Η επαναφορά της συζήτησης και των κινητοποιήσεων για την «μη ιδιωτικοποίηση του νερού» με αφορμή κάποια δευτερεύουσα κυβερνητική πράξη (δημιουργία ρυθμιστικής αρχής) επιβεβαιώνει ότι τα κίνητρα των υποκινητών είναι προσχηματικώς περιβαλλοντικά και αποκαλύπτουν έλλειψη σοβαρών αντιπολιτευτικών ζητημάτων.
Στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, αλλά και σε πολλές αναπτυσσόμενες, η εξυπηρέτηση των αναγκών για πόσιμο νερό είναι στην αρμοδιότητα και την ευθύνη της τοπικής αυτοδιοίκησης. Με άλλα λόγια, η αυτοδιοίκηση είναι η θεσμικά και συχνά συνταγματικά προσδιορισμένη δομή για την διαχείριση των υπηρεσιών τροφοδοσίας αλλά και καθαρισμού του νερού. Η αυτοδιοίκηση μπορεί να ασκεί αυτήν την αρμοδιότητα είτε απευθείας (με τους δικούς της οργανισμούς) είτε να την αναθέτει σε τρίτους με τη μορφή συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.
Στην περίπτωση που την διαχείριση του νερού την έχει ιδιωτική εταιρεία, η κυριότητα του πόρου, των δικτύων και των λοιπών συνοδών εγκαταστάσεων ανήκει στο δημόσιο (με την ευρεία έννοια του όρου). Τελευταία, με τις συμβάσεις παραχώρησης, οι ιδιωτικές εταιρείες μπορούν να κατέχουν μέρος ή και το σύνολο των υποδομών εφόσον τις έχουν χρηματοδοτήσει, τουλάχιστον για το διάστημα που διαρκεί η παραχώρηση. Κλασσικό παράδειγμα της δεύτερης κατηγορίας αποτελούν οι μονάδες αφαλάτωσης, που πολύ συχνά είναι έργο ιδιωτικών επενδύσεων, και αποδίδουν στην κοινότητα (τον συμβαλλόμενο) νερό εγγυημένης ποιότητας σε συμφωνημένη τιμή. Στην περίπτωση αυτή, και εφόσον η επένδυση έχει γίνει με σωστό τρόπο από οικονομοτεχνική και περιβαλλοντική άποψη, υπάρχει και πλήρης ανάκτηση του κόστους κατά το πνεύμα της Οδηγίας 2000/60 ΕΚ (Ν. 3199/2003). Αυτό σημαίνει ότι στο κόστος του νερού ενσωματώνονται τα μέτρα αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, οι δαπάνες καθαρισμού με βάση τα πρότυπα ποιότητας, και οι εγκαταστάσεις.
Αντίθετα, στην πλειονότητα των κλασσικών εφαρμογών ύδρευσης δεν υπάρχει κατά κανόνα ενσωμάτωση του «εξωτερικού κόστους» ή υπάρχει μερική ενσωμάτωση, αφού ένα μεγάλο μέρος των υποδομών καλύπτεται από δημόσιες δαπάνες (π.χ. τα έργα του Μόρνου), ενώ το περιβαλλοντικό κόστος στο επίπεδο της λεκάνης απορροής δεν καλύπτεται καθόλου (π.χ. εξάντληση των υπόγειων υδροφορέων, εκτροπή ποταμών, στέρηση νερού από άλλους φυσικούς αποδέκτες). Έτσι, σε πολλά δημοτικά/δημόσια συστήματα υδροδότησης, το επιπλέον αφανές κόστος μετακυλίεται στον γενικό πολίτη/καταναλωτή, ενώ το περιβαλλοντικό κόστος κυρίως στις επόμενες γενιές ή σε κάποιον γείτονα (ανεξάρτητα αν αυτός εν τέλει θα το καταβάλλει).
