Το πρόγραμμα εξόρυξης υδρογονανθράκων έχει πλέον ξεπεραστεί από τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις. Είναι ένα πρόγραμμα που δρομολογήθηκε σε μια άλλη, παρωχημένη εποχή, είναι ένα πρόγραμμα που δεν συνάδει με τους νέους κλιματικούς στόχους ούτε με την ταχύτερη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας και την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Επιπλέον, δεν θα αναβαθμίσει τον γεωπολιτικό μας ρόλο στην περιοχή της Μεσογείου. Αν το αντικαταστήσουμε με την ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων, θα πετύχουμε καλύτερα αποτελέσματα και ταυτόχρονα θα παραμείνουμε συνεπείς και σταθεροί στην πορεία της πράσινης μετάβασης και της επίτευξης του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας.
γράφει η Εμμανουέλα Δούση
Η 28η διάσκεψη για το κλίμα (COP 28) μπορεί να μην κατέληξε σε μια σαφή δήλωση για την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, ωστόσο αποφάσισε την απομάκρυνση από αυτά, «επιταχύνοντας τη δράση αυτή την κρίσιμη δεκαετία, ώστε να επιτευχθεί η κλιματική ουδετερότητα έως το 2050» (outcome of the first global stocktake, §28). Είναι προφανές ότι έχουμε πλέον εισέλθει στην εφαρμογή της Συμφωνίας του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή, η οποία έχει θέσει ως συλλογικό στόχο τη συγκράτηση της υπερθέρμανσης σε ανεκτά όρια. Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου είναι η διακοπή του εθισμού στα ορυκτά καύσιμα, δηλαδή τον άνθρακα, το πετρέλαιο και το ορυκτό αέριο, με γρήγορη στροφή σε καθαρές μορφές ενέργειας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται ένα βήμα μπροστά στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία που κατ’ ουσία είναι το σχέδιο της ΕΕ για την εφαρμογή της Συμφωνίας του Παρισιού. Παρά τις συγκυριακές δυσκολίες (πανδημία του κορονοϊού, πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Γάζα) η υλοποίηση του σχεδίου έχει προχωρήσει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε στόχο μείωσης των εκπομπών κατά 55% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 έως το 2030 και θέσπισε τον «ευρωπαϊκό κλιματικό νόμο» ο οποίος μετατρέπει τον πολιτικό στόχο σε νομική υποχρέωση και ρυθμίζει τα αναγκαία βήματα για τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα. Προχώρησε επίσης η υιοθέτηση νέας νομοθεσίας υπό τον τίτλο «Fit for 55» για την εναρμόνιση των ευρωπαϊκών πολιτικών με το νέο στόχο μείωσης των εκπομπών.
Βεβαίως, η επιτυχημένη εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη βούληση των κρατών μελών να ξαναδούν συνολικά και να αναθεωρήσουν τα αναπτυξιακά τους σχέδια και τις ενεργειακές τους υποδομές. Από τη στιγμή που η ΕΕ δεν έχει κοινή ενεργειακή πολιτική, τα σημεία αφετηρίας των κρατών μελών ποικίλλουν, και κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να λάβει σημαντικές αποφάσεις για το πώς θα συμβάλει στην επίτευξη του συλλογικού ευρωπαϊκού στόχου.
Η Ελλάδα επηρεάζεται άμεσα από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, όπως άλλωστε όλη η Μεσόγειος η οποία έχει χαρακτηρισθεί από την επιστήμη «θερμό σημείο» της κλιματικής κρίσης. Συνεπώς, έχει κάθε συμφέρον να απαιτεί την εφαρμογή των διεθνών και ευρωπαϊκών δεσμεύσεων και να ακολουθεί το μονοπάτι της ταχείας απομάκρυνσης από τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή.
