Η ΕΕ ενέκρινