Τα αιολικά πάρκα παράγουν φθηνό ηλεκτρισμό και έτσι επιδοτούν τους λογαριασμούς μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης. «Κουρεύουν» επίσης την τιμή στην χονδρική αγορά και ανακουφίζουν ακόμα περισσότερο τους καταναλωτές. Για όλο το 2021, οι ανανεώσιμες ελάφρυναν την τιμή του ηλεκτρισμού κατά 40% σε μέσο όρο.
Η ενεργειακή κρίση πιέζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Εδώ και μήνες, το κόστος που βαραίνει τον καταναλωτή για την παραγωγή του ρεύματος κινείται σταθερά πάνω από 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα (200 €/MWh). Αυτή είναι η τιμή ηλεκτρισμού που διαμορφώνεται στην χονδρική αγορά, δηλαδή στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, και περνάει στους λογαριασμούς των καταναλωτών. Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο 2022 ήταν 221,71 €/MWh. Ένα χρόνο πριν, τον Φεβρουάριο 2021, ήταν 50,36 €/MWh [1]. Η αιτία της αύξησης είναι oι χρηματιστηριακού τύπου μεταβολές και κίνδυνοι και η εκτόξευση του κόστους των ορυκτών καυσίμων και ειδικά του φυσικού αερίου που συμπαρασύρει το κόστος ρεύματος. Ο λιγνίτης ήταν ήδη και παραμένει ακριβός.
Βασική άμυνα του καταναλωτή είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ιδίως τα αιολικά πάρκα. Για το ρεύμα που παράγεται από τα νέα αιολικά πάρκα, ο καταναλωτής βαρύνεται με 3-4 φορές λιγότερο, δηλαδή με μια τιμή γύρω στα 55 €/MWh. Αναλόγως χαμηλό είναι και το κόστος για τον καταναλωτή από τα νέα φωτοβολταϊκά, δηλ. περίπου 45 €/MWh.
Εκτός από φθηνό, το κόστος του ρεύματος από ανανεώσιμες είναι σταθερό
Δεν εξαρτάται από τις διεθνείς διακυμάνσεις των τιμών των καυσίμων, οι οποίες αλλάζουν διαρκώς, αλλά αποκλειστικά από το κόστος κατασκευής του κάθε σταθμού, το οποίο καταβάλλεται μια φορά στην αρχή της επένδυσης. Με τον τρόπο αυτό, η εθνική οικονομία γνωρίζει με βεβαιότητα το κόστος της ενέργειας που έχει να αντιμετωπίσει τις επόμενες δεκαετίες.
Η αιολική ενέργεια δημιουργεί διπλό οικονομικό όφελος στους καταναλωτές
Επειδή, λοιπόν, τα αιολικά πάρκα έχουν χαμηλό και σταθερό κόστος ρεύματος προσφέρουν διπλό οικονομικό όφελος στον Έλληνα καταναλωτή:
Πρώτον: Όπως αναφέρθηκε, σήμερα (αρχές 2022) τα νέα αιολικά πάρκα στην Ελλάδα παράγουν 3-4 φορές φθηνότερο ηλεκτρισμό σε σχέση με το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από τα ορυκτά καύσιμα. Δημιουργείται έτσι μια σημαντική οικονομική διαφορά μεταξύ, αφενός, της τιμής στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (δηλ. στο Χρηματιστήριο Ενέργειας) που βαρύνει τους καταναλωτές και που είναι υψηλή εξαιτίας των ορυκτών καυσίμων, και του σταθερού χαμηλού κόστους της αιολικής ενέργειας, αφετέρου.
Η διαφορά αυτή επιτρέπει στην κυβέρνηση να μεταφέρει πόρους στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) από το οποίο επιδοτεί τους λογαριασμούς των καταναλωτών. Δηλαδή η «Πίστωση ΤΕΜ» που βλέπουμε στους λογαριασμούς μας υπάρχει χάρη στα αιολικά πάρκα.
