Οι επιστημονικές και κατ’ επέκταση πολιτικές αντιπαραθέσεις σχετικά με την έκταση και την προέλευση της κλιματικής κρίσης μπορεί να συντείνουν σε μια παραγωγική συζήτηση, αρκεί να μην οδηγούν στην αδράνεια. Τα λάθη επίσης – σε ένα τόσο πολύπλοκο κόσμο – επιτρέπονται. Όσοι όμως θέλουν την απόλυτη βεβαιότητα διάλεξαν απλώς λάθος λεωφορείο.
Η δημοσίευση, το 2007, της 4ης έκθεσης της Διακυβερνητικής Ομάδας για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC) και η σχεδόν ταυτόχρονη απονομή του Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης σε αυτήν την ομάδα, η οποία σύμφωνα με την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας έχει ως αποστολή την αξιολόγηση, με τρόπο μεθοδικό, σαφή και αντικειμενικό, των επιστημονικών, τεχνικών και κοινωνικοοικονομικών πληροφοριών που είναι απαραίτητες για να κατανοήσουμε καλύτερα την επιστημονική βάση των κινδύνων που συνδέονται με την αλλαγή του κλίματος (ανθρωπογενούς προέλευσης), προκειμένου να εντοπίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τις ενδεχόμενες συνέπειες αυτής της αλλαγής και να εξετάσουμε πιθανές στρατηγικές προσαρμογής και μετριασμού, φαινόταν να σηματοδοτεί την εμφάνιση μιας παγκόσμιας συναίνεσης σχετικά με τη φύση και το μέγεθος του κινδύνου από τις συνέπειες της παγκόσμιας υπερθέρμανσης.
Μόλις τρία χρόνια αργότερα, η αποτυχία της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP 15) στην Κοπεγχάγη [1] συνοδεύτηκε από σοβαρές αντιπαραθέσεις οι οποίες αμφισβητούσαν τόσο τη σημασία, όσο και την ίδια την ύπαρξη της Κλιματικής Αλλαγής, και κυρίως την ανθρωπογενή της προέλευση. Σοβαρές επίσης ενστάσεις διατυπώθηκαν και για τις δραστηριότητες της IPCC, που κατηγορήθηκε για μεροληψία, ακόμη και για χειραγώγηση στην παρουσίαση των δεδομένων. Ορισμένα πραγματικά σφάλματα, όπως αυτό που αφορά την τήξη των παγετώνων των Ιμαλαΐων [2], έδωσαν στους σκεπτικιστές επιχειρήματα να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα ολόκληρης της έκθεσης.
Όμως, ακόμα και όταν οι αντιπαραθέσεις φαίνεται να εστιάζουν στην επιστημονικότητα των πορισμάτων της IPCC, είναι ενδεικτικές της έκτασης της αντίστασης που αναπτύσσεται όταν πρόκειται να ληφθούν εξειδικευμένες αποφάσεις με πραγματικό αντικείμενο τη δραστική μείωση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων σε ένα πλαίσιο οικονομικής κρίσης και αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης, των αναδυόμενων δυνάμεων και των αναπτυσσόμενων χωρών. Στα πιο κρίσιμα κείμενα, οι συζητήσεις σχετικά με την πραγματικότητα και τις αβεβαιότητες της επιστήμης ως προς τα αποτελέσματα, συνοδεύονται λίγο πολύ από την άρνηση της απόδοσης της κλιματικής αλλαγής στις ανθρώπινες δραστηριότητες (αίτιο). Αυτό δημιουργεί μια σκόπιμη ασάφεια ως προς την ευθύνη των επί μέρους συντελεστών και την ακολουθητέα οικονομική πολιτική, ενώ αναδεικνύεται ως πιο ρεαλιστική η υπόθεση της εθελοντικής μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.
