Οι πολιτικές για το κλίμα εμπεριέχουν μια ιδιαίτερη μορφή περιορισμού των εξουσιών – αφού εκχωρούν δικαιοδοσίες σε υπερεθνικούς οργανισμούς – με αντανακλάσεις στον πολιτικό λόγο, στην εκπαίδευση και στα ίδια τα δικαιώματα. Δημιουργούν όμως και νέα πεδία εξουσίας.
Τον Ιούνιο έκλεισαν 30 χρόνια από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή. Η πρώτη Σύνοδος των Μερών έγινε το 1995 στο Βερολίνο υπό την προεδρία μιας νεαρής ανερχόμενης πολιτικού, της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία άνοιξε τη συζήτηση με τη γνωστή φράση ότι «τα βιομηχανικά έθνη πρέπει να αλλάξουν άποψη για το τι σημαίνει καλή ζωή».
Σήμερα, στην ανάγκη αυτή προστίθεται και μια δεύτερη για την αναθεώρηση της ίδιας της δομής της Συνθήκης. Αυτό βέβαια γίνεται σπανίως, γιατί και οι αλλαγές έχουν μεγάλο κόστος. Αν πάντως θέλουμε να μιλήσουμε για έναν τρίτο πόλο εξουσίας, η Διακυβερνητική Επιτροπή για το Κλίμα, IPCC, είναι ένας σοβαρός υποψήφιος, ο οποίος όμως πρέπει να βρει και τη διαδικασία της νομιμοποίησής του, έτσι ώστε να αποδυναμωθούν και οι ολοένα αυξανόμενες κριτικές.
Είναι πλέον φανερό ότι τα κλιματικά φαινόμενα, τα παρόντα και τα μελλοντικά, συμμετέχουν στη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης προσέγγισης του χώρου και του χρόνου, δημιουργώντας συγκεκριμένες παραστάσεις στην ιστορία, τη μνήμη και τις προβλέψεις, αλλά και στο ίδιο το πεδίο της ανάπτυξης. Οι πολιτικές για το κλίμα εμπεριέχουν επίσης μια ιδιαίτερη μορφή περιορισμού των εξουσιών – αφού εκχωρούν εξουσίες σε υπερεθνικούς οργανισμούς – με αντανακλάσεις στον πολιτικό λόγο, στην εκπαίδευση, στα ίδια τα δικαιώματα, αλλά δημιουργούν και νέα πεδία εξουσίας όπως είπαμε παραπάνω. Ένα μεγάλο ζήτημα που σχετίζεται με την επιβολή περιορισμών στις ελευθερίες που παρέχει ο καπιταλισμός της κατανάλωσης είναι ότι ο κάθε καταναγκασμός παράγει και νέες ειδικές μορφές συμμόρφωσης του επί μέρους στο γενικό. Επειδή αυτό κουβαλάει μέσα του μια εγγενή δυσκολία ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού, στο πρακτικό επίπεδο μεταφράζεται ως ζήτημα σύγκρουσης μιας οικουμενικής ηθικής με την υπευθυνότητα στο ατομικό επίπεδο.
Τα όσα διαδραματίζονται γύρω από το ερώτημα ποιος έχει την κύρια ευθύνη για την Κλιματική Αλλαγή αποτελούν ένα επιπλέον δείγμα της σύγχυσης πάνω στην έννοια του «δημόσιου αγαθού» και της ατελέσφορης διαμάχης η οποία ήδη από τη δεκαετία του ‘60 φέρνει αντιμέτωπους τους υποστηρικτές ενός πανίσχυρου (αν και αναποτελεσματικού) ρυθμιστικού κράτους και τους θιασώτες μιας οικονομίας θεμελιωμένης πάνω στο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας. Αντίστοιχα, στην πλανητική κλίμακα, είναι πιο εύκολο, αλλά καθόλου βέβαια αποτελεσματικό, να αποδίδει κανείς γενικά και αόριστα τις ευθύνες στην «παγκόσμια κοινότητα», δημιουργώντας έτσι έδαφος για την απαλλαγή των κρατών-εθνών.
Στο θεωρητικό επίπεδο, οι απόπειρες για να γεφυρωθεί το χάσμα δεν είχαν και μεγάλη επιτυχία, αν και από χώρα σε χώρα υπήρξαν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Το 1968, ο Αμερικανός οικολόγος Garrett Hardin, με επιρροή στα πνευματικά πράγματα παγκοσμίως, δημοσιεύει ένα άρθρο με τίτλο «Η τραγωδία των κοινών αγαθών» στο περιοδικό Science, όπου, ξεκινώντας από το παράδειγμα των κοινοτικών βοσκοτόπων της Μεσαιωνικής Ευρώπης, προσπαθεί να αποδείξει ότι η ελεύθερη πρόσβαση σε έναν πόρο συνεπάγεται αναπόφευκτα την καταστροφή του. Κάθε χρήστης, λέει ο Hardin, έχει συμφέρον να μεγιστοποιεί την νομή πριν προλάβει ο άλλος κτηνοτρόφος να κάνει το ίδιο. Ο ανταγωνισμός στη βάση του ιδιωτικού οφέλους απαξιώνει τελικά το συλλογικό κοινωνικό αγαθό. Έτσι, για τον συγγραφέα, δεν υπάρχουν παρά δυο (ακραίες) λύσεις: είτε προσφυγή σ’ ένα αυταρχικό κράτος, είτε αυστηρή εφαρμογή των κανόνων της αγοράς μέσω της ιδιωτικοποίησης των πόρων.
