Η ακριβής καταμέτρηση του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έχει κομβική σημασία για την παρακολούθηση της τήρησης της Συμφωνίας για το Κλίμα, αλλά το εγχείρημα αποδεικνύεται σχεδόν ανέφικτο, αφήνοντας χώρο για πολιτικά παιχνίδια.
Καθώς οι διαπραγματευτές για το κλίμα εξετάζουν τους κανόνες για την επαλήθευση των δεσμεύσεων βάσει της Συμφωνίας του Παρισιού, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν μια δύσκολη αλήθεια: Επί του παρόντος δεν υπάρχει αξιόπιστος τρόπος μέτρησης των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών (ανθρωπογενούς προέλευσης) ή/και της ποσότητας CO2 που προέρχεται από μεμονωμένα κράτη.
Η διαπίστωση ότι η επαλήθευση των δεδομένων τα οποία προέρχονται από τα μεμονωμένα κράτη βάσει των ετήσιων εκθέσεων είναι σχεδόν αδύνατη, είναι ίσως χειρότερη κι από τα ίδια τα κλιματικά φαινόμενα. Όταν κανείς είναι σίγουρος για την κατανομή των ευθυνών (εκπομπών) τότε ίσως μπορεί να πάρει τα κατάλληλα (και δικαιότερα) μέτρα. Αν επ’ αυτού υπάρχουν ασάφειες ή/και πλαστογραφήσεις, τότε οι διακρατικές συμφωνίες είναι έωλες και οι συμμετέχοντες μπορούν να επικαλούνται την αναξιοπιστία των δεδομένων για να υποβαθμίσουν τις υποχρεώσεις τους ή να κάνουν πολιτικά παιχνίδια. Τα καλά επαληθεύσιμα δεδομένα είναι απαραίτητα για να επιτραπεί στους υπογράφοντες τη Συμφωνία του Παρισιού να αξιολογήσουν την πρόοδο και να συμφωνήσουν σε νέους στόχους.
Μέχρι τώρα, τα εθνικά στοιχεία λαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό επί τη βάσει δηλώσεων εμπιστοσύνης. Όταν όμως, οι «διορθωτές» αρχίζουν να παρεμβαίνουν στη λογιστική για το κλίμα, οι δηλώσεις εκπομπών από χώρες όπως η Κίνα – που είναι και ο μεγαλύτερος και πλέον αδιαφανής παραγωγός ρύπων στον κόσμο – αμφισβητούνται όλο και περισσότερο. Έτσι, αν τα πράγματα δυσκολέψουν, π.χ. όταν πρόκειται να ληφθούν οικονομικές αποφάσεις, οι πιθανότητες για κλιματικές πολιτικές συγκρούσεις θα είναι όλο και πιο πιθανές.
Με βάση τη Συμφωνία του Παρισιού. η ακριβής καταμέτρηση του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έχει δύο πρακτικούς στόχους. Πρώτον, πρέπει να υπολογιστούν οι τρέχουσες τάσεις και οι μελλοντικές προβολές των παγκόσμιων εκπομπών, ώστε να μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι η παγκόσμια κοινότητα μπορεί και θέλει να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη σε λιγότερο από 2 βαθμούς Κελσίου. Το δεύτερο είναι να καθοριστεί εάν οι μεμονωμένες χώρες και ιδιωτικές επιχειρήσεις εκπληρώνουν τις δεσμεύσεις τους που απορρέουν από τη Συμφωνία.
Θα μπορέσουμε να επαληθεύσουμε τις αποφάσεις του Παρισιού για το κλίμα οι οποίες τέθηκαν με την παραπάνω προϋπόθεση; Αυτή τη στιγμή η επιστήμη δεν ανταποκρίνεται σε αυτή την ανάγκη. Δεν υπάρχει, λένε, σίγουρος τρόπος για να βεβαιωθεί από ανεξάρτητη αρχή εάν οι εθνικές κυβερνήσεις λένε την αλήθεια για τις δικές τους εκπομπές ή/ και ποιο είναι ακριβώς το ποσοστό από την μετρούμενη αύξηση που πρέπει να αποδοθεί στις ανθρωπογενείς εκπομπές.
Και αυτό είναι σαφώς ανησυχητικό, δεδομένης της αντίφασης μεταξύ των αναφορών ότι οι ανθρωπογενείς εκπομπές έχουν σταματήσει να αυξάνονται και των μετρήσεων που δείχνουν ότι οι ετήσιες αυξήσεις CO2 έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Επιπλέον, η επιστήμη της ακριβούς λογιστικής του διοξειδίου του άνθρακα είναι σε πολύ αρχικό στάδιο ανάπτυξης. Έτσι, ενώ οι διεθνείς προσπάθειες στοχεύουν στο να βοηθήσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες να ανταποκριθούν στο έργο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η επιστράτευση τεχνολογιών «μετρητών άνθρακα» μπορεί να διορθώσει τα κενά στα δεδομένα.
Ακόμη και τα ανεπτυγμένα έθνη, με το πλήθος επιστημόνων για το κλίμα που διαθέτουν, δεν παρέχουν αποδεδειγμένα αξιόπιστες στατιστικές εκπομπών, σύμφωνα με την Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας των ΗΠΑ (NOAA). Όμως, τα επαληθεύσιμα δεδομένα είναι απαραίτητα για να επιτραπεί στους υπογράφοντες τη Συμφωνία να αξιολογήσουν την πρόοδο και να συμφωνήσουν σε νέους στόχους, τους οποίους έχουν δεσμευτεί να αναθεωρούν κάθε πέντε χρόνια.
Το κύριο εργαλείο για ανεξάρτητη επαλήθευση είναι η μέτρηση των τάσεων στη συγκέντρωση του CO2 στην ατμόσφαιρα. Στατιστικά μοντέλα μπορούν να προβλέψουν τον πιθανό αντίκτυπο των ανθρωπογενών εκπομπών σε αυτή τη συγκέντρωση. Αλλά η αντίστροφη εργασία – η εκτίμηση των επί μέρους εκπομπών από τις μετρήσεις των ατμοσφαιρικών συγκεντρώσεων – είναι πιο δύσκολη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είναι μόνο οι ανθρώπινες εκπομπές που παρουσιάζουν διακυμάνσεις από χρόνο σε χρόνο. Το ίδιο συμβαίνει και με τον κύκλο του άνθρακα στη φύση.
Υπάρχουν μεγάλες ετήσιες αλλαγές στις ροές CO2 μεταξύ της ατμόσφαιρας, του ωκεανού και των χερσαίων οικοσυστημάτων, όπως είναι τα δάση. Ορισμένες χρονιές, οι εκπομπές στα φυσικά οικοσυστήματα υπερβαίνουν την ποσότητα που απορροφάται. Άλλες όμως χρονιές συμβαίνει το αντίστροφο. Αυτή η ανισορροπία μπορεί μερικές φορές να είναι πάνω από 3 δισεκατομμύρια τόνοι CO2, ή σχεδόν το 10% των ετήσιων ανθρωπογενών εκπομπών, σύμφωνα με το Κέντρο Διεθνούς Κλιματικής Έρευνας στο Όσλο. Επειδή, όμως, δεν γνωρίζουμε τα πραγματικά ποσά με ακρίβεια, η συμβολή των ανθρωπογενών εκπομπών σε κάθε δεδομένο έτος είναι ασαφής.
Σε άρθρο τους στο Nature, ο Peters και οι συνεργάτες του στο Global Carbon Project, ένα δίκτυο ερευνητών για το κλίμα, είχαν προειδοποιήσει τα μέρη της Συμφωνίας του Παρισιού ότι «η επαλήθευση (των ανθρωπογενών εκπομπών) θα είναι δυνατή μόνο εάν μπορέσουμε να φιλτράρουμε πλήρως τη μεταβλητότητα υποβάθρου… μια πρόκληση που μας διαφεύγει προς το παρόν». Τα γεγονότα των τελευταίων τεσσάρων ετών δείχνουν ότι το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται. Σύμφωνα με τις εθνικές εκθέσεις, οι εκπομπές CO2 από την καύση ορυκτών καυσίμων και τη βιομηχανία είναι λίγο-πολύ σταθερές από το 2014 — η πρώτη φορά που έχει επιτευχθεί κάτι τέτοιο από τότε που ξεκίνησαν λεπτομερείς καταγραφές. Αλλά αυτά τα καλά νέα δεν αντικατοπτρίζονται στις μετρήσεις στην ατμόσφαιρα. Από το 2014 και μετά, καταγράφηκαν ετήσιες αυξήσεις ρεκόρ των επιπέδων CO2 στον αέρα, με μέσες τιμές πολύ πάνω από την ετήσια μέση αύξηση της περασμένης δεκαετίας (2,1 ppm).