Έχουν γίνει ορισμένα βήματα και έχει αρχίσει να διαμορφώνεται σταδιακά μια πολιτική για την κλιματική αλλαγή. Η απόφαση για την απολιγνιτοποίηση, η οποία ελήφθη προ κορονοϊού, το σχέδιο δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης, η καλή πορεία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που θέτει την πράσινη μετάβαση ως προτεραιότητα την πράσινη μετάβαση αποτελούν θετικές εξελίξεις. Τον Μάιο του 2022 ψηφίστηκε ο «Εθνικός Κλιματικός Νόμος» ο οποίος θέτει εθνικό στόχο μείωσης των εκπομπών κατά 55% το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Θέτει επίσης ενδιάμεσο στόχο τη μείωση των εκπομπών κατά 80% έως το 2040 καθώς και προϋπολογισμούς άνθρακα για επτά ρυπογόνους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, υπό αναθεώρηση τελεί το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προκειμένου να εναρμονιστεί με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
Δεν έχουν όμως ακόμα ενσωματωθεί οι κλιματικοί στόχοι σε όλες τις εθνικές πολιτικές. Πώς μπορούμε να προχωράμε σχέδια εξόρυξης υδρογονανθράκων και να δημιουργούμε νέες υποδομές ορυκτών καυσίμων όταν ο στόχος είναι η γρήγορη απομάκρυνση από αυτά;
Γιατί η Ελλάδα επιμένει στις εξορύξεις υδρογονανθράκων;
Η αρχική απόφαση για την παραχώρηση του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων είχε ληφθεί το 2010, κατά τη διάρκεια μιας επώδυνης οικονομικής κρίσης και χωρίς διορατική σκέψη. Τότε δεν υπήρχε ακόμα η Συμφωνία του Παρισιού (2015) ούτε η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (2019), που έθεσαν νέους στόχους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και συντόνισαν τα κράτη σε ένα κοινό μονοπάτι για τη σταδιακή αποδέσμευση των εθνικών οικονομιών από τα ορυκτά καύσιμα. Ούτε είχε ψηφιστεί ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος, ο οποίος ρυθμίζει την πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα.
Η πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει το θέμα των εξορύξεων ανακοινώθηκε λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία με απώτερο στόχο να μειωθεί η ενεργειακή εξάρτηση και να ενισχυθεί η ενεργειακή αυτονομία της χώρας. Τότε αρκετοί άδραξαν την ευκαιρία για να υποστηρίξουν με διάφορα επιχειρήματα ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με την επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης, μας αναγκάζουν να αναζητήσουμε ορυκτά καύσιμα, κυρίως αέριο, προτάσσονταςτο επιχείρημα ότι το αέριο θα είναι το μεταβατικό καύσιμο, και αυτό θα συμβάλει στην ομαλή μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα και σε καθαρές μορφές ενέργειας. Όμως, το αέριο είναι κυρίως μεθάνιο, το οποίο συνιστά επίσης αέριο του θερμοκηπίου, με υψηλότερο δυναμικό υπερθέρμανσης του πλανήτη αλλά μικρότερη διάρκεια ζωής από το διοξείδιο του άνθρακα. Η αλήθεια είναι ότι οι αγορές αερίου είναι παρόμοιες με αυτές του πετρελαίου. Περιλαμβάνουν εκτεταμένες υποδομές, δεξαμενόπλοια, αγωγούς, λιμάνια με τερματικούς σταθμούς, με άλλα λόγια υποδομές που εξαρτώνται από την ίδια την πηγή ενέργειας – κάτι που εν μέρει εξηγεί τη βούληση να διατηρηθεί η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Μάλιστα, η αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τις εξορύξεις φαίνεται να αμφισβητεί το πόρισμα της Διακυβερνητικής Επιτροπής για το Κλίμα, δηλαδή της πιο έγκυρης επιστημονικής γνώσης, σύμφωνα με το οποίο η οικονομική ανάπτυξη που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα υπονομεύει τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης, καθώς και τις δράσεις μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογής σε αυτήν.
Η εξόρυξη υδρογονανθράκων δεν αποτελεί βιώσιμη επιλογή για έναν άλλο λόγο με οικονομικό πρόσημο. Ακόμα κι αν εντοπιστούν κοιτάσματα και οι αρμόδιοι κρίνουν ότι τους συμφέρει να προχωρήσουν σε εξορύξεις, οι πρώτες ποσότητες υδρογονανθράκων δεν θα εξαχθούν πριν από το 2030. Συνεπώς, δεν θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στη λύση στο χρονικό περιθώριο που έχει καθοριστεί για τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα. Όχι μόνο θα καθυστερήσουν την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα αλλά, επιπλέον, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης, αφού προϋποθέτουν πολλά χρόνια και πάρα πολλά χρήματα, αφήνοντας έτσι και το ζήτημα της απόσβεσής τους ανοιχτό. Τέτοιες υποδομές θα καταστούν λανθάνοντα περιουσιακά στοιχεία (stranded assets) πολύ γρηγορότερα από όσο φανταζόμαστε. Και δεν θα είναι η πρώτη φορά: το έχουμε ξαναδεί αυτό στην Ελλάδα με τον λιγνίτη.
Δεσμεύουμε το μέλλον σε λύσεις που όχι μόνο δεν είναι καθαρές, αλλά θα μας αφήσουν πίσω στον γεωπολιτικό ενεργειακό χάρτη. Η ενεργειακή κρίση δεν αύξησε το ενδιαφέρον για νέες επενδύσεις εξόρυξης υδρογονανθράκων. Το αντίθετο συμβαίνει, παρατηρείται μια στροφή από κράτη και μεγάλες εταιρείες σε πράσινες επενδύσεις, διαφοροποιώντας την πολιτική τους με γρήγορους ρυθμούς. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύουν το ένα μετά το άλλο (Δανία, Ιρλανδία, Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία) με κανονιστικές πράξεις την εκ νέου διεξαγωγή έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στη θάλασσα. Στρέφονται πλέον στην ανάπτυξη υπεράκτιωναιολικών πάρκων. Οι τάσεις δείχνουν επίσης ότι και οι μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες απομακρύνονται από τον τομέα των εξορύξεων και στρέφονται στην πράσινη ενέργεια και τα υπεράκτια αιολικά, με στόχο την επίτευξη μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050. Αυτή η τάση απομάκρυνσης κρατών και εταιρειών από τον τομέα των εξορύξεων είναι βέβαιο ότι θα μειώσει ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον για νέες επενδύσεις υψηλού κόστους και ρίσκου, ιδιαίτερα σε θαλάσσιες περιοχές με δύσκολη πρόσβαση και πολύ βαθιά νερά.
Υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις;
Η εξόρυξη υδρογονανθράκων δεν αποτελεί βιώσιμη επιλογήούτε έχει προστιθέμενη αξία από γεωπολιτική άποψη. Οι στόχοι της μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης, της ενίσχυσης της ενεργειακής αυτονομίας αλλά και του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας μπορούν να επιτευχθούν με άλλο, καλύτερο τρόπο, και αυτός είναι η επίσπευση της εγκατάστασης υπεράκτιων αιολικών πάρκων. Είναι ένας τρόπος που όχι μόνο συνάδει με τους κλιματικούς στόχους και τις επιταγές της πράσινης μετάβασης, αλλά θα εντάξει την Ελλάδα στους πρωτοπόρους παραγωγούς ενέργειας στην περιοχή της Μεσογείου. Τα αιολικά πάρκα είναι η πιο παραγωγική μορφή ΑΠΕ σήμερα. Δεν είναι η μόνη λύση, αλλά είναι η πλέον ώριμη. Και είναι γεγονός ότι η αιολική ενέργεια είναι ένας ενεργειακός πόρος ανεξάντλητος και βεβαιωμένος, όχι απλώς πιθανολογούμενος, όπως συμβαίνει με τους υδρογονάνθρακες.
Ένα άλλο γεωπολιτικό επιχείρημα, που προβάλλεται από τους υπέρμαχους των εξορύξεων είναι ότι με τις εξορύξεις κατοχυρώνουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Η απάντηση είναι ότι μπορούμε να κάνουμε το ίδιο αναπτύσσοντας υπεράκτια αιολικά πάρκα. Όποια τεχνολογία από τις δύο και να αναπτυχθεί επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, θα έχει τον ίδιο ακριβώς αντίκτυπο στην κατοχύρωση των συμφερόντων της χώρας στη συγκεκριμένη θαλάσσια ζώνη. Συνεπώς, τα θαλάσσια τεμάχια που έχουν παραχωρηθεί για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων (π.χ. ΝΔ της Κρήτης και αλλού) θα μπορούσαν αντ’ αυτού να αξιοποιηθούν για την τοποθέτηση υπεράκτιων αιολικών πάρκων σταθερής έδρασης, επιφέροντας ακριβώς αντίστοιχο αποτέλεσμα. Τι γίνεται όμως με τα πλωτά αιολικά; Μπορούμε να εγκαταστήσουμε πλωτά αιολικά, στην αιγιαλίτιδα ζώνη (12 ν.μ. στο Ιόνιο και 6 ν.μ. ακόμα στον υπόλοιπο θαλάσσιο χώρο). Μπορούμε να εγκαταστήσουμε πλωτά αιολικά και πέρα από το εξωτερικό όριο της αιγιαλίτιδας, μας το επιτρέπει το καθεστώς της ανοιχτής θάλασσας, δηλαδή τα τμήματα της θάλασσας που υπέρκεινται της υφαλοκρηπίδας. Μεγαλύτερη προστασία βεβαίως –ειδικότερα για τα πλωτά αιολικά– μας παρέχει το καθεστώς της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), την οποία θα πρέπει να κηρύξουμε. Μέχρι σήμερα το έχουμε κάνει μόνο στην περιοχή νότια της Κρήτης και της Ρόδου (βάσει του αρ. 2 του νόμου με τον οποίο κυρώσαμε τη συμφωνία οριοθέτησης με την Αίγυπτο), ενώ εκκρεμεί η κήρυξή της στο Ιόνιο, όπου έχουμε πρόσφατη οριοθέτηση με την Ιταλία (Συμφωνία του 2020).
Συνεπώς, τα πλεονεκτήματα της ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών πάρκων σαφώς υπερτερούν έναντι των εξορύξεων ορυκτών καυσίμων. Σε αυτά προστίθεται και ένα ακόμα επιχείρημα. Η γεωπολιτική της ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο θα μεταβληθεί ριζικά και συντομότερα απ’ όσο περιμένουμε. Η υπεράκτια αιολική ενέργεια θα είναι η σημαντικότερη πηγή ενέργειας στην Ευρώπη το 2040 αλλά και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Το γεγονός αυτό θα επηρεάσει τις τρέχουσες γεωπολιτικές ισορροπίες. Η ισχύς των κρατών θα αποσυνδεθεί από την πρόσβαση στα ορυκτά καύσιμα, ενώ κράτη που έχουν επενδύσει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα αναβαθμιστούν γεωπολιτικά λόγω της απεξάρτησης της οικονομίας τους από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων.
Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα έχει μειώσει τις εκπομπές της κατά 29% περίπου σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας θα πρέπει να πετύχει άλλο τόσο. Υπάρχουν μεγάλες προκλήσεις σε αυτή την πορεία αλλά αν δούμε τη μεγαλύτερη εικόνα, η πράσινη ενεργειακή μετάβαση αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία για την Ελλάδα. Σήμερα βασιζόμαστε σε μεγάλο ποσοστό σε ορυκτά καύσιμα, δηλαδή σε ενεργειακές πηγές που δεν έχουμε. Έχουμε λιγνίτη, η αξιοποίηση του οποίου είναι πλέον οικονομικά ασύμφορη, ψάχνουμε για υδρογονάνθρακες τους οποίους δεν έχουμε βρει ακόμα, έχουμε όμως άφθονο ήλιο και άνεμο όλες τις εποχές του χρόνου δηλαδή εναλλακτικές πηγές ενέργειας, καθαρές και εγχώριες, βεβαιωμένες και όχι πιθανολογούμενες, τις οποίες μπορούμε να αξιοποιήσουμε. Η πράσινη μετάβαση σημαίνει δηλαδή για την Ελλάδα ότι από εκεί που δεν είχαμε τίποτα πηγαίνουμε σε ένα σύστημα που θα αξιοποιεί τους φυσικούς πόρουςπου έχουμε. Αυτό θα αλλάξει τα δεδομένα και πάνω απ’ όλα θα αλλάξει τη θέση μας στο γεωπολιτικό χάρτη. Η γεωγραφία είναι πεπρωμένο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμείς θα πρέπει να αποφασίσουμε τι σημαίνει πεπρωμένο και προς ποια κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθούμε.
Το πρόγραμμα εξόρυξης υδρογονανθράκων έχει πλέον ξεπεραστεί από τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις. Είναι ένα πρόγραμμα που δρομολογήθηκε σε μια άλλη, παρωχημένη εποχή, είναι ένα πρόγραμμα που δεν συνάδει με τους νέους κλιματικούς στόχους ούτε με την ταχύτερη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας και την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Επιπλέον, δεν θα αναβαθμίσει τον γεωπολιτικό μας ρόλο στην περιοχή της Μεσογείου. Αν το αντικαταστήσουμε με την ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων, θα πετύχουμε καλύτερα αποτελέσματα και ταυτόχρονα θα παραμείνουμε συνεπείς και σταθεροί στην πορεία της πράσινης μετάβασης και της επίτευξης του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας.
———–
Η Εμμανουέλα Δούση είναι Καθηγήτρια Διεθνών Θεσμών στο ΕΚΠΑ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του The Green Τank.