Η Ευρώπη πρέπει να απεξαρτηθεί από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα υποστηρίζοντας τη στροφή των οικιακών καταναλωτών στις ΑΠΕ και την ηλεκτροκίνηση, αν χρειαστεί και με κρατική χρηματοδότηση.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανάγκασε την Ευρωπαϊκή Ένωση να δει επιτέλους κατάματα τη μακροπρόθεσμη εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Το συμπέρασμα είναι σαφές: η ΕΕ πρέπει να απεγκλωβιστεί τώρα. Αλλά καθώς θα προετοιμάζεται να αναθεωρήσει τάχιστα την ενεργειακή της πολιτική, το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι εάν οι ιθύνοντες θα επιλέξουν την πράσινη μετάβαση ή θα περιοριστούν στις συμβατικές λύσεις των ορυκτών καυσίμων.
Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 8ης Μαρτίου 2022, REPowerEU, παρουσιάζει αυτό το σταυροδρόμι ως μονόδρομο. Δεδομένου του βαθμού εξάρτησης των κρατών-μελών από τα ορυκτά καύσιμα, η Επιτροπή βλέπει μόνο μία βραχυπρόθεσμη λύση: να δημιουργήσει αποθέματα φυσικού αερίου και πετρελαίου όπως μπορεί και παράλληλα να διαπραγματευθεί προμήθειες από τρίτες χώρες για τον επόμενο χειμώνα.
Φυσικά και προτείνει να ενισχυθεί η πράσινη μετάβαση και να επιταχυνθεί η ηλεκτροκίνηση και η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν αναμένει αποτελέσματα πριν από το 2030. Η πρότασή της είναι επομένως «business as usual», βάσει του οδικού χάρτη της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
Στρατηγικά τρωτά σημεία
Το μάθημα για την Ευρώπη από την Ουκρανική κρίση είναι ότι η εξάρτησή της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα υπερβαίνει τον γεωπολιτικό κίνδυνο. Και θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στις στρατηγικές αδυναμίες που δημιουργεί η συγκεντρωτική διαχείριση των ενεργειακών συστημάτων. Καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο πυρηνικό εργοστάσιο της Ευρώπης στη Ζαπορίζια, ο ρωσικός στρατός μπόρεσε με μία μόνο κίνηση να πάρει τον έλεγχο ενός σημαντικού μέρους της παραγωγικής ικανότητας της Ουκρανίας.
Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί στα κράτη μέλη της ΕΕ, ακόμη και χωρίς τα ρωσικά στρατεύματα να πατήσουν το πόδι τους στο έδαφός της. Η Ρωσία έχει ήδη αποδείξει την ικανότητά της να χακάρει τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής των Δυτικών κρατών, ενώ και οι αλυσίδες εφοδιασμού από τρίτες χώρες είναι εύκολοι στόχοι. Φανταστείτε μια Ευρώπη χωρίς φυσικό αέριο και πετρέλαιο από τη Μέση Ανατολή, εάν ένας ξένος αντίπαλος αποφάσιζε να απενεργοποιήσει τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής. Πόσο καιρό θα μπορούσε η ΕΕ να αντέξει πολιτικά μια τέτοια πίεση προτού να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Ρωσίας;
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επιστήμονες συνεργάστηκαν με τον στρατό για να εφεύρουν το Διαδίκτυο (για την ακρίβεια, την έννοια της πακετομεταγωγής κόμβων δικτύου) ακριβώς ως απάντηση στην ευπάθεια των επικοινωνιών. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όλες οι κυβερνητικές και στρατιωτικές τηλεπικοινωνίες διεκπεραιώνονταν μέσα από λίγους κεντρικούς διακόπτες, οι οποίοι ήταν ογκώδεις, προηγμένοι, πανάκριβοι και άψογοι – αλλά εξαιρετικά ευάλωτοι.
Η RAND Corporation προειδοποίησε τότε ότι η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να καταστρέψει ολόκληρη την υποδομή επικοινωνιών των ΗΠΑ με λίγα στρατηγικά όπλα. Η λύση ήταν η ριζική αποκέντρωση με ένα εκτεταμένο δίκτυο που δεν θα μπορούσε ποτέ να καταστραφεί με στοχευμένες επιθέσεις, όσο πολυάριθμες κι αν ήταν.