Επιπλέον, στα κείμενα των «σκεπτικιστών» συγχέονται πολύ συχνά οι πραγματικές εκθέσεις της IPCC – οι οποίες προσφέρουν μια σχεδόν εξαντλητική και προσεκτική ανάλυση της επιστημονικής βιβλιογραφίας για την αλλαγή του κλίματος – με γραπτά ή άρθρα διαφόρων προελεύσεων με πιο μαχητικό χαρακτήρα, ας πούμε λιγότερο επιστημονικά, δίνοντας έτσι επιχειρήματα στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι χρήσιμο να υπογραμμίσουμε ότι κάθε κατάσταση γνώσεων συνοδεύεται αναγκαστικά από ενδείκτες που αφορούν στην ασφάλεια και την αβεβαιότητα των συμπερασμάτων. Στις πλήρεις εκθέσεις της IPCC, στις εμπεριστατωμένες συζητήσεις εντός της επιστημονικής κοινότητας και στα εξειδικευμένα περιοδικά, οι παράγοντες της αβεβαιότητας είναι γενικά αντικείμενο πολύ αναλυτικής παρουσίασης. Γι’ αυτό άλλωστε και τα αντίστοιχα κείμενα των εκθέσεων έχουν μια σχεδόν προκλητικά προσεγμένη γλώσσα, που όμως δεν είναι προϊόν αδυναμίας, αλλά αποτέλεσμα της ανάγκης άμυνας απέναντι στην κακοπιστία, η οποία μπορεί να αξιοποιήσει και την πιο ανώδυνη, φαινομενικά, διατύπωση όταν αυτή επιχειρήσει να προεκτείνει μια αυστηρά επιστημονική φόρμα. Με την έννοια αυτή οι εκθέσεις της ICCP κατατάσσονται στη διπλωματική φιλολογία, η οποία άλλωστε χαρακτηρίζει και τις επιστημονικές εργασίες, όσες τουλάχιστον έχουν και πολιτικές προεκτάσεις.
Στο μεθοδολογικό επίπεδο, ο βαθμός βεβαιότητας/αβεβαιότητας σχετίζεται αφενός με τις ενδεχόμενες διαφορές που προκύπτουν στη σύγκριση της θεωρίας με τα μοντέλα που χρησιμοποιούνται για την ανάλυση των παρατηρηθέντων γεγονότων στο παρελθόν, ή/και για τις προσομοιώσεις του μελλοντικού κλίματος, και αφετέρου με το αν υπάρχει συναίνεση ή διαφωνία στην ερευνητική κοινότητα. Ο στόχος της σταδιακής μείωσης των αβεβαιοτήτων, προκειμένου να ενημερωθούν σωστά αυτοί που θα πάρουν τις πολιτικές αποφάσεις, θα πρέπει αναμφίβολα να υπερισχύσει της διπολικής αντιπαράθεσης θετικών και αρνητικών απόψεων, άσχετα αν είναι αυτές που κερδίζουν τελικά στη συζήτηση η οποία γίνεται στα μέσα ενημέρωσης και επικρατεί στις προτιμήσεις του ευρέος κοινού.
Η πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής που βρίσκεται σε εξέλιξη
Όσοι από τους κλιματολόγους και τους γεωεπιστήμονες χειρίζονται μεγάλο πλήθος δεδομένων από πολλούς μετεωρολογικούς σταθμούς, προκειμένου να κατασκευάσουν δείκτες παγκόσμιας εμβέλειας, βρίσκονται πολύ συχνά αντιμέτωποι με μεθοδολογικού τύπου προβλήματα: οι σταθμοί είναι άνισα κατανεμημένοι στο χώρο, δεν είναι όλοι του ίδιου τύπου ή κάνουν, λόγω σφαλμάτων, ατελείς μετρήσεις σε περισσότερο ή λιγότερο μεγάλες περιόδους. Έτσι απαιτούνται συχνά πολλές διορθώσεις για τη «στάθμιση» των στοιχείων, τη συμπλήρωση των κενών και την αναγωγή τους σε έναν κοινό παρονομαστή. Επιπλέον, η ανάγκη ενσωμάτωσης άλλου τύπου δεδομένων, π.χ. επιφανειακές θαλάσσιες θερμοκρασίες για την επίτευξη μιας πραγματικά παγκόσμιας κάλυψης, κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα.
Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προκύπτουσα αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας είναι ο πιο πρόσφορος δείκτης της συνεχιζόμενης κλιματικής αλλαγής: η μέση παγκόσμια θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 0,8°C τα τελευταία 120 χρόνια, όντας κάπως πιο έντονη στην ξηρά παρά στη θάλασσα και στο βόρειο ημισφαίριο παρά στο νότιο. Επίσης, η αύξηση δεν ήταν ομοιόμορφη μέσα στο χρόνο. Η θέρμανση πραγματοποιήθηκε σε δύο περιόδους, από το 1910 έως το 1940, και στη συνέχεια από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα, με τη μεσολάβηση τριάντα χρόνων (1940-1970) σταθερότητας ή και ελαφριάς μείωσης της θερμοκρασίας. Αυτή η «παύση» της υπερθέρμανσης του πλανήτη, ειδικά στα υψηλά και μεσαία γεωγραφικά πλάτη του βόρειου ημισφαιρίου, συνέβαλε αναμφισβήτητα στην καθυστέρηση της συνειδητοποίησης της κλιματικής αλλαγής.
