συμφωνία θα μπορούσε να δημιουργήσει πραγματικές ευκαιρίες για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, κάτι που δεν θα ήταν δυνατό υπό έναν διαφορετικό πρόεδρο», λέει ο Vangenechten.
Ωστόσο, η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο πιθανότατα θα αποδυναμώσει τις παγκόσμιες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Εάν οι ΗΠΑ αποχωρήσουν από τη Συμφωνία του Παρισιού – κάτι που έκανε ο Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία, μόνο και μόνο για να τις επανεντάξει ο Τζο Μπάιντεν – θα μπορούσε να ενθαρρύνει μεγάλες χώρες όπως η Κίνα, η Βραζιλία και η Ινδία να αντισταθούν σε περαιτέρω δεσμεύσεις για το κλίμα.
Όμως, είτε οι ΗΠΑ αποχωρήσουν από τη Συμφωνία του Παρισιού είτε όχι, είναι σαφές ότι δεν θα είναι ηγέτες στην παγκόσμια πολιτική για το Κλίμα. Αυτό δεν θα είναι όμως χωρίς συνέπειες, γιατί μεταξύ άλλων στρώνεται ο δρόμος στην ΕΕ να ενισχύσει τον ηγετικό της ρόλο, βρίσκοντας επί πλέον συμμαχίες στην καρδιά της οικονομίας, στους αναδυόμενους δηλαδή βιομηχανικούς παίκτες, μεγάλους και μικρούς.
Ηλίας Ευθυμιόπουλος