Ανάκτηση του κόστους δεν συντελείται επίσης και σε όλες εκείνες τις ιδιωτικές (ή και δημόσιες) υδροληψίες όπως είναι για παράδειγμα οι γεωτρήσεις, πολλά ενεργειακά έργα κτλ., αλλά κυρίως στο νερό για αγροτικές χρήσεις. Η ανάκτηση βέβαια του κόστους – όπως και οι ακριβείς υπολογισμοί – είναι αντικείμενο πολλών και διαφορετικών μεθοδολογικών προσεγγίσεων, όμως εν τέλει δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί αν το νερό δεν αποκτήσει το οικονομικό του ανάλογο, ή αν δεν ενσωματωθεί σε κάποιον από τους μηχανισμούς της αγοράς.
Σταδιακά λοιπόν ο αρχικός χαρακτήρας του νερού «ως φυσικού πόρου σε ελεύθερη πρόσβαση» καταργείται στον βαθμό που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπεισέρχονται ρυθμιστικοί παράγοντες που διαφοροποιούν τόσο τη χρήση (δικαίωμα) όσο και την ελευθερία στην πρόσβαση (τιμολόγηση). Βέβαια, πολλοί καταναλωτές, που είτε δεν κατανοούν είτε δεν θέλουν να κατανοήσουν την παραπάνω πραγματικότητα, συνεχίζουν να θεωρούν ως αναφαίρετο το δικαίωμά τους στην ελεύθερη χρήση (αν είναι δυνατόν και δωρεάν), παραβλέποντας είτε από άγνοια είτε από εθελοτυφλία ότι το πραγματικό ή το αγοραίο κόστος δεν μπορούν να εξαφανιστούν. Έτσι, το αίτημα για «φτηνό νερό» γίνεται εργαλείο στα χέρια του λαϊκισμού και το κλίμα που αυτό δημιουργεί αναγκάζει πολλούς τοπικούς άρχοντες να επιδοτούν την τιμή του, παρέχοντας μια «κοινωνική υπηρεσία» που κάποιοι άλλοι θα πληρώσουν (ας πούμε το εν γένει κράτος) που για να το καταφέρει, όταν δεν έχει πλεονάσματα, θα δανειστεί και αργότερα για να πληρώσει τα χρέη θα κόψει τους μισθούς και τις συντάξεις.
Έχει λεχθεί ανεκδοτολογικά ότι «ευτυχισμένος καταναλωτής είναι αυτός που δεν θέλει να ξέρει». Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να πει και για ένα ευτυχισμένο αριστερό, οικολόγο κτλ. Είναι για παράδειγμα γεγονός ότι σε πολλούς δήμους, η ακαταλληλότητα του νερού στέφει την μεγάλη πλειονότητα των δημοτών αλλά και των τουριστών στην κατανάλωση εμφιαλωμένου νερού που στοιχίζει γύρω στις 1000 φορές περισσότερο, χωρίς όμως αυτό να προκαλεί κανενός είδους επανάσταση, αφού έχει ενσωματωθεί στα πρότυπα συμπεριφοράς ως κάτι φυσικό και αναπόφευκτο και όχι ως συνομωσία του μεγάλου κεφαλαίου (που όντως είναι). Με βάση τα στατιστικά στοιχεία του 2010, η ετήσια κατανάλωση εμφιαλωμένου νερού παγκοσμίως φτάνει τα 200.000.000.000 λίτρα.
Αντίστοιχος είναι και ο ιδεολογικο-πολιτικός διάλογος γύρω από την ιδιωτικοποίηση του νερού. Οι υπερασπιστές του δημοτικού/κρατικού χαρακτήρα των σχετικών επιχειρήσεων χρησιμοποιούν επιχειρήματα του τύπου «το νερό είναι αναπαλλοτρίωτο δημόσιο αγαθό» και «η οικονομική κρίση (;) στην Ελλάδα δεν θα πρέπει να αποτελέσει την αφορμή και τη δικαιολογία για εκχώρηση της διαχείρισης των υπηρεσιών ύδρευσης-αποχέτευσης σε ιδιωτικά συμφέροντα που δεν παρέχουν καμία απολύτως εγγύηση για την προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος» (ανακοίνωση της Ένωσης Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης- Αποχέτευσης στις 22/4/2013).