Φυσικά, αυτό που ονομάζουμε παγκόσμια θέρμανση ή παγκόσμια θερμοκρασία συγκαλύπτει τις μεγάλες διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στις μικρο-περιοχές, οι οποίες, εκτός από τη γενική τάση, επηρεάζονται από μια σειρά άλλων παραγόντων όπως είναι τα θαλάσσια ρεύματα, το ανάγλυφο, η φυτοκάλυψη, η υγρασία, ακόμη και το είδος των εδαφών. Σε γενικές γραμμές, το βόρειο ημισφαίριο φαίνεται να είναι στην πρώτη γραμμή των επερχόμενων κλιματικών αλλαγών, παρά την έντονη διακύμανση που εμφανίζεται στις γραφικές παραστάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Όμως, η υπερθέρμανση των τελευταίων 30-40 χρόνων δεν εκδηλώνεται μόνο στις παρατηρούμενες θερμοκρασίες, αλλά και στις αλλαγές που διαπιστώνονται στα τοπία, ιδιαίτερα του χιονιού και των πάγων. Η έκταση της χιονοκάλυψης των ηπείρων της Ευρασίας και της βόρειας Αμερικής έχει μειωθεί τα τελευταία 40 χρόνια και μάλιστα με ένα απότομο άλμα κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘80. Επιπλέον, οι καταγραφές των πάγων στη θάλασσα από δορυφόρους έδειξαν μια αξιοσημείωτη συρρίκνωση που έφτασε μέχρι και το 40% στη δεκαετία 2000-2010, πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτήν που είχαν προβλέψει τα μοντέλα. Εάν τα φαινόμενα συνεχίσουν με τον ίδιο ρυθμό, εικάζεται ότι στην Ανταρκτική, για παράδειγμα, διαγράφεται πολύ έντονα ο κίνδυνος να έχουμε εξαφάνιση του μόνιμου πάγου πριν από τα μέσα του τρέχοντος αιώνα (SERREZE et al. , 2007).
Η μείωση της έκτασης των περιοχών που καλύπτονται από χιόνι και πάγο δεν είναι μόνο ένας δείκτης, είναι επίσης ένας παράγοντας στην αύξηση της θερμοκρασίας λόγω της μείωσης του albedo [3] των επιφανειών και των τροποποιήσεων που αυτή επιφέρει στο ενεργειακό ισοζύγιο μεταξύ της κατώτερης ατμόσφαιρας και της επιφάνειας της Γης. Με την έννοια αυτή η Αρκτική και οι περιοχές του βόρειου Κύκλου καθίστανται οι κατ’ εξοχήν «προνομιακές» περιοχές για την παρακολούθηση των αλλαγών που βρίσκονται σε εξέλιξη, όπως π.χ. η θεαματική υποχώρηση των παγετώνων της δυτικής Γροιλανδίας. Φυσικά, αυτό το αρνητικό ισοζύγιο μάζας μεταξύ του πάγου που καταστρέφεται και αυτού που δημιουργείται συμβάλλει δευτερογενώς στην αύξηση της στάθμης της θάλασσας μέσω της προσθήκης επιπλέον ποσότητας γλυκού νερού.
Η άνοδος της μέσης στάθμης της θάλασσας είναι πράγματι, παρά την αρκετά έντονη μεταβλητότητα που εμφανίζεται μέσα στο χρόνο και το χώρο, μία από τις λιγότερο αμφισβητούμενες πτυχές της κλιματικής αλλαγής η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη. Η αύξηση της θαλάσσιας στάθμης που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα (της τάξης των 1 έως 2 mm/έτος) οφείλεται κυρίως στη θερμική διαστολή του όγκου των ωκεάνιων υδάτων και στην τήξη των ορεινών παγετώνων, δύο μηχανισμών που επιβεβαιώνονται από τις ωκεανογραφικές παρατηρήσεις και τις μελέτες στην κρυόσφαιρα [4].
H πλήρης συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων που παρατηρούνται τοπικά και των παραμέτρων που αναφέρονται στην παγκόσμια αλλαγή, λαμβανομένων υπόψη των διακυμάνσεων στο χρόνο και στο χώρο των κλιματολογικών φαινομένων, είναι προφανώς η μεγάλη δυσκολία της επιστήμης σε ό’τι αφορά αυτό που αποδίδεται με τον αγγλικό όρο integration και συνοψίζει όλες τις μεθοδολογίες αναγωγής. Τα προαναφερθέντα πεδία (επιτάχυνση της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας, τήξη των πάγων και άνοδος της στάθμης της θάλασσας) αποτελούν μέρος αυτών των «ισχυρών» ενδείξεων που οδηγούν στην εδραίωση της βεβαιότητας για μια κλιματική αλλαγή που βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι αβεβαιότητες, ωστόσο, παραμένουν σημαντικές μόλις επικεντρωθούμε σε πτυχές του κλίματος που είναι πιο δύσκολο να «ενσωματωθούν» σε μια παγκόσμια οπτική.
