Η εποχή της άφθονης και φτηνής ενέργειας έχει παρέλθει. Το αισιόδοξο σενάριο είναι η ανάδυση της καθαρής ενέργειας. Σε συνθήκες όμως αβεβαιότητας και πολυπλοκότητας, ο κίνδυνος αναπαραγωγής των γνωστών κομματικο-πελατειακών σχέσεων και των ενεργειακών αναπαλαιώσεων των ορυκτών καυσίμων που καθηλώνουν τόσο χρόνια την χώρα είναι μεγάλος.
Η Ευρώπη βρίσκεται στην καρδιά της ενεργειακής κρίσης. Μέχρι πριν 2 μήνες οι ροές φυσικού αερίου από την Ρωσία προς την Ευρώπη ήταν μειωμένες σε σχέση με πέρσι κατά 35%, στη συνέχεια μειώθηκαν κατά 45% και τις τελευταίες 2 εβδομάδες είναι μειωμένες κατά 65%. Η μεγαλύτερη οικονομία της, η Γερμανία, βρίσκεται ένα βήμα πριν την επιβολή δελτίου, καθώς υποχρεώθηκε να ενεργοποιήσει το δεύτερο επίπεδο του σχεδίου έκτακτης ανάγκης για ενεργειακή επάρκεια, και ο Γερμανός Υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ προειδοποίησε για φαινόμενο Lehman Brothers στο ενεργειακό σύστημα.
Μάλιστα, ο επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας ΙΕΑ, Φατίχ Μπιρόλ, προειδοποίησε σε συνέντευξή του στους Financial Times πριν λίγες μέρες ότι η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί άμεσα για την πλήρη διακοπή των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου αυτόν τον χειμώνα. Κάλεσε επίσης όλες τις χώρες να δουλέψουν συστηματικά και αποτελεσματικά στην βασική στρατηγική κατεύθυνση της ενθάρρυνσης επενδύσεων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) και εξοικονόμησης ενέργειας, ώστε να περιορίσουν τη ζήτηση ορυκτών καυσίμων.
Συνεπώς, η Ελλάδα, όπως και όλη η Ευρώπη, θα πρέπει να ανεβάσει ταχύτητα στον αγώνα δρόμου για την ενεργειακή της αυτονομία, προωθώντας «καθαρές», εγχώριες ενεργειακές επιλογές. Όσο καθυστερεί, τόσο το κόστος θα ανεβαίνει για τους πολίτες. Όσο οι βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις εκλαμβάνονται ως στρατηγικό πλεονέκτημα, τόσο περισσότερο θα εντείνεται η πίεση στην κοινωνία.
Από το Απρίλιο του 2021, στην ετήσια έκθεση εποπτείας του ενεργειακού τομέα, το Institute for Energy Economics and Financial Analysis (IEEFA) αποφάνθηκε ρητά ότι η εποχή του αερίου ως «καυσίμου-γέφυρας» για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια έχει πλέον παρέλθει. Είναι εφικτή δηλαδή η παράκαμψη του φυσικού αερίου και η κατ’ ευθείαν μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Πρόσφατες μελέτες εξειδικευμένων οργανισμών σχεδιασμού (όπως η Artelys) επισημαίνουν πως τα κόστη (υποδομών) είναι σχεδόν διπλάσια στην περίπτωση υποκατάστασης ρωσικού αερίου με υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ) αντί για ανανεώσιμες. Επιπλέον, σε αυτή την περίπτωση, οι χώρες θα έχουν νέα, μεγάλη έκθεση στις παγκόσμιες αγορές ΥΦΑ και στη μεταβλητότητα των τιμών τους.
Όμως, η Ελλάδα μοιάζει ότι ακολουθεί αυτήν τη λάθος διαδρομή υψηλού κινδύνου.
Είναι χαρακτηριστικό πως το 40% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2021 προήλθε από φυσικό αέριο, ποσοστό το οποίο έχει αυξηθεί κατά 2,5 φορές σε σχέση με μία δεκαετία πριν. Μάλιστα, το 2020, η παραγωγή ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 1/3 σε σχέση με το 2019. Και όλα αυτά, ενώ η χώρα μας ήταν το μοναδικό κράτος-μέλος στην Ένωση, που αύξησε κατά 25% την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, εν μέσω κρίσης, με την ελληνική κοινωνία να πληρώνει βαρύ τίμημα.