Το άρθρο του Hardin, αν και ανυπόφορα φορμαλιστικό με τα σημερινά δεδομένα, άνοιξε εντούτοις το δρόμο για μια πολύ γόνιμη σχολή σκέψης, την νέα οικονομία των φυσικών πόρων. Μεταξύ των ασχοληθέντων με το θέμα και η Elinor Ostrom, η Αμερικανίδα συγγραφέας του βιβλίου Διακυβέρνηση των κοινών αγαθών, που – μαζί με την δραστηριότητά της ως ακτιβίστριας – της χάρισε το βραβείο Νόμπελ το 1990. Με αφετηρία μια ανθρωπολογική και ιστορική ανάλυση των προβιομηχανικών κοινωνιών, η Ostrom αναπτύσσει τη θέση (στον αντίποδα του Hardin) ότι «για χιλιάδες χρόνια οι ανθρώπινες κοινότητες κατάφεραν να ανακαλύψουν με τρόπο πραγματιστικό σχέσεις συνεργασίας που απέτρεπαν την υπερεκμετάλλευση των πόρων. Τα παραδείγματα είναι από την αλιεία, την εκτροφή των ζώων, την τροφοσυλλογή, το κυνήγι, το νερό. Η ιδιοποίησή τους είναι εξαιρετικά κοστοβόρος και πολλές φορές ανέφικτη. Η συνεταιριστική οργάνωση είναι ένας τρόπος να αποφευχθούν οι αιματηρές συγκρούσεις, που γίνονται πιο έντονες όταν οι πόροι λιγοστεύουν (ξηρασίες, λιμοί κτλ.)».
Εξ αυτού η Ostrom επιχειρεί μια προβολή στο σήμερα, εισηγούμενη την συλλογική διαχείριση ως τον τρίτο δρόμο ανάμεσα στον κρατισμό και τον ακραίο φιλελευθερισμό. Μια οψιόν που δεν μπορεί βέβαια να επεκταθεί στο σύνολο των πόρων και που προϋποθέτει κοινωνικές ομάδες ομογενείς, οι οποίες μοιράζονται κοινές αξίες και διαθέτουν την εξουσία και τη δύναμη να εκτοπίζουν τους εισοδιστές που θα μπορούσαν να εκτρέψουν το σύστημα από το σωστό δρόμο. Παρά ταύτα, σύμφωνα πάντα με την Ostrom, μια κοινωνία ελεύθερων και υπεύθυνων ατόμων είναι σε θέση, μέσα από την εθελοντική αυτοοργάνωση, να δώσει απαντήσεις σε διλήμματα στα οποία προσκρούουν τα διάφορα μοντέλα διακυβέρνησης. Μια υπόθεση εργασίας που θυμίζει πολύ τον Alexis de Tocqueville και το έργο του Η Δημοκρατία στην Αμερική και της οποίας η προφανής προβολή παραπέμπει στους πρώτους αναρχικούς και τον απόλυτο σοσιαλισμό τους, την ουτοπία του οποίου ανέλυσε με μεγάλη τέχνη και οξυδέρκεια ο Jean Louis Comolli στην κινηματογραφική ταινία του Sicilia και μετά απ’ αυτόν ο Μιχάλης Μοδινός στο μυθιστόρημά του Εκουατόρια.[1]
Βέβαια αυτά μοιάζουν (και είναι) ακόμα πιο δύσκολα σε μια κοινωνία που συνέδεσε τη μοίρα της με τη συσσώρευση (χρημάτων, αγαθών, υποδομών, απορριμμάτων, οπλικών συστημάτων κτλ.) και μια οικονομία καταδικασμένη στη διαρκή μεγέθυνση. Μια κοινωνία και μια οικονομία βασισμένες στη συνεχή διεύρυνση της σφαίρας της κατανάλωσης, όχι εξαιτίας των διεσταλμένων αναγκών, αλλά γιατί μόνο έτσι μπορεί να διατηρηθεί η ομοιοστασία του συστήματος της αγοράς και η μειωμένη εντροπία. Λέει ο Serge Latouche: «Μόλις η μεγέθυνση επιβραδύνεται ή σταματά, έχουμε κρίση. Αποικισμένη από τη χρηματοοικονομική λογική, η οικονομία μοιάζει με γίγαντα με ασταθή ισορροπία, που δεν κρατιέται όρθιος παρά χάρη σε ένα συνεχές τρέξιμο, συντρίβοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Οι κυβερνήσεις και τα κράτη χρειάζονται κι αυτά τη μεγέθυνση για να πραγματοποιούν τον τετραγωνισμό του φορολογικού κύκλου: δηλαδή για να καλύπτουν τα αναγκαία έξοδα χωρίς να αυξάνουν τους αντιδημοφιλείς φόρους».[2]
[1] Μιχάλης Μοδινός, Εκουατόρια, Καστανιώτης 2015
[2] Σερζ Λατούς. Προς μια Οικονομία της Λιτής Αφθονίας, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2013