Αυτή είναι η περίπτωση της βροχόπτωσης και, γενικά, όλων των κλιματολογικών φαινομένων που σχετίζονται με το υδατικό ισοζύγιο (εξατμισοδιαπνοή, νεφοκάλυψη, ροή κ.λπ.). Βέβαια, μία γενική αύξηση των βροχοπτώσεων ή/και αυξημένη συχνότητα βροχής στα μεσαία και μεγάλα γεωγραφικά πλάτη του βόρειου ημισφαιρίου, σε συνδυασμό με την επιδείνωση των φαινομένων ξηρασίας σε πολλές υποτροπικές και τροπικές περιοχές, φαίνεται να μπορεί να πιστοποιηθεί από την ανάλυση των διαθέσιμων δεδομένων και με τις ίδιες στατιστικές μεθόδους που χρησιμοποιούμε για τις θερμοκρασίες.
Αλλά η βροχόπτωση, σε αντίθεση με τη θερμοκρασία, είναι ένας σύνθετος κλιματικός χαρακτήρας που, εκτός από την απουσία συνέχειας στο χώρο και στο χρόνο, εμφανίζεται με μεταβαλλόμενη συχνότητα και ένταση. Έχει τη συμπεριφορά ενός καθαρά χαοτικού συστήματος και κυριαρχείται από τους πολύπλοκους μηχανισμούς της ατμοσφαιρικής κυκλοφορίας, καθώς και από τη στενή σύζευξη μεταξύ ωκεανού και ατμόσφαιρας η οποία παράγει «εξωτικά» φαινόμενα όπως το El Niño και η Νότια Ταλάντωση ή η Ταλάντωση του Βόρειου Ατλαντικού.
Από την άλλη μεριά, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι καταιγίδες, οι τροπικοί κυκλώνες, οι παρατεταμένες ξηρασίες, οι καύσωνες και τα ξαφνικά ψυχρά μέτωπα, είναι ένας προσφιλής πειρασμός για τα μέσα ενημέρωσης προκειμένου να συνδέσουν την επικαιρότητα με την Κλιματική Αλλαγή. Όμως, ο μικρός ακόμη αριθμός των γεγονότων αυτών – παρά την δραματική πολλές φορές έντασή τους – κάνει πολύ δύσκολη την στατιστικά βάσιμη συσχέτιση και την επιβεβαίωση της σχέσης αίτιου – αιτιατού. Οι έντονες συζητήσεις που συνόδευσαν την «εξαιρετική» χρονιά των τυφώνων του 2005, με αποκορύφωση το καταστροφικό τσουνάμι με τον κωδικό Κatrina που έπληξε τη Νέα Ορλεάνη, οδήγησαν την IPCC να κάνει άλλη μια διπλωματική διατύπωση για την αύξηση των κυκλωνικών επεισοδίων στον Ατλαντικό, λέγοντας ότι είναι «πολύ πιθανόν να συνδέονται με την Κλιματική Αλλαγή, αλλά δεν μπορούν ακόμη να στηρίξουν την υπόθεση μιας αδιαφιλονίκητης εξάρτησης».
[1] Στην Διάσκεψη της Κοπενχάγης, αν και αναγνωρίστηκε η ανάγκη για δραστικές μειώσεις των αερίων του θερμοκηπίου, παγκοσμίως, έως και 50% προκειμένου η αύξηση της θερμοκρασίας να μην ξεπεράσει τους 2ο C, εντούτοις το μπλοκ των εκτός της ΕΕ ισχυρών (ΗΠΑ, Βραζιλία, Κίνα, Ινδία κ.ά.) πέτυχε να μην ψηφιστούν δεσμευτικές ποσοτικές συμφωνίες ανά χώρα.
[2] Η επίμαχη φράση ήταν ότι “οι παγετώνες στα Ιμαλάια υποχωρούν γρηγορότερα από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου” […]
[3] Albedo ή λευκαύγεια: είναι το μέτρο της ανακλαστικότητας μιας επιφάνειας ή ενός σώματος. Εκφράζεται με το λόγο της ανακλώμενης προς την προσπίπτουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ή ως ποσοστό %. Η λευκαύγεια του φρέσκου χιονιού είναι υψηλή, έως και 90%. Η επιφάνεια των ωκεανών έχει χαμηλή λευκαύγεια. Η Γη έχει μια μέση λευκαύγεια της τάξης του 37-39%, ενώ η λευκαύγεια της Σελήνης είναι γύρω στο 12%. Άλλες τιμές λευκαύγειας για γήινα συστήματα είναι 10-12% για φυλλοβόλα δάση, 5-15% για κωνοφόρα δάση και 5-10% για το ασφαλτικό οδόστρωμα.
[4] Το σύνολο του πάγου στη Γη στις διάφορες μορφές του.