Δεύτερον: Τα αιολικά πάρκα όχι μόνο παράγουν πολύ πιο φθηνά από την τιμή που διαμορφώνεται στη χονδρική αγορά, αλλά ταυτόχρονα -μαζί και με τις άλλες ανανεώσιμες- κατεβάζουν την τιμή αυτή. Με τον τρόπο αυτό, ο καταναλωτής πληρώνει λιγότερα για το συνολικό του ρεύμα.
Οικονομικό πλεόνασμα για επιδότηση των λογαριασμών
Όπως ειπώθηκε, η οικονομική διαφορά που δημιουργείται χάρη στη φθηνή παραγωγή ενέργειας από τα αιολικά πάρκα στην Ελλάδα αποτελεί οικονομικό πλεόνασμα το οποίο το χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να επιδοτήσει τους λογαριασμούς ρεύματος των καταναλωτών μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ). Από την επεξεργασία των πλέον πρόσφατων ανακοινωμένων στοιχείων προκύπτει ότι το όφελος που πρόσφεραν τα αιολικά πάρκα στους καταναλωτές λόγω αυτής της διαφοράς κατά τον Οκτώβριο του 2021 ήταν τουλάχιστον 114 εκατ. ευρώ για τον έναν αυτό μήνα. Το όφελος αυτό προκύπτει από τη διαφορά της μέσης τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς (204 €/MWh τον Οκτώβριο 2021) από τη μέση αποζημίωση των αιολικών πάρκων.
Πώς όμως προκύπτει αυτό το πλεόνασμα;
Κάθε ώρα, οι εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας αγοράζουν από τη χονδρεμπορική αγορά την ενέργεια που πρόκειται να προμηθεύσουν στους πελάτες τους, καταβάλλοντας την τιμή αγοράς εκείνης της ώρας. Από το καλοκαίρι του 2021, η τιμή αυτή έχει πολλαπλασιαστεί διότι εξαρτάται από το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο. Έτσι έχουν αυξηθεί πολύ οι καταβολές από τους προμηθευτές, οι οποίοι μετακυλούν τις αυξήσεις στους καταναλωτές. Το μέρος των καταβολών αυτών από τους προμηθευτές, που αντιστοιχεί στην ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, μεταβιβάζεται τελικά στον ΔΑΠΕΕΠ, από τον οποίο πληρώνονται οι παραγωγοί Α.Π.Ε..
Όμως, οι παραγωγοί Α.Π.Ε. αμείβονται με μακροχρόνια συμβόλαια που έχουν συνάψει με τον ΔΑΠΕΕΠ σε σταθερές (ή σχεδόν σταθερές) τιμές οι οποίες αντανακλούν το χαμηλό κόστος τους (βλ. Εικόνα 1). Συνεπώς, δημιουργείται ένα οικονομικό πλεόνασμα που προκύπτει από τη διαφορά της υψηλής τιμής – εξαιτίας του φυσικού αερίου – που καταβάλλουν οι προμηθευτές (και τελικά οι καταναλωτές) για την αγορά της ενέργειας από Α.Π.Ε., και του χαμηλού κόστους με το οποίο αμείβονται οι σταθμοί Α.Π.Ε. για την παραγωγή αυτής της ενέργειας.
H κυβέρνηση με διαδοχικές αποφάσεις της μεταφέρει αυτό το οικονομικό όφελος στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και στη συνέχεια πίσω στους προμηθευτές, οι οποίοι μπορούν και κάνουν έκπτωση στα τιμολόγια που προσφέρουν στους καταναλωτές. Αυτό είναι το πιστωτικό ποσό που φαίνεται σε εκκαθαριστικούς λογαριασμούς με την ονομασία «ενίσχυση ΤΕΜ» ή «πίστωση ΤΕΜ» ή άλλο αντίστοιχο τίτλο.
Έτσι, η αξιοποίηση φθηνής ενέργειας παραγόμενη από τον άνεμο, συνεπάγεται χαμηλότερο κόστος ρεύματος για τους καταναλωτές.