Τι συνέβαινε λοιπόν; Ή τα κράτη έλεγαν ψέματα ή η φύση έκανε τα κόλπα της. Η υπόθεση εργασίας είναι μάλλον η δεύτερη εκδοχή, λέει ο Peters. Υπήρξε ένα ισχυρό Ελ Νίνιο, το περιοδικό κλιματικό φαινόμενο που κάνει το τροπικό κλίμα πιο ζεστό και ξηρό, προσθέτοντας στις εκπομπές CO2 από τα δάση. Αλλά πόσο, στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε. Επί του παρόντος, γνωρίζουμε εξαιρειτικά λίγα, είτε για το πόσο CO2 απορροφούν τα δάση, η βλάστηση και τα εδάφη, είτε για τις εκπομπές από αλλαγές στη χρήση γης, όπως η αποψίλωση των δασών. Και τα δύο μπορεί να είναι μεγαλύτερα από ό,τι γενικά θεωρούμε. Όλοι οι επιστήμονες δεν συμφωνούν π.χ. εάν, συνολικά, τα τροπικά δάση αποτελούν καταβόθρα ή πηγή ατμοσφαιρικού CO2 (κατά τον Alessandro Baccini του Ερευνητικού Κέντρου Woods Hole στο Falmouth της Μασαχουσέτης).
Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε πως οι ανθρωπογενείς εκπομπές κατά το ανωτέρω διάστημα ήταν τόσο σταθερές όσο επιμένουν να ισχυρίζονται οι περισσότερες χώρες. Μάλιστα στην εργασία τους στο Nature , ο Peters και οι συνεργάτες του είχαν εκτιμήσει ότι η τακτοποίηση όλων αυτών των εκκρεμοτήτων θα μπορούσε να διαρκέσει μια δεκαετία. Αυτό το διάστημα είναι πολύ μεγάλο για τους υπογράφοντες τη Συμφωνία του Παρισιού, οι οποίοι θέλουν ακριβείς εκτιμήσεις εκπομπών κάθε πέντε χρόνια. Άρα προς το παρόν, δεν υπάρχει ούτε για τα κλιματικά μοντέλα δυνατότητα να μπορούν να επαληθεύσουν εάν ένα σύνολο στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού λειτουργεί πριν εισαχθεί το επόμενο σύνολο. Και αυτό αφορά απλώς την παγκόσμια εικόνα. Εάν τα πράγματα πάνε στραβά, το να καταλάβουμε ποια έθνη μπορεί να ευθύνονται για την οπισθοδρόμηση θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο δύσκολο. Επίσης θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να μάθουμε τον πραγματικό «αντίκτυπο άνθρακα» από την πρόσφατη έκρηξη των δασικών πυρκαγιών σε όλο το βόρειο ημισφαίριο.
Ένα συχνό παράδειγμα είναι η Κίνα. Στη Δύση, υπάρχει πάντα μια τάση αμφισβήτησης των κινεζικών δεδομένων. Πριν από λίγες εβδομάδες, μια ΜΚΟ αποκάλυψε ότι οι αδήλωτες εκπομπές από την Κίνα πιθανότατα ευθύνονται για την απότομη αύξηση των εκπομπών ενός απαγορευμένου ψυκτικού χλωροφθοράνθρακα που καταστρέφει το όζον, το CFC-11. Εάν οι μεγάλοι ρυπαντές της Κίνας μας έχουν εξαπατήσει για το στρώμα του όζοντος, ίσως να μας εξαπατήσουν και για το κλίμα, λένε οι επικριτές.
Οι κινεζικές στατιστικές για την καύση άνθρακα θεωρούνται ευρέως ως αναξιόπιστες. Οι επικριτές έχουν επισημάνει ότι οι δηλώσεις για την καύση άνθρακα που γίνονται από το Πεκίνο στους διαπραγματευτές για το κλίμα είναι συχνά χαμηλότερες από τα σύνολα που προέρχονται από επαρχιακά δεδομένα. Θα μπορούσε να υπάρξει διπλή καταμέτρηση στα στατιστικά στοιχεία της επαρχίας, αλλά τα ιστογράμματα των σφαλμάτων είναι εξωπραγματικά – υπολογίζεται ότι έφτασαν το 15,6% το 2012.
Πριν όμως βγάλουμε την κόκκινη κάρτα, υπάρχει ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να εξετάσουμε. Το κάρβουνο της Κίνας έχει γενικά πολύ χαμηλότερη περιεκτικότητα σε καθαρό άνθρακα από τα τυπικά ορυκτά που καίγονται στον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι, κάθε τόνος ορυκτού που καίγεται απελευθερώνει λιγότερο CO2 — 40% χαμηλότερο κατά μέσο όρο — από τις τιμές που χρησιμοποιούνται στους υπολογισμούς της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), σύμφωνα με τον Zhu Liu του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.
Αν συνδυάσουμε αυτά τα αντικρουόμενα στοιχεία, ο Zhu εκτιμά ότι οι κινεζικές εκπομπές θα πρέπει να χαμηλώσουν κατά 14% από τις προηγούμενες εκτιμήσεις. Αυτά είναι καλά νέα, φυσικά. Ωστόσο, τέτοιες αβεβαιότητες θα καταστήσουν πιο δύσκολη την αποσύμπλεξη των τάσεων στις μελλοντικές εκπομπές από άλλους παράγοντες, τόσο στην περίπτωση της Κίνας όσο και παγκοσμίως.
