Η κρίση με το φυσικό αέριο και ο δεκαπλασιασμός της τιμής του μπορεί να φέρει τα υπεράκτια αιολικά πάρκα στην πρώτη γραμμή. Να ανοίξει, δηλαδή, ο φάκελος που κοιμάται 12 ολόκληρα χρόνια.
Αν μπορούμε να ερμηνεύσουμε σωστά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού σε πρόσφατη συνέντευξη στο CNN, η Ουκρανική κρίση προκάλεσε τέτοιες αναταράξεις στην αγορά ενέργειας, που ανάγκασε τις κυβερνήσεις και την ΕΕ σε έκτακτα (;) μέτρα τα οποία δεν συνάδουν και τόσο με την φιλελεύθερη αγορά. Η αρχή, δηλαδή, πως οι καταναλωτές πρέπει να πληρώνουν ανάλογα με το κόστος παραγωγής (προμήθειας) παραβιάζεται πλέον ενσυνειδήτως λόγω του πολιτικού κόστους που επιφέρει η αύξηση των τιμών.
Στη συνέντευξη δηλώθηκε σαφώς ότι οι επιδοτήσεις ρεύματος θα «μονιμοποιηθούν» τόσο στο επίπεδο των νοικοκυριών, όσο και στο επίπεδο των επιχειρήσεων. Οι τελευταίες μάλιστα θα πάρουν ενίσχυση ανάλογη με τη μείωση της παραγωγής τους. Δηλαδή, αυτό που άλλοτε ήταν δείκτης της ανάπτυξης – η κατανάλωση ενέργειας – σήμερα καθίσταται βάρος για την οικονομία, η οποία μάλιστα καλείται να συρρικνωθεί για να αντέξει στην πίεση. Πέραν από το γεγονός ότι οι επιδοτήσεις συνιστούν στρέβλωση, βλέπουμε πως το κράτος επανέρχεται και υποδύεται ρόλους που νομίζαμε ότι έχουν εξοριστεί από το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα. Η εξίσωση η οποία βασιζόταν σε μια σταθερή λίγο-πολύ αναλογία του αθροίσματος δημόσιο + ιδιωτικό χρήμα αλλάζει και πάλι, καθιστώντας αδύνατη την πρόβλεψη του μέλλοντος στο επενδυτικό (και όχι μόνο) περιβάλλον.
Στην ελληνική περίπτωση, βλέπουμε επιπλέον την επιστροφή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή (για δυο χρόνια είπε ο πρωθυπουργός) και την πρόταση για αλλαγή στον μηχανισμό ρύθμισης με βάση την οριακή τιμή. Αυτό βέβαια το δεύτερο αναβαθμίζει τη συμβολή των ΑΠΕ στο σύστημα, το ερώτημα όμως είναι τι μπορεί να αλλάξει στο ρυθμό διείσδυσής τους στο ενεργειακό μίγμα και με ποιό χρονικό ορίζοντα. Αν δεχτούμε δηλαδή, για παράδειγμα, ότι η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων στην αυτοκίνηση πρέπει να καταργηθεί το 2030, είναι προφανές ότι η ηλεκτροπαραγωγή δεν μπορεί να βασίζεται στο φυσικό αέριο γιατί αυτό θα είναι μαϊμουδιά.
Από την άλλη μεριά, η ανάπτυξη των ΑΠΕ στο ηπειρωτικό δίκτυο δεν έχει τεράστια περιθώρια αύξησης και τα νησιά βρίσκονται σε «κοινωνικό αποκλεισμό»: Δεδομένων των αντιδράσεων (ιδίως για τα αιολικά) και ενός ανεξήγητου πολιτικού οπορτουνισμού, θα πρέπει να κρατάμε πολύ μικρό καλάθι, ενώ κάθε πρόβλεψη θα πρέπει να δοκιμάζεται στο εργαστήριο της (πολύπλοκης) πραγματικότητας.
Θα μπορούσε, βέβαια, κανείς να επαναφέρει τη συζήτηση στα Θαλάσσια Αιολικά Πάρκα (ΘΑΠ) για τα οποία βγήκε μάλιστα τις προάλλες και μίλησε «έξω απ’ τα δόντια» ο πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτροπαραγωγών ΑΠΕ και ταυτοχρόνως πρόεδρος της ΤΕΡΝΑ κ. Γ. Περιστέρης, λέγοντας βέβαια το αυτονόητο – ότι χάσαμε 12 ολόκληρα χρόνια. Θύμισε, δηλαδή, ότι οι διαδικασίες οι οποίες ξεκίνησαν πριν το 2010 έμειναν στην συνέχεια μετέωρες – με μικρές δόσεις ψευτοενεργοποίησης, οι οποίες μάλλον ήταν «για τα μάτια» θα προσθέσουμε εμείς.