Δεύτερο όφελος: Οι Α.Π.Ε. κουρεύουν την τιμή στην αγορά
Με βάση τα ανωτέρω, η διαφορά του χαμηλού κόστους των αιολικών από την υψηλή, εξαιτίας των ορυκτών καυσίμων, τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς επιδοτεί τους λογαριασμούς ρεύματος μέσω του ΤΕΜ. Αυτή η υψηλή τιμή της αγοράς, που βαρύνει τους καταναλωτές, θα ήταν ακόμα υψηλότερη εάν δεν υπήρχαν οι ανανεώσιμες. Επειδή, όπως είπαμε, η πηγή της ενέργειας, ο άνεμος και ο ήλιος, είναι δωρεάν, οι ανανεώσιμες συμβάλλουν στο σταμάτημα της λειτουργίας των πιο ακριβών συμβατικών μονάδων και έτσι χαμηλώνει η τιμή στην χονδρεμπορική αγορά, αφού αυτή καθορίζεται από την πιο ακριβή μονάδα η οποία λειτουργεί εκείνη την ώρα για να καλύψει τη ζήτηση.
Για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο 2021, η τιμή στην χονδρική αφορά που βάρυνε τον καταναλωτή ήταν 235 €/MWh. Αν δεν υπήρχαν τα εγκατεστημένα αιολικά τα φωτοβολταϊκά, η τιμή αυτή θα ήταν πάνω από 316 €/MWh. Για όλο το 2021, οι ανανεώσιμες κούρεψαν την τιμή κατά 40% κατά μέσο όρο. Χάρη σε αυτό το κούρεμα, οι ανανεώσιμες εξοικονόμησαν 2,5 δις ευρώ όλο το 2021, προς όφελος των καταναλωτών. Η εξοικονόμηση αυτή είναι 4 φορές μεγαλύτερη από το ρυθμιζόμενο τέλος ΕΤΜΕΑΡ [2].
Το όφελος αυτό και ο μηχανισμός τεκμηριώθηκε με ειδική μελέτη που εκπόνησε η ΕΛΕΤΑΕΝ για όλο το 2021 [3] και το ΑΠΘ για τον Δεκέμβριο 2021[4] .
Η ενεργειακή μετάβαση πρέπει να επιταχυνθεί [5]
Η ενεργειακή μετάβαση (δηλαδή η απεξάρτηση από τα ορυκτά ανθρακούχα καύσιμα) πρέπει να επιταχυνθεί για να είμαστε ανεξάρτητοι από γεωπολιτικά παιχνίδια των χωρών που εξάγουν ορυκτά καύσιμα και προστατευμένοι από αντίστοιχες ανατιμήσεις στο μέλλον. Όπως μάλιστα δήλωσαν σε κοινή τους παρέμβαση πριν από λίγους μήνες, και συγκεκριμένα την 19/10/2021, οι 19 επικεφαλής των μεγαλύτερων ηλεκτρικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη, μεταξύ των οποίων οι EDF, EDP, Enel, Iberdrola και ΔΕΗ, “Η σημερινή κατάσταση προκλήθηκε από τις αυξήσεις της τιμής των ορυκτών καυσίμων και όχι από την ίδια την ενεργειακή μετάβαση (…) Αντίθετα, η ενεργειακή μετάβαση, η οποία θα μείωνε δραστικά τη χρήση ορυκτών καυσίμων, εξελίσσεται πολύ αργά. Αυτό θα πρέπει να μας παρακινήσει να διπλασιάσουμε τις προσπάθειες απαλλαγής από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Οι προσπάθειες αυτές θα μειώσουν την εξάρτηση της ΕΕ από εισαγόμενους πόρους (άνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο) και θα συμβάλουν στο να αποφευχθούν επαναλαμβανόμενες εμφανίσεις παρόμοιων γεγονότων στο μέλλον”.
[1] https://www.dei.gr/el/dei-omilos/i-dei/dimosiefseis/miniaia-pliroforiaka-deltia/miniaia-timi-ekkatharisis-agoras-tis-pro-imiresias-agoras/
[2] https://eletaen.gr/dt-eletaen-meleti-ofelos-ap/
[3] https://eletaen.gr/meleti-dieisdidi-ape-kai-times/
[4] https://eletaen.gr/dt-eletaen-diplo-oikonomiko-ofelos-apo-ap/
[5] https://eletaen.gr/arthro-papastamatiou-capital-energeiaki-metavasi/