Το «καλάθι» του Ευρωπαίου καταναλωτή είναι γεμάτο από προϊόντα που συνδέονται κατά κάποιο τρόπο με την αποψίλωση των τροπικών δασών, συνήθως γεωργικά, όπως η σόγια, το φοινικέλαιο, το κακάο, το καουτσούκ, ο καφές, το βοδινό, η ξυλεία και το χαρτί.
Αυτά τα καταστροφικά για το δάσος προϊόντα χρησιμοποιούνται σε χιλιάδες καταναλωτικά αγαθά, από χάμπουργκερ έως σοκολάτες. Ίσως όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια αλλαγή. Τον περασμένο Δεκέμβριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησε καταρχήν σε έναν νέο Κανονισμό που θα διασφαλίζει ότι οι εφοδιαστικές αλυσίδες θα είναι απαλλαγμένες από διαδικασίες και προϊόντα που προκαλούν αποψίλωση των δασών. Ο Κανονισμός αυτός, ο οποίος αναμένεται να τεθεί σε ισχύ στα μέσα του 2023, ορίζει ότι οι προμηθευτές δεν θα μπορούν να πωλούν στην ΕΕ προϊόντα που παράγονται σε εκτάσεις αποψιλωμένες μετά το 2020. Οι εταιρείες θα πρέπει να αποδεικνύουν ότι τα προϊόντα τους παράγονται με νόμιμο τρόπο.
Όμως, ο όρος αυτός αφενός μπορεί να βλάψει τους μικρούς παραγωγούς και αφετέρου είναι πιθανό να μη φέρει κανένα ορατό αποτέλεσμα για την προστασία των δασών. Οι 5 προτάσεις που ακολουθούν μπορούν να διασφαλίσουν ότι η ΕΕ θα περιορίσει την καταστροφή των τροπικών δασών, χωρίς παράπλευρες απώλειες.
Τοπική συγκριτική αξιολόγηση
Ο νέος Κανονισμός προβλέπει μια διαδικασία συγκριτικής αξιολόγησης που εξετάζει εάν ένα προϊόν προέρχεται από μια περιοχή με υψηλό, μέσο ή χαμηλό κίνδυνο για το δάσος. Προϊόντα από περιοχές υψηλότερου κινδύνου απαιτούν πιο διεξοδική έρευνα. Όμως μεγάλες χώρες στους τροπικούς, όπως η Βραζιλία και η Ινδονησία, λόγω της έκτασής τους περιλαμβάνουν περιοχές με διαφορετικό επίπεδο κινδύνου. Για παράδειγμα, το Cerrado, μια τεράστια έκταση τροπικής σαβάνας στην ανατολική Βραζιλία, υπόκειται σε λιγότερο αυστηρό καθεστώς προστασίας απ’ ό,τι το τροπικό δάσος του Αμαζονίου. Ως αποτέλεσμα, στο Cerrado γίνεται και η περισσότερη αποψίλωση δασών για την παραγωγή σόγιας. Μια ενιαία αξιολόγηση κινδύνου σε επίπεδο χώρας δεν θα λαμβάνει υπόψη αυτές τις διακυμάνσεις και δεν θα κάνει διάκριση μεταξύ περιοχών υψηλότερου και χαμηλότερου κινδύνου.
Αντίθετα, η συγκριτική αξιολόγηση σε επίπεδο πολιτείας ή επαρχίας μπορεί να διαφοροποιήσει αυτούς τους κινδύνους και ως εκ τούτου είναι πιο ενδεδειγμένη για μεγαλύτερες χώρες. Οι κίνδυνοι αποψίλωσης σε επίπεδο πολιτείας ή επαρχίας μπορεί να είναι πιο παρόμοιοι και η παρακολούθηση της αποψίλωσης των δασών περισσότερο εφικτή.
Μια ισχυρή τοπική διακυβέρνηση μπορεί επίσης να επιτρέψει τη στενότερη συνεργασία με εταιρείες σε αυτές τις περιοχές. Η καταστροφή του δάσους αποτέλεσε ιστορικά τυπική πρακτική σε ολόκληρη την πολιτεία Μάτο Γκρόσο της Βραζιλίας, αλλά το 2015, η πολιτεία άρχισε να εφαρμόζει τη στρατηγική «Παραγωγή-Διατήρηση-Συμπερίληψη». Κρατικές υπηρεσίες και ιδιωτικές εταιρείες συνεργάστηκαν εδώ ευθυγραμμίζοντας τις τοπικές πολιτικές και παρέχοντας κίνητρα ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης της αποψίλωσης των δασών και παράλληλα να υποστηριχθούν οι επενδύσεις.
Η στρατηγική της Βραζιλίας έχει ως στόχο την βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη του Μάτο Γκρόσο. Η περιοχή στοχεύει σε μείωση κατά 90% της αποψίλωσης των δασών της μέχρι το 2030, ενώ ταυτόχρονα θα αυξήσει την παραγωγή σιτηρών από 50 σε 92 εκατομμύρια τόνους.
Ιχνηλασιμότητα
Προκειμένου να συμμορφωθούν με τον νέο κανονισμό της ΕΕ, οι εταιρείες που προμηθεύονται προϊόντα από περιοχές υψηλότερου κινδύνου για τα δάση πρέπει να μπορούν να εντοπίζουν την ακριβή προέλευση των προϊόντων τους, έως το επίπεδο του συγκεκριμένου παραγωγού. Αλλά σε τομείς όπως η καλλιέργεια κακάο, όπου υπάρχουν πολλές μικρές φυτείες και ανεπίσημες αγορές, αυτή η προσέγγιση είναι δαπανηρή και συχνά ανέφικτη. Έτσι, υπάρχει ο κίνδυνος, οι εταιρείες να σταματήσουν να προμηθεύονται από μικρές εκμεταλλεύσεις ή να προτιμήσουν να αγοράσουν γη ώστε να παράγουν οι ίδιες πχ το κακάο.
Μια πιο δίκαιη και πιο πρακτική επιλογή θα ήταν η ιχνηλάτηση της προέλευσης να γίνεται σε επίπεδο χωριού ή συγκεκριμένου δάσους. Ο ολλανδικός οργανισμός IDH Sustainable Trade Initiative εφαρμόζει αυτήν την ιδέα μέσω της πλατφόρμας Sourceup, η οποία εντοπίζει τις παραγωγικές περιοχές όπου τα εμπορεύματα πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια βιωσιμότητας.
Κοινά πρότυπα
Ο κανονισμός της ΕΕ βασίζεται σε απειλές και ποινές προκειμένου να διασφαλίσει τη συμμόρφωση και όχι στην παροχή κινήτρων προς τους παραγωγούς για να αλλάξουν τις πρακτικές τους. Απαιτεί όλα τα προϊόντα που εισέρχονται στην ευρωπαϊκή αγορά να μη συμβάλλουν στην αποψίλωση των δασών. Μπορεί με τον τρόπο αυτό να γίνεται δίκαιος ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών που εξάγουν στην ΕΕ, όμως, οι καταναλωτές στην Κίνα και σε περιοχές παραγωγής «υψηλού κινδύνου», όπως η Βραζιλία και η Ινδονησία, αγοράζουν πολύ περισσότερα από αυτά τα προϊόντα σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους καταναλωτές.
Το μέτρο είναι πιθανό να ωθήσει ορισμένους παραγωγούς να αποφεύγουν τις εξαγωγές προϊόντων στην ΕΕ και να στραφούν προς τις άλλες αγορές που δεν έχουν περιορισμούς. Επομένως, θα έχουμε πράγματι μείωση των ευρωπαϊκών εισαγωγών προϊόντων που καταστρέφουν τα δάση, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα το πρόβλημα στη ρίζα του, η αποψίλωση, θα διαιωνίζεται. Επομένως, θα πρέπει και οι υπόλοιπες διεθνείς αγορές να υιοθετήσουν τα ίδια πρότυπα.
Καταπολέμηση της αποψίλωσης των δασών στην πηγή
Η επιτυχία των μέτρων κατά της καταστροφής των δασών θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο οι εταιρείες θα τις ενσωματώνουν στις εφοδιαστικές αλυσίδες τους. Τα ποσοστά αποψίλωσης τείνουν να μειώνονται όταν η πλειονότητα των εταιρειών σε μια περιοχή σταματά οικειοθελώς να προμηθεύεται τέτοια προϊόντα. Το λεγόμενο «μορατόριουμ της σόγιας» που υιοθέτησαν οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις από κοινού με τη βιομηχανία της Βραζιλίας – δηλαδή η συμφωνία να σταματήσουν να αγοράζουν σόγια που παράγεται σε δασικές εκτάσεις που αποψιλώθηκαν μετά το 2006 – είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί κατά 57% η άμεση αποψίλωση των δασών του Αμαζονίου μεταξύ 2006 και 2015.
Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, διαπιστώνεται το φαινόμενο της λεγόμενη «διαρροής», δηλαδή η καταστροφή του δάσους συνεχίζεται σε άλλες περιοχές όπου δεν ισχύουν περιορισμοί. Σε συνδυασμό με τη χαμηλή κάλυψη της παγκόσμιας αγοράς, αποδυναμώνουν την αποτελεσματικότητα των περιφερειακών πολιτικών. Ο νέος κανονισμός της ΕΕ θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση ορισμένων από αυτές τις προκλήσεις, αλλά ένα επιπλέον θετικό βήμα θα ήταν η παροχή ευρωπαϊκής χρηματοδότησης προς τις περιφέρειες που παίρνουν μέτρα για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης. Ένα τέτοιο οικονομικό μέτρο θα έκαμπτε την αντίθεση της βιομηχανίας στις παραγωγικές περιοχές, αποδεικνύοντας ότι η ΕΕ είναι πρόθυμη να επενδύσει στις αλλαγές που απαιτεί από αυτές τις περιφέρειες.
Επιβράβευση της συμπερίληψης
Οι μικροί παραγωγοί κινδυνεύουν να αποκλειστούν από τις εξαγωγικές αγορές εάν ο Κανονισμός της ΕΕ δεν ενθαρρύνει τις εταιρείες να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα των γεωργικών πρακτικών τους. Ωστόσο, εάν συνδυαστεί με εκπαίδευση σε βιώσιμες καλλιεργητικές πρακτικές, πριμοδότηση τιμών και προβολή της ανάγκης προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, τα μέτρα της ΕΕ μπορούν να λειτουργήσουν προς όφελος των παραγωγών. Η επιβράβευση των εταιρειών που ενθαρρύνουν τους μικρότερους προμηθευτές να προσαρμοστούν θα μπορούσε να φέρει σημαντική και μόνιμη μείωση στην αποψίλωση των τροπικών δασών.
Οι εταιρείες, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να υποχρεωθούν να κοινοποιούν τον αριθμό και το είδος των μικρών αγροτικών κοινοτήτων από τις οποίες προμηθεύονται τα προϊόντα σε ετήσια βάση. Το μέτρο αυτό ισχύει ήδη για την παραγωγή φοινικέλαιου.
Συμπερασματικά, ο νέος ευρωπαϊκός Κανονισμός δεν είναι αρκετός για να σταματήσει την παγκόσμια αποψίλωση των δασών. Τα παραπάνω προτεινόμενα βήματα θα μεγιστοποιήσουν την αποτελεσματικότητά του, ενώ θα αποφευχθούν ακούσιες συνέπειες για τους αγρότες μικρής κλίμακας. Ωστόσο, θα χρειαστούν περαιτέρω προσπάθειες, που θα υποστηρίζονται από πρόσθετες έρευνες και θα περιλαμβάνουν διεθνή συνεργασία σε όλους τους τομείς, για να αλλάξουν τα πράγματα καθοριστικά.
Πηγή: The Conversation
Άρθρο της Rachael Garrett, Καθηγήτριας Προστασίας και Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, της Janina Grabs, Επίκουρης Καθηγήτριας Επιχειρήσεων και Κοινωνίας στο ESADE, και του Joss Lyons-White, μεταδιδακτορικού ερευνητή στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.