Για την ιστορία να θυμίσουμε ότι η αφετηρία ήταν ακόμα νωρίτερα, αφού η εγκατάσταση ΘΑΠ στην Ελλάδα προβλέφθηκε αρχικά με το ν. 3468/2006, ο οποίος στο άρθρο 7 (που δεν έχει τροποποιηθεί από την ψήφισή του και εξακολουθεί να ισχύει) προέβλεψε ότι «οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. επιτρέπεται να εγκαθίστανται και να λειτουργούν … σε αιγιαλό, σε παραλία, στη θάλασσα ή στον πυθμένα της». Ακολούθως, το 2008, θεσπίσθηκε το «Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Α.Π.Ε.» που περιλαμβάνει πρόβλεψη για θαλάσσια αιολικά πάρκα (άρθρο 5, παρ. 1δ) και θέτει αρχικά κριτήρια χωροθέτησης για αυτά (άρθρο 10). Συνολικά, έως τον Ιούνιο 2010, είχαν ήδη υποβληθεί 36 αιτήσεις για χορήγηση αδειών παραγωγής για ΘΑΠ ισχύος 5,3 GW.
Τω καιρώ εκείνω, θυμάμαι ότι είχε οργανωθεί στη Λήμνο – μια από τις υποψήφιες περιοχές – μια πολυπληθής ημερίδα (με πάνω από 300 άτομα) για την παρουσίαση της ευκαιρίας που ανοιγόταν στο Αιγαίο και στα νησιά, στα οποία το ετήσιο κόστος της ηλεκτροπαραγωγής (2010) ανερχόταν κατά τον κ. Μπουλαξή, πρόεδρο της ΡΑΕ, στα 500 εκ. ευρώ (πετρέλαιο). Θυμάμαι ακόμα την εισήγηση του προσκεκλημένου Δανού μηχανικού, ειδικού στα θαλάσσια πάρκα, Χανς Μπιέρεγκαρντ, ο οποίος αναφέρθηκε στην εμπειρία της χώρας του και ιδιαίτερα στα συμμετοχικά επενδυτικά σχήματα. Οι περισσότερες εταιρείες των αιολικών (παράκτιων και χερσαίων) βρίσκονται στα χέρια συνεταιρισμών, οργανισμών της αυτοδιοίκησης και απλών ιδιωτών. Η καλή απόδοση των επενδύσεων δίνει ένα εγγυημένο εισόδημα στους κατοίκους και τους καθιστά μετόχους μιας σπουδαίας και φιλικής προς το περιβάλλον τεχνολογίας που φέρνει τη Δανία στην πρώτη σειρά των χωρών της Ευρώπης στις εφαρμογές αυτές (αλλά και στις εξαγωγές τεχνολογίας).
Ως που ήρθε ο νόμος Μπιρμπίλη (2010) επί κυβερνήσεως ΓΑΠ που κατήργησε όλα τα προηγούμενα, ως μη όντα και ως μη γενόμενα, και είπε ξεχάστε τα αυτά, θα κάνουμε εθνικό σχεδιασμό, και μετά ήρθε ο Σύριζα ο οποίος δεν μπορούσε να διαλέξει μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής οικονομίας και προτίμησε να νήψει τας χείρας μοιράζοντας όμως δεξιά κι αριστερά μελέτες για «ωρίμανση» (αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ). Με αυτά και με πολλά άλλα που για συντομία παραλείπουμε, φτάσαμε στο σήμερα, όπου χρειάστηκε ένας Περιστέρης για να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
Εν μέρει, γιατί ίσως υπάρχουν και πράγματα που δεν ελέχθησαν ή που είναι δύσκολο να αποδειχθούν. Η άποψή μας είναι, δηλαδή, ότι δεν φτάνει μόνο το κακό επενδυτικό κλίμα της εποχής των μνημονίων για να εξηγήσει την τόση απραξία για μια ολόκληρη δεκαετία και βάλε. Ότι 5,3 GW «πετάχτηκαν στη θάλασσα» και τόσες μελέτες έμειναν στα συρτάρια λόγω απλής αδιαφορίας.
Ως εκ τούτου νομιμοποιείται κάποιος να κάνει και άλλες υποθέσεις: για ανταγωνιστικά επενδυτικά σχέδια τα οποία υπερίσχυσαν, για αδυναμία του ΑΔΜΗΕ να εκτελέσει τα έργα σύνδεσης (υποθαλάσσια καλώδια και υποσταθμοί) ή για απλή ανικανότητα του κράτους να κάνει τους σωστούς διαγωνισμούς (το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι και το πιθανότερο). Όμως κανένας δεν αισθάνθηκε ποτέ την υποχρέωση να πει δυο λόγια; Δεν είναι κακό να κάνεις λάθη. Ούτε και να παραδέχεσαι την αδυναμία σου. Κακό είναι να προσποιείσαι ότι δεν συμβαίνει τίποτα.