Η «οικονομία χαμηλού άνθρακα» δεν είναι συνώνυμη με την επιβράδυνση της ανάπτυξης. Αντίθετα, είναι το νέο περιβάλλον μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινηθούν οι βιομηχανίες παραγωγής αγαθών, αν θέλουν να συνδυάσουν το οικολογικό τους καθήκον με την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα.
Η υψηλότερη αποδοτικότητα στη χρήση της ενέργειας και των υλικών αυξάνει την ανταγωνιστικότητα γιατί επιτρέπει την παραγωγή αγαθών με χαμηλότερο κόστος. Η ελαχιστοποίηση της ροής των υλικών μέσα στην οικονομία είναι αναγκαία για την διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς απώλεια των υλικών ανέσεων. Με τον όρο ροή υλικών υποδηλώνονται τόσο οι εγχώριες και όσο και οι εισαγόμενες μορφές τους, αλλά και οι “αθέατες”, αυτές δηλ. που δεν έχουν οικονομική σημασία αλλά επηρεάζουν το περιβάλλον (π.χ. τα αδρανή υλικά ενός ορυχείου που πρέπει να μετακινηθούν ή να απορριφθούν προκειμένου να εξορυχθεί το μετάλλευμα). Οι αναλύσεις που έχουν γίνει από ερευνητές του Wuppertal Institut της Γερμανίας δείχνουν ότι υπάρχουν οι δυνατότητες στην παγκόσμια οικονομία να μειωθούν οι εισροές πρωτογενών πρώτων υλών στο 1/4 (“Factor Four”) των σημερινών. Το αντίστοιχο ποσοστό στις Βιομηχανικές χώρες μπορεί να φτάσει στο 1/10 (“Factor Ten”).
Βέβαια, η (περιβαλλοντικά αναγκαία) χαμηλότερη ροή υλικών σε μια οικονομία δεν εγγυάται την διατήρηση ή την αύξηση θέσεων εργασίας, γιατί θεωρητικά είναι δυνατή μια πλήρως αυτοματοποιημένη οικονομία με υψηλή αποδοτικότητα. Δεν εγγυάται επίσης πάντοτε την διατήρηση του περιβάλλοντος (δεν αποτελεί ικανή συνθήκη) γιατί αντιμετωπίζει ισότιμα όλες τις ροές υλικών, ανεξάρτητα π.χ. από την τοξικότητα τους, μολονότι, χαμηλότερη ροή υλικών σημαίνει αυτομάτως και λιγότερες ποσότητες τοξικών. Ο «καθαρισμός» των ροών των υλικών μέσα σε μια οικονομία είναι ένας άλλος σημαντικός στόχος που όμως κινείται σε ένα λιγότερο γενικό πολιτικό επίπεδο από αυτό που εξετάζουμε. Συνδέεται κυρίως με την αντιρρυπαντική τεχνολογία και τη νομοθεσία και με το ζήτημα «ποιος πληρώνει».
Η μετάβαση από την σημερινή οικονομία, που βασίζεται στην σπάταλη χρήση των φυσικών πόρων, σε μια οικονομία υψηλής αποδοτικότητας (άυλη οικονομία, όπως την ονομάζουν ορισμένοι) απαιτεί σημαντική ερευνητική και επενδυτική προσπάθεια που δεν είναι δυνατή χωρίς ενισχύσεις για την εξοικονόμηση πρώτων υλών, ανάλογες με αυτές για την εξοικονόμηση ενέργειας. Το γεγονός ότι στην EE, όπως δείχνει σχετική έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, οι συνολικές απαιτήσεις της οικονομίας σε υλικά ανά κάτοικο είναι υποδιπλάσιες απ’ αυτές των ΗΠΑ (χωρίς οι διαφορά του ΑΕΠ να είναι αντίστοιχη), δείχνει ότι τέτοιοι στόχοι δεν είναι ουτοπικοί και ότι η αποσύνδεση της κατανάλωσης ενέργειας από το ΑΕΠ είναι ρεαλιστική.
Είναι γνωστό ότι η κλασσική φορολογική πολιτική είναι πάντοτε ένα εργαλείο πίεσης προς την οικονομία, αλλά συνδέεται και με ανισότητες. Ισχυρές όμως πιέσεις προς την λάθος κατεύθυνση ασκεί και ο τρόπος με τον οποίο κατανέμονται οι δαπάνες του προϋπολογισμού που συνδέονται με το ΑΕΠ. Οι ενισχύσεις που παρέχονται για την στήριξη των τιμών στον αγροτικό τομέα, οι επιδοτήσεις που δίνονται στον εξορυκτικό και τον ενεργειακό τομέα, η χρηματοδότηση έργων συγκοινωνιακής υποδομής που προωθούν την σπάταλη κατανάλωση της ενέργειας, την αυξημένη χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου και του αεροπλάνου, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην κατεύθυνση και το είδος των επενδύσεων, και επηρεάζουν την διαμόρφωση των σχετικών τιμών και εισοδημάτων σε όλο το εύρος της οικονομίας. Επιβάλλεται συνεπώς η υιοθέτηση πολιτικών για την σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων οι οποίες αυξάνουν τις ροές υλικών και ενέργειας και ευθύνονται για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Τα ποσά που ελευθερώνονται από την κατάργηση αυτών των επιδοτήσεων θα πρέπει να διατίθενται για συνοδευτικά μέτρα και κυρίως για την προώθηση των κλάδων και των τεχνολογιών που, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, δεν ρυπαίνουν, χρησιμοποιούν αποδοτικά τους φυσικούς πόρους και την ενέργεια, και δημιουργούν σημαντικό αριθμό νέων φθηνότερων θέσεων εργασίας.