Είναι επίσης η μοναδική χώρα που έχει υποβαθμίσει τον ρόλο και την αξία των βασικών υποδομών παράκαμψης του φυσικού αερίου.
Ποιες είναι αυτές; Τα ηλεκτρικά δίκτυα και η αποθήκευση.
Όσον αφορά στην αποθήκευση, ώριμες τεχνολογίες, όπως είναι οι μπαταρίες, η αντλησιοταμίευση και η θερμική αποθήκευση, που αντιμετωπίζουν το διακοπτόμενο χαρακτήρα των ΑΠΕ και παρέχουν με καθαρό τρόπο τη σταθερότητα που δίνουν στο σύστημα τα ορυκτά καύσιμα, δεν αξιοποιούνται. Όσον αφορά στα ηλεκτρικά δίκτυα, είναι κορεσμένα σχεδόν σε όλη τη χώρα, αδυνατώντας να απορροφήσουν την παραγόμενη καθαρή ενέργεια. Συνεπώς, οι ΑΠΕ δεν διαχέονται σε πολίτες, επιχειρήσεις, αγρότες, ενεργειακές κοινότητες, ώστε να είναι καλύτερα προστατευμένοι στις διακυμάνσεις των τιμών των αγορών. Η προώθηση των ΑΠΕ γίνεται κατά βάση μέσω φαραωνικών έργων, με μονοπώλιο επενδυτών, και με τους πολίτες «αποκλεισμένους», όχι μόνο από αυτές τις μεγάλες επενδύσεις ΑΠΕ, αλλά και από τις μικρότερες. Επιπλέον, τα χρήματα ενίσχυσης/ εκσυγχρονισμού δικτύων, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, είναι πολύ περιορισμένα. Τέλος, καμία πρόβλεψη δεν υπάρχει για επέκταση της διασυνδεσιμότητας του δικτύου με την υπόλοιπη Ευρώπη. Κανένα μελλοντικό ηλεκτρικό σύστημα δεν μπορεί να επιζήσει εάν δεν έχει ευρύχωρες διεθνείς διασυνδέσεις.
Το παλιό και χαμηλής διασυνδεσιμότητας δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, με την απουσία αποθήκευσης, είναι λοιπόν ο μεγάλος ασθενής του ενεργειακού συστήματος. Η αύξηση όμως του διαθέσιμου ηλεκτρικού χώρου και η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό από όλους τους πολίτες δεν είναι μόνο τεχνική προϋπόθεση για την απεξάρτηση από το (ρωσικό) αέριο. Είναι θεμελιώδες ζήτημα ενεργειακής δημοκρατίας.
Η εποχή της άφθονης και φτηνής ενέργειας έχει παρέλθει. Το αισιόδοξο σενάριο είναι αυτή η ενεργειακή καταιγίδα να οδηγήσει στο ξέφωτο της καθαρής ενέργειας. Σε συνθήκες όμως αβεβαιότητας και πολυπλοκότητας, ο κίνδυνος αναπαραγωγής των γνωστών κομματικο-πελατειακών σχέσεων και των ενεργειακών αναπαλαιώσεων των ορυκτών καυσίμων που καθηλώνουν τόσο χρόνια την χώρα είναι μεγάλος. Και αυτός ο κίνδυνος μεγαλώνει αν σκεφτεί κανείς πως οι μόνες σίγουρες νέες επενδύσεις που ακούμε σήμερα για την χώρα μας αφορούν σε νέους σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Αναπότρεπτα, το ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορούν να προχωρήσουν τα πράγματα πέρα από τις ρητορείες και τις πράσινες διακηρύξεις, ενώ τα συμφέροντα που μας έφτασαν ως εδώ παραμένουν ανέπαφα.
Αυτό θα είναι το πολιτικό διακύβευμα το επόμενο διάστημα.