Κάθε χρόνο υπολογίζεται ότι σε ολόκληρο τον κόσμο απορρίπτονται 11 δισεκατομμύρια τόνοι στερεών αποβλήτων. Μεγάλο μέρος αυτών των υλικών καταλήγει σε χωματερές ή ξεβράζεται στους ωκεανούς.
Από την άλλη μεριά, αρμόδιοι και μη οργανισμοί μας προτρέπουν όλο και περισσότερο να ανακυκλώνουμε μεγάλο μέρος από τα πλαστικά, το γυαλί, το χαρτί και τα ηλεκτρονικά μας είδη, σε μια προσπάθεια να μειώσουμε και την διάχυτη ρύπανση και την ανάγκη για όλο και μεγαλύτερες χωματερές, αλλά και το μεγάλο ανθρακικό αποτύπωμα των απορριμμάτων. Αυτό το τελευταίο είναι βέβαια δύσκολο να αποτιμηθεί, γιατί ένα μεγάλο μέρος της πληροφορίας χάνεται στη διαδικασία: από την παραγωγή των προϊόντων μέχρι την τελική τους εναπόθεση σε οργανωμένους χώρους ή χύδην στο περιβάλλον.
Πολλά ερωτήματα όμως παραμένουν αναπάντητα. Είναι για παράδειγμα σίγουρο ότι πολύς κόσμος ξέρει τι ακριβώς μπορεί και πρέπει να ανακυκλωθεί και τι όχι; Και ακόμα: πόσοι γνωρίζουν τον βαθμό τοξικότητας των απορριμμάτων ή/και το ενεργειακό τους περιεχόμενο;
Υπάρχει χρυσός στα τηλέφωνα;
Κάθε χρόνο, ολόκληρα βουνά ηλεκτρονικών απορριμμάτων «βγαίνουν από το σύστημα». Έχει υπολογισθεί ότι παγκοσμίως – για ένα έτος, το 2019 – 53,6 εκατομμύρια τόνοι ανεπιθύμητων smartphones, υπολογιστών, τηλεοράσεων και άλλων οικιακών συσκευών τερμάτισαν τη ζωή τους. Σε όγκο αυτό ισοδυναμεί με 350 κρουαζιερόπλοια τύπου Queen Mary, ενώ σε βάρος ζυγίζουν περισσότερο από όλους τους ενήλικες στην Ευρώπη μαζί. Και αυτά τα βουνά, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα, αυξάνονται συνεχώς. Οι παραπάνω ποσότητες προβλέπεται να φτάσουν τους 74 εκατομμύρια τόνους κατ’ έτος μέχρι το 2030.
Όμως, μέσα σε καθεμία από αυτές τις απορριφθείσες συσκευές υπάρχουν εκπληκτικές ποσότητες πολύτιμων μετάλλων – συμπεριλαμβανομένου του χρυσού, του ασημιού και της πλατίνας – που πρόκειται να χαθούν. Μόλις το 17,4% των ηλεκτρονικών απορριμμάτων συλλέγεται και ανακυκλώνεται, σύμφωνα με την υπηρεσία Παγκόσμιας Παρακολούθησης E-Waste του ΟΗΕ.
Εάν θέλατε να εξάγετε τα πολύτιμα μέταλλα από έναν τόνο smartphones θα βρισκόσασταν στο τέλος με 70 κιλά χαλκό, 15 κιλά λιθίου, 1 κιλό ασήμι και 235 γραμμάρια χρυσό. Αυτή η ποσότητα χρυσού είναι αρκετή για να φτιάξετε κάπου ανάμεσα σε 26-78 βέρες. Αν βέβαια τις χρειαζόσασταν.
Η ανακύκλωση μειώνει σημαντικά τις εκπομπές
Η ανακύκλωση είναι καλή για το κλίμα. Αλλά δεν είναι μια απλή εξίσωση – ορισμένες διαδικασίες ανακύκλωσης παράγουν αέρια θερμοκηπίου από μόνες τους. Ωστόσο, η ανακύκλωση μειώνει επίσης την ανάγκη χρήσης πρόσθετων φυσικών πόρων, συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών καυσίμων που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των περισσότερων πλαστικών και χαρτικών.
Για κάθε τόνο χαρτιού που ανακυκλώνεται, για παράδειγμα, μπορούν να εξοικονομηθούν 17 δέντρα, και έτσι το νερό που χρησιμοποιείται στην οικεία βιομηχανία μειώνεται κατά 50%. Εκτιμάται επίσης ότι η ανακύκλωση έχει τη δυνατότητα να μειώσει τις εκπομπές CO2 κατά 10,4-11,2 Gt (δισ τόνοι) για την 30ετία μεταξύ 2020-2050, πράγμα που θα ισοδυναμούσε με την ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπει η Ιαπωνία σε ένα χρόνο. Αυτή όμως η ποσότητα αποτελεί όχι πρόβλεψη, αλλά θεωρητικό δυναμικό. Η κομποστοποίηση μειώνει επίσης τις εκπομπές άνθρακα που σχετίζονται με τα τρόφιμα κατά 14% σε σύγκριση με την απόρριψή τους σε χώρους υγειονομικής ταφής .
Το μεγάλο όμως ερώτημα είναι γιατί άλλες χώρες εμφανίζουν θεαματικά ποσοστά ανακύκλωσης – μέχρι και 90% – ενώ άλλες, όπως η Ελλάδα, μένουν καθηλωμένες εκεί που ξεκίνησαν τη δεκαετία του ΄90. Η απάντηση δεν είναι δυστυχώς απλή. Σε γενικές γραμμές, έχει να κάνει με το βαθμό οργάνωσης της αστικής κοινωνίας και του είδους της οικονομίας από το 1900 και μετά.
Σε αντίθεση με τις αγροτικές κοινωνίες, οι αστικές/βιομηχανικές είχαν και την αντίστοιχη ικανότητα να παίρνουν μέτρα που ήταν δυνατόν να εφαρμοσθούν, ενώ οι πρώτες όχι. Στις αγροτικές κοινωνίες, η ανακύκλωση και η ταφή των απορριμμάτων ήταν έως και περιττή, εξαιτίας του ότι μπορούσαν να αφομοιωθούν από το περιβάλλον. Με την εισαγωγή των συνθετικών υλικών, αυτό γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Παρ’ όλα αυτά, η ανεξέλεγκτη απόρριψη συνεχίζεται σε πολλές χώρες του τρίτου κόσμου, ενώ στην Ελλάδα ήταν ο κανόνας ακόμα και πολύ πρόσφατα (τουλάχιστον μέχρι το 2000).
Το 2000 ήταν έτος ορόσημο γιατί τέθηκε σε ισχύ ο νόμος για την ανακύκλωση των συσκευασιών. Υπήρξε τότε, και στη χώρα μας, μια υπέρμετρη αισιοδοξία, ότι η εισαγωγή «μηχανισμών αγοράς» σε όλον τον κύκλο ζωής των προϊόντων θα έφερνε σημαντικά αποτελέσματα. Η λογική «να κάνουμε την χύδην απόρριψη πολύ ακριβή» δεν μπόρεσε να επικρατήσει. Οι λόγοι ήταν τουλάχιστον δύο: ο πρώτος είχε να κάνει με τη γρήγορη αφομοίωση του κόστους της μη ανακύκλωσης στην τιμή των προϊόντων και ο δεύτερος με την υπαναχώρηση της βιομηχανίας στο ζήτημα των συσκευασιών. Σήμερα, το συντριπτικά μεγάλο ποσοστό των τυποποιημένων προϊόντων τύπου «σουπερμάρκετ» είναι συσκευασμένα, ενώ μικρό μέρος των συσκευασιών είναι ανακυκλώσιμο. Άλλωστε, πολλές συσκευασίες περιέχουν σύνθετα υλικά, ώστε ο καταναλωτής, ακόμα και αν είναι καλά εκπαιδευμένος, είναι αδύνατον να τα ξεχωρίσει.
Πολύ πιο δύσκολο είναι για τις μηχανές στα Κέντρα Διαλογής. Εκεί, είτε χειρωνακτικά είτε με μαγνήτες, χωρίζουν οι βασικές κατηγορίες μεταξύ τους (χαρτί, γυαλί, μέταλλο και πλαστικό) αλλά το επόμενο στάδιο, η πώληση/διάθεση των ανακυκλωμένων στην αγορά είναι άκρως προβληματικό. Με άλλα λόγια η επαναχρησιμοποίηση και η επανεισαγωγή τους στην παραγωγική διαδικασία είναι εξαιρετικά πενιχρή, και αυτό παρά την επιστράτευση οικονομικών εργαλείων (κίνητρα και penalties). Αυτό εξηγεί και το γιατί πόλεις όπως η Αθήνα, που λογικά θα έπρεπε να είναι πρωτοπόρες, είναι στον πάτο της λίστας, με ποσοστά ανακύκλωσης που κυμαίνονται στο 5-15%. Πρακτικά δηλαδή μηδέν, αν λάβει υπόψιν του κανείς και το κόστος.
Με τους παραπάνω όρους, για την Ελλάδα τουλάχιστον, το πρώτο που θα έπρεπε να γίνει είναι ένας ειλικρινής απολογισμός. Και το δεύτερο, να δει κανείς τι πραγματικά δουλεύει και τι όχι, με δεδομένο τον χαμηλό βαθμό οργάνωσης του κράτους και της αυτοδιοίκησης. Αυτή θα ήταν μια πρώτη αρχή. Και το ξεκίνημα μιας σοβαρής μεταρρύθμισης.