Αποκεντρωμένες υποδομές
Η εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού αποτελεί τη μόνη βραχυπρόθεσμη βιώσιμη λύση για το ευρωπαϊκό ενεργειακό δίκτυο από τη στιγμή που η εισβολή στην Ουκρανία αποκάλυψε πόσο στρατηγικά ευάλωτο είναι. Η Ευρώπη πρέπει να ξεκινήσει άμεσα τη δημιουργία μιας ριζικά αποκεντρωμένης ενεργειακής υποδομής, που θα συμπληρώνει το υπάρχον σύστημα και θα την θωρακίζει απέναντι σε εδαφικές διεκδικήσεις.
Το μοντέλο είναι γνωστό και απλό: φωτοβολταϊκά στις στέγες και μικρές ανεμογεννήτριες, ει δυνατόν σε κάθε σπίτι, σταθμοί φόρτισης και ηλεκτρικά αυτοκίνητα σε κάθε ιδιωτικό και δημόσιο χώρο στάθμευσης, ένα «έξυπνο» δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας για την εξομάλυνση της κατανάλωσης κατά τη διάρκεια της ημέρας και μεταξύ διαφορετικών περιοχών, και μια σαφής πολιτική που θα δίνει προτεραιότητα στις απαραίτητες χρήσεις ενέργειας έναντι των μη απαραίτητων.
Περισσότερο μακροπρόθεσμα μέτρα, όπως σπίτια με μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα, διηπειρωτικά ηλεκτρικά τρένα, και νέα καύσιμα στις αερομεταφορές μπορούν να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα του συστήματος. Αλλά τα πρώτα βήματα μπορούν να γίνουν μέχρι το 2023.
Το παράδειγμα της Δανίας δείχνει ότι ο ενθουσιασμός των ιδιωτών για την πράσινη μετάβαση είναι μεγαλύτερος από ό,τι υποθέτουν οι ιθύνοντες. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι τι πρέπει να κάνουμε και αν οι πολίτες θα ακολουθήσουν, αλλά πώς θα αντιμετωπιστεί το κόστος της αναπροσαρμογής.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει να κηρύξει άμεσα την έναρξη της πράσινης μετάβασης καλώντας όλους τους ιδιοκτήτες ακινήτων και οχημάτων να εγκαταλείψουν τα ορυκτά καύσιμα και να στραφούν στην ηλεκτροκίνηση εντός ενός έτους. Ταυτόχρονα, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη θα πρέπει να δεσμευθούν ότι θα παράσχουν την απαραίτητη υποδομή, θα εξαλείψουν τυχόν ρυθμιστικά εμπόδια, θα εξασφαλίσουν μια δίκαιη αμοιβή για την παραγόμενη ενέργεια και, το πιο σημαντικό, θα χρηματοδοτήσουν την αρχική επένδυση.
Κρατική χρηματοδότηση
Αυτό είναι, φυσικά, η ουσία. Η κρατική χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης είναι νομικά δυνατή σύμφωνα με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις για περιπτώσεις εθνικής ασφάλειας (εάν το Συμβούλιο εγκρίνει ένα προσωρινό πλαίσιο που θα διευρύνει την ερμηνεία των άρθρων 346 και 348 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Είναι οικονομικά εφικτό, προκαλώντας αύξηση της ζήτησης, αφού οι Ευρωπαίοι παραγωγοί θα κερδίζουν από τη διαδικασία, αλλά και με την παροχή κρατικά επιδοτούμενων δανείων ή άμεσων επιδοτήσεων (ειδικά εάν αυτά στη συνέχεια πωλούνταν στη χρηματαγορά).
Το μόνο που λείπει είναι το πολιτικό leadership που απαιτείται σε καιρούς πολέμου για να αντιμετωπισθεί με αυτοπεποίθηση η κατάσταση.
Πηγή: Social Europe