Οι παραπάνω πολιτικές προτάσεις αποτελούν απλώς προϋποθέσεις για την επίτευξη της οικονομικής, κοινωνικής και οικολογικής αειφορίας. Δεν συνιστούν όμως αυτοτελή στρατηγική. Το ερώτημα συνεπώς παραμένει, αυτή την φορά όχι στο θεωρητικό, αλλά στο πρακτικό επίπεδο: Είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί μια πολιτική για το περιβάλλον που να μη μειώνει την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση στο σύνολο της οικονομίας; Το αντίστροφο ερώτημα είναι: ποιο είναι το κόστος για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση στην περίπτωση απουσίας περιβαλλοντικής πολιτικής;
Όπως αναφέραμε ήδη, ο όγκος των υλικών εισροών που απαιτείται για ένα δεδομένο επίπεδο τεχνολογίας και ένα δεδομένο βιοτικό επίπεδο αποτελεί ένα χονδρικό μέτρο των πιέσεων της οικονομίας στο περιβάλλον. Ταυτόχρονα, οι υλικές εισροές είναι, μαζί με το κεφάλαιο και την εργασία, συντελεστής παραγωγής (η άυλη παραγωγή υλικών αγαθών είναι αδιανόητη). Αντίθετα όμως με την εργασία και το κεφάλαιο, των οποίων η βέλτιστη κατανομή καθορίζεται ενδογενώς, οι υλικές εισροές είναι ένας συντελεστής παραγωγής που για περιβαλλοντικούς λόγους πρέπει να ελαχιστοποιείται συνεχώς.
Θεωρητικά, η ελαχιστοποίηση των υλικών εισροών, χάρη στην αύξηση της αποδοτικότητας στην χρήση των πόρων, μειώνει τις πιέσεις στο περιβάλλον, ευνοεί την ανταγωνιστικότητα και ταυτόχρονα μεταθέτει τα όρια που θέτει στην ανάπτυξη η εξάντληση των φυσικών πόρων και η ρύπανση. Αντίστροφα, θα πρέπει να αποκλειστεί και θεωρητικά ότι μια οικονομία μπορεί να παραμένει ανταγωνιστική και να διατηρεί τις θέσεις εργασίας σε ένα κατεστραμμένο περιβάλλον. Υπάρχει ένα σημείο πέρα από το οποίο η υποβάθμιση του περιβάλλοντος υπερβαίνει την “φέρουσα ικανότητα” του ίδιου του οικονομικού συστήματος. Το σημείο αυτό είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εκ των προτέρων. Είναι όμως προφανές ότι πρώτες θα κλείσουν ή θα μεταναστεύσουν σε καλύτερες περιοχές οι επιχειρήσεις του τριτογενούς τομέα των οποίων η λειτουργία εξαρτάται από την ποιότητα του περιβάλλοντος.
Γενικά, οι κανονιστικές ρυθμίσεις για την προστασία του περιβάλλοντος έχουν δύο αντίρροπες επιπτώσεις στην απασχόληση. Αφενός, αυξάνουν το κόστος παραγωγής στον κλάδο που επιβαρύνεται με την λήψη περιβαλλοντικών μέτρων, με αποτέλεσμα να μειώνεται η απασχόληση. Αφετέρου όμως, τα περιβαλλοντικά μέτρα δημιουργούν ζήτηση για αντιρρυπαντικές τεχνολογίες και υπηρεσίες και αυτό αυξάνει την απασχόληση στους σχετικούς κλάδους. Υπάρχει επίσης πάντα το ενδεχόμενο να μεταναστεύσουν οι επιβαρυνόμενες επιχειρήσεις (κυρίως του δευτερογενούς τομέα) – και οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας – σε χώρες με λιγότερο αυστηρή νομοθεσία. Τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα αυτών των τάσεων στο σύνολο της οικονομίας μόνο εκ των υστέρων μπορούν να εκτιμηθούν.
Η στροφή των δημοσίων δαπανών προς έργα υποδομής και επενδύσεις που αποβλέπουν στην εξοικονόμηση υλικών εισροών και ενέργειας, την διαχείριση αποβλήτων και λυμάτων, τις δημόσιες συγκοινωνίες και την διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, θα αυξήσει την απασχόληση στις δημόσιες υπηρεσίες, την τοπική αυτοδιοίκηση και τις περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις. Ιδιαίτερα θετικές επιπτώσεις στην απασχόληση αναμένεται ότι προσφέρουν οι δαπάνες για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια λόγω των πολλαπλών ειδικοτήτων που απαιτούνται (μονώσεις, επισκευές κελύφους, κουφώματα, συστήματα θέρμανσης και ψύξης κτλ.). Να σημειωθεί ότι αυτό θα αποτελούσε και μια διέξοδο για τον κατασκευαστικό κλάδο που δοκιμάζεται ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία της οικονομικής κρίσης.
Πολλές μελέτες έχουν δείξει, ότι η επιβολή επιπλέον φόρου στην ενέργεια, τα έσοδα του οποίου θα χρησίμευαν για την μείωση των φόρων και των εισφορών που βαρύνουν εργαζομένους και εργοδότες, δεν θα είχε μόνο θετικά αποτελέσματα στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αλλά θα αύξανε την απασχόληση (ιδίως αν η ελάφρυνση αφορούσε τις χαμηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας). Όμως και στην περίπτωση αυτή η μακροπρόθεσμη προσαρμογή των επιχειρήσεων στην γενικότερη τάση της υποκατάστασης της εργασίας θα μπορούσε να δράσει αντίρροπα και μειώσει τα αποτελέσματα της πρώτης περιόδου.Το σημαντικότερο συμπέρασμα είναι ότι η περιβαλλοντική πολιτική δεν είναι πολιτική για την απασχόληση. Η αύξηση ή η μείωση των θέσεων εργασίας εξαρτάται από την γενικότερη οικονομική και πολιτική κατάσταση και η επίδραση των κανονιστικών ή φορολογικών συντελεστών καθώς και και των περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στην απασχόληση μπορεί να είναι είτε οριακή και βραχυπρόθεσμη, είτε μόνιμη (όπως και στις υπόλοιπες ρυθμίσεις).
Το δεύτερο σημαντικό συμπέρασμα είναι πως δεν έχει νόημα να λέμε ότι ορισμένες θέσεις εργασίας θα χαθούν αν εφαρμοστεί το ένα ή το άλλο μέτρο. Η υπόθεση στην οποία στηρίζεται ο συλλογισμός αυτός είναι ότι αν δεν λαμβάνονταν τα μέτρα αυτά, η απασχόληση θα παρέμενε σταθερή. Αυτό όμως δεν ισχύει γιατί η οικονομία αναδιαρθρώνεται συνεχώς. Ποιά επιλογή θα οδηγούσε στην δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας είναι το ζητούμενο μιας έρευνας που θα πρέπει να είναι διαρκής. Προκύπτει συνεπώς ότι χρειάζεται πολιτική για το περιβάλλον όπως χρειάζεται πολιτική για την απασχόληση. Το αόρατο χέρι της αγοράς πρέπει να κατευθύνεται από το στιβαρό χέρι της πολιτικής και από ένα σταθερό και σαφές νομοθετικό πλαίσιο. Η πορεία προς μια ανταγωνιστική οικονομία που θα εξασφαλίζει υψηλή απασχόληση και θα ελαχιστοποιεί τις υλικές εισροές και την ρύπανση, δεν πρέπει να αφεθεί στον αυτόματο πιλότο των “οικονομικών εργαλείων” που δέσποζαν στις συζητήσεις τις περασμένες δεκαετίες.
Η κυριαρχία της οικονομικής λογικής στο κοινωνικό και το οικολογικό επίπεδο συνοδευόταν μέχρι τώρα από μια άρνηση της πολιτικής και την φαντασίωση ότι οι ηθικές ή αισθητικές αξίες δεν είχαν πια κανέναν ρόλο να παίξουν. Η σκέψη περιοριζόταν στον εντοπισμό καταστάσεων όπου όλοι οι παίκτες θα έβγαιναν κερδισμένοι και θα συναινούσαν από καθαρό συμφέρον. Οι προσπάθειες των οικολόγων να πείσουν τους πάντες ότι θα είχαν ίδιο όφελος από την βελτίωση του περιβάλλοντος ακύρωναν τον δικό τους λόγο και τις αξίες για τις οποίες θα άξιζε ορισμένες φορές να συγκρουστούν.
Παίγνια “win – win” και “double dividend” φυσικά υπάρχουν. Όπως υπάρχουν και στρεβλώσεις της αγοράς που παράγουν ανεπιθύμητα αποτελέσματα για την απασχόληση και το περιβάλλον. Στις περιπτώσεις αυτές τα οικονομικά εργαλεία καλούνται να παίξουν τον διορθωτικό τους ρόλο (είναι η αναγκαία, αλλά όχι και η ικανή συνθήκη). Αυτό που χρειάζεται δεν είναι μια οικονομική οικολογία που ξεχνά τις αξίες της, αλλά μια οικολογική οικονομία που τις ενσωματώνει.
The Free Writer
Φωτογραφία: Ο Peter Hennicke, πρώην Πρόεδρος του Ινστιτούτου Wuppertal για το Κλίμα, Το Περιβάλλον και την Ενέργεια, με τον πρώτο λαμπτήρα χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης το 1997