Βέβαια, στο επίπεδο της έρευνας, ίσως υπάρχει η απάντηση για την εξεύρεση νέων ακριβέστερων τρόπων για τη μέτρηση των ανθρωπογενών εκπομπών. Και εδώ οι χημικοί της ατμόσφαιρας προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα νέα επιλογή. Το CO2 από την καύση άνθρακα, πετρελαίου ή φυσικού αερίου, το οποίο είναι θαμμένο υπόγεια για εκατομμύρια χρόνια, είναι λένε διαφορετικό από το CO2 που εκπέμπεται από τις σημερινές βιολογικές διεργασίες. Οι διαφορές έγκεινται στο περιεχόμενο του ραδιενεργού ισοτόπου άνθρακα-14, το οποίο δημιουργείται από τις κοσμικές ακτίνες που χτυπούν την ανώτερη ατμόσφαιρα. Ο άνθρακας-14 στη συνέχεια απορροφάται στα φυτά. Έχει χρόνο ημιζωής 5.700 χρόνια. Έτσι, μόλις το φυτό πεθάνει, η περιεκτικότητα σε άνθρακα-14 των υπολειμμάτων του σταδιακά αποσυντίθεται. Στα ορυκτά καύσιμα – φυτική ύλη που βρίσκεται υπόγεια για εκατομμύρια χρόνια – η περιεκτικότητα σε άνθρακα-14 είναι πολύ χαμηλή. Έτσι, ενώ το CO2 από τα δάση που καίγονται ή τη βλάστηση που πεθαίνει περιέχει άφθονο άνθρακα-14, το CO2 από την καύση ορυκτών καυσίμων όπως το κάρβουνο, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν περιέχουν σχεδόν καθόλου. Μετρώντας την παρουσία ή την απουσία του σε ένα συγκεκριμένο σώμα αέρα, οι ερευνητές θα μπορούν να εντοπίσουν πόσο CO2 προήλθε από φυσικές (βιογενείς) πηγές και πόσο από την καύση ορυκτών καυσίμων. Με μια προσεκτική επιλογή, αυτή η ανάλυση μπορεί πράγματι να εντοπίσει τις πηγές εκπομπών.
Όμως υπάρχει και το πραγματικά τρομακτικό κομμάτι που αφορά στη συσχέτιση της γνώσης με το χρόνο. Θα μπορούσαμε, προειδοποιούν οι απαισιόδοξοι, να πλησιάζουμε τη στιγμή που η δράση για τη μείωση των εκπομπών CO2 δεν θα μπορεί να σταματήσει πλέον την κλιματική αλλαγή. Δηλαδή, όταν η θέρμανση θα ξεπαγώσει τον μόνιμο πάγο (permafrost), θα αποστραγγίσει τους υγροτόπους και θα κάψει δάση σε μια κλίμακα αρκετά μεγάλη, τότε μπορεί να απελευθερωθούν ισχυρές θετικές ανατροφοδοτήσεις που θα συνεχίζουν να προσθέτουν CO2 στην ατμόσφαιρα, ανεξάρτητα από τις δικές μας μελλοντικές ενέργειες. Η δυνατότητα τέτοιων θετικών ανατροφοδοτήσεων δεν έχει μέχρι στιγμής ληφθεί υπόψη στα περισσότερα κλιματικά μοντέλα, επειδή κανείς δεν μπόρεσε να ποσοτικοποιήσει πόσο μεγάλες μπορεί να είναι. Ο Edward Comyn-Platt του Κέντρου Οικολογίας και Υδρολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου και οι συνεργάτες του υπολογίζουν ότι οι θετικές ανατροφοδοτήσεις από καταβόθρες άνθρακα, όπως ο μόνιμος πάγος και οι υγρότοποι, θα μπορούσαν να απελευθερώσουν 50 δισεκατομμύρια τόνους επιπλέον άνθρακα στην ατμόσφαιρα τις επόμενες δεκαετίες. Το αποτέλεσμα, ισχυρίζονται, θα ήταν να χρειαστεί μια επιπλέον μείωση της τάξεως του 20% για να ελπίζουμε ότι θα διατηρήσουμε τη θέρμανση κάτω από 1,5 βαθμούς Κελσίου. Προς το παρόν δεν υπάρχουν στοιχεία για ένα τέτοιο σημείο καμπής. Αλλά όλοι τώρα παραδέχονται ότι είναι δύσκολο να είμαστε σίγουροι, όταν οι προσπάθειες για την συγκράτηση της αύξησης των επιπέδων CO2 στην ατμόσφαιρα παραμένουν πενιχρές.