Καταρχήν να πούμε ότι η έννοια του δημόσιου αγαθού (common good) σηκώνει πολλαπλές ερμηνείες όταν δεν ορίζεται ή όταν ξεχειλώνει για να χωρέσει σε ιδεολογικά στερεότυπα. Έτσι και οι δρόμοι είναι δημόσια αγαθά (ασχέτως αν τους έχουν κατασκευάσει ιδιώτες) και άρα δεν πληρώνουμε διόδια. Πολλοί ισχυρίζονται βέβαια ακόμη ότι και η ενέργεια είναι δημόσιο αγαθό, και άρα πρέπει να υπόκειται σε απόλυτα κρατικό έλεγχο – άσχετα αν αυτό έχει ακυρωθεί ήδη από την εποχή που ανακαλύφθηκε η φωτιά: κανείς δεν ζήτησε να κρατικοποιηθούν οι ξυλόσομπες ούτε βέβαια τα φωτοβολταϊκά που έχουμε στη στέγη μας. Γιατί όμως δεν είναι δημόσιο αγαθό το ψωμί ή/και η ασύρματη τηλεφωνική επικοινωνία;
Η συζήτηση είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη και με αφορμή πρόσφατες προεκλογικού χαρακτήρα κινητοποιήσεις εναντίον της επικείμενης (;) ιδιωτικοποίησης οργανισμών ή υπηρεσιών ύδρευσης, των οποίων το καθεστώς πολύ απέχει από το σοσιαλιστικό όραμα μιας κρατικοποιημένης οικονομίας στους «στρατηγικούς τομείς» (άλλος προσφιλής και αδιευκρίνιστος όρος). Ας δούμε όμως και τις πραγματικότητες: η ΕΥΔΑΠ για παράδειγμα είναι ήδη ανώνυμη εταιρεία στο χρηματιστήριο, και στο μετοχικό της κεφάλαιο μετέχουν εκτός του ελληνικού δημοσίου (ΤΑΥΠΕΔ- 61,3%) και της Τράπεζας Πειραιώς (10%), εκατοντάδες άλλοι μικρο-μεγαλομέτοχοι, ενώ στην περίπτωση της ΕΥΑΘ, με την πρόσφατα εξαγγελθείσα πώληση από το μερίδιο του δημοσίου (74%), αναμένεται σύντομα η πολυεθνική Suez να επιχειρήσει να διευρύνει το 5% που ήδη κατέχει. Παράλληλα, δυο μεγάλες εργοστασιακές μονάδες της ΕΥΑΘ έχουν παραχωρηθεί για πενταετή εκμετάλλευση σε κοινοπραξία της ως άνω πολυεθνικής με τεχνική εταιρεία.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η πώληση των κρατικών επιχειρήσεων είναι αναγκαστικά η καλύτερη λύση. Η απάντηση είναι κατά περίπτωση και με βάση τις ψύχραιμες και αντικειμενικές εκτιμήσεις. Η εξέλιξη όμως δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να καθοδηγηθεί από συνδικαλιστικές σκοπιμότητες ή από αντιπαλότητες κομματικού χαρακτήρα: η γάτα δεν πειράζει να είναι μαύρη ή άσπρη, αρκεί να πιάνει ποντίκια. Να πούμε και για την ιστορία ότι η ιδιωτικοποίηση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ ξεκινάει από την εποχή του ΠΑΣΟΚ και τις νομοθετικές πράξεις 2744/1999 και 2651/1998 που εισάγουν το μοντέλο των κοινοπρακτικών σχημάτων (Joint Ventures) με απορρόφηση των παγίων από τις νέες εταιρείες παγίων, ενώ το δημόσιο έχει ως βασικό ρόλο να προμηθεύει τις ιδιωτικού πλέον χαρακτήρα επιχειρήσεις με ακατέργαστο νερό έναντι ετησίου τιμήματος. Κάτι σαν ΣΔΙΤ δηλαδή που ως γενική σύλληψη είναι στη σωστή κατεύθυνση, άσχετα αν δεν προσφέρεται για ανώριμες κοινωνίες.