H εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ, καθώς και άλλα επιμέρους γεγονότα, όπως οι αβεβαιότητες στις ενεργειακές αγορές, θέτουν ξανά επί τάπητος νέα σενάρια για την αντιμετώπιση της Κλιματικής Κρίσης στο παγκόσμιο επίπεδο. Οι προσπάθειες της ΕΕ από μόνες τους δεν αρκούν. Εν όψει της Συνόδου Κορυφής για το Κλίμα στο Αζερμπαϊτζάν αυτό το μήνα (Νοέμβριο 2024), το Ινστιτούτο Πότσνταμ (PIK) και η γερμανική αναπτυξιακή τράπεζα KfW* συνέταξαν μια νέα ενδιαφέρουσα πρόταση, τα περιληπτικά σημεία της οποίας παρουσιάζονται στη συνέχεια.

Δεδομένου ότι η μείωση των εκπομπών CO2 είναι πολύ αργή για να περιοριστεί η παγκόσμια θέρμανση στους 1,5°C, η εναλλακτική είναι να αφαιρεθεί ένα μεγάλο μέρος του CO2 από την ατμόσφαιρα. Ανάλογα με το σενάριο, αυτό θα κοστίσει έως και 2% του ετήσιου παγκόσμιου οικονομικού  αποτελέσματος για το 2050. Αυτή η προσπάθεια είναι επιτακτική από οικονομική σκοπιά, επειδή η κλιματική ζημιά ανά τόνο CO2 είναι πολλαπλάσια. Ωστόσο, αυτό θα επιβάρυνε υπερβολικά τους κρατικούς προϋπολογισμούς και επομένως απαιτείται μια οικονομική αρχιτεκτονική για την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων. Το PIK και η KfW, μια από τις κορυφαίες αναπτυξιακές τράπεζες στον κόσμο, έχουν ετοιμάσει επ’ αυτού μια κοινή πρόταση προς την Παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής για το Κλίμα.

Το οικονομικό κόστος της κλιματικής κρίσης είναι ήδη αρκετά σαφές, σύμφωνα με το «κείμενο διαβούλευσης» που ετοίμασαν το PIK και η KfW. Ο διευθυντής του PIK και οικονομολόγος του κλίματος Ottmar Edenhofer και ο διευθύνων σύμβουλος της KfW Stefan Wintels θα παρουσιάσουν την έκθεση στις 14 Νοεμβρίου, σε κοινή εκδήλωση στο περιθώριο της Διάσκεψης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, COP 29, στο Μπακού.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, οι ετήσιες κλιματικές ζημιές παγκοσμίως αναμένεται να ανέλθουν σε μερικά τρισεκατομμύρια έως το 2050, σε σχέση με ένα σενάριο χωρίς Κλιματική Αλλαγή. Για παράδειγμα, η οικονομική ζημιά που προκαλείται από την εκπομπή ενός τόνου CO2 υπολογίζεται σε πάνω από 1.000 ευρώ. Συγκριτικά, η τιμή της αντίστοιχης άδειας στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Εμπορίας Εκπομπών (ETS) για τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα ή για τα εργοστάσια τσιμέντου είναι σήμερα περίπου 65 ευρώ.

Το κείμενο που συντάχθηκε από την PIK και την KfW Research περιγράφει την επιλογή της ενσωμάτωσης της αφαίρεσης άνθρακα στο υπάρχον σύστημα εμπορίας εκπομπών. Αυτό απαιτεί όμως μια ταχεία επέκταση της αγοράς.

Οι αναπτυξιακές τράπεζες, όπως η KfW, θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην δημιουργία αυτής της αγοράς με τον σχεδιασμό προγραμμάτων «πρώιμης αγοράς» και την ανάληψη κινδύνου. Για παράδειγμα, τα «πιστοποιητικά εκκαθάρισης» μπορούν να δημιουργήσουν κίνητρα για τη ζήτηση του ιδιωτικού τομέα στα αρχικά στάδια της νέας αγοράς. Αντί να πληρώνουν χρήματα προκαταβολικά για ένα συμβατικό δικαίωμα εκπομπών, οι εταιρείες θα χρησιμοποιούσαν αυτό το νέο μέσο για να δεσμευτούν ότι θα αφαιρέσουν το CO2 από την ατμόσφαιρα αργότερα – κατά προτίμηση χρησιμοποιώντας νέες, υψηλής ποιότητας διαδικασίες, όπως είναι τα συστήματα φίλτρων ή η αποθήκευση στο υπέδαφος.  

Για να εξασφαλιστεί ο θετικός αντίκτυπος στο κλίμα, είναι ζωτικής σημασίας να υπάρξουν διαφανείς ρυθμίσεις, συστήματα αποτελεσματικού ελέγχου και διασφάλιση ποιότητας. Ένας ευρωπαϊκός θεσμός που δεν έχει ακόμη ιδρυθεί θα πρέπει να φροντίσει για τη ρευστότητα και τη σταθερότητα της αγοράς.

Ανάκτηση και αποθήκευση CO2 ως τρίτος πυλώνας της κλιματικής πολιτικής

«Ο χρόνος είναι καθοριστικός για μια τέτοια επέκταση», τονίζει ο διευθυντής του PIK Ottmar Edenhofer. «Εάν τονώσουμε τώρα τη ζήτηση για απομάκρυνση του άνθρακα με αυτόν τον τρόπο, ίσως μπορέσουμε να γεφυρώσουμε το χάσμα μεταξύ της τεχνολογικής καινοτομίας και της εμπορευσιμότητας στην αναδυόμενη βιομηχανία απομάκρυνσης του CO2, η οποία θα πρέπει να λειτουργεί σε κλίμακα γιγατόνων μέχρι τα μέσα του αιώνα. Επιπλέον, το υφιστάμενο σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ για βιομηχανίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και έντασης ενέργειας θα λειτουργήσει μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Άλλωστε, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ο αριθμός των αδειών εκπομπών θα μηδενιστεί το 2039».

Το κείμενο των PIK και KfW Research χαρακτηρίζει την ανάκτηση και αποθήκευση CO2 ως τον τρίτο πυλώνα της κλιματικής πολιτικής, παράλληλα με την ταχεία μείωση των εκπομπών και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Τονίζει ακόμα την ανάγκη να ενισχυθεί το κίνητρο της τιμολόγησης του άνθρακα για δραστηριότητες αφαίρεσης άνθρακα μέσω στοχευμένης κρατικής υποστήριξης. Για παράδειγμα, ο δημόσιος τομέας θα μπορούσε να παρέχει επιχορηγήσεις, ασφάλιστρα ή φορολογικά κίνητρα για την προώθηση της έρευνας και της ανάπτυξης. Μπορεί επίσης να βελτιώσει τις συμφωνίες-πλαίσιο για τα ιδιωτικά επιχειρηματικά κεφάλαια. Δάνεια με σκοπό την προβολή μπορούν να αποτελέσουν κίνητρο  για την αγορά για πιλοτικά έργα και για τη διάδοση των τεχνολογιών αφαίρεσης CO2.

«Η αγορά βρίσκεται μπροστά σε ένα κύμα ανακαλύψεων με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας σχετικά με την τεχνολογική και οικονομική επιτυχία των σχετικών έργων», εξηγεί ο Διευθύνων Σύμβουλος της KfW, Stefan Wintels. «Τέτοιες καταστάσεις απαιτούν δημιουργική δύναμη. Χρειάζονται νέες δομές διακυβέρνησης, αγορών και χρηματοδότησης για την ενσωμάτωση ιδιωτικών κεφαλαίων και τη δημιουργία αγορών».

Ενόψει της Διάσκεψης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, το PIK και η KfW υπογραμμίζουν πως η απομάκρυνση του άνθρακα μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα στη διεθνή πολιτική για το Κλίμα. Οι χώρες του Νότου έχουν μεγάλα πλεονεκτήματα ως διαχειριστής παρακράτησης CO2, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της «αγοράς» προέρχεται μέχρι στιγμής από τις βιομηχανικές χώρες.

Αυτό συνδέεται με ένα καυτό θέμα στην ατζέντα της φετινής συνόδου κορυφής: το άρθρο 6 της Συμφωνίας του Παρισιού του 2015, το οποίο κατ’ αρχήν επιτρέπει την εθελοντική συνεργασία μεταξύ κρατών για το κλίμα και τη διασυνοριακή «πίστωση» της επιτυχίας.

Clima21 team

————————

*Η KfW είναι μία από τις κορυφαίες τράπεζες προώθησης της Πράσινης Ανάπτυξης στον κόσμο. Από το 1948, έχει δεσμευτεί να βελτιώσει τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες διαβίωσης των πολιτών της Γερμανίας, και για το σκοπό αυτό παρέχει δανειακά κυρίως κεφάλαια για αντίστοιχες επενδύσεις. Για παράδειγμα, οι χρηματοδοτήσεις το 2023 έφτασαν τα 111,3 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτό το ποσό, το 33% χρησιμοποιήθηκε για το κλίμα και την προστασία του περιβάλλοντος. Οι χρηματοδοτικές και προωθητικές υπηρεσίες της ευθυγραμμίζονται με την Ατζέντα 2030 των Ηνωμένων Εθνών και συμβάλλουν στην επίτευξη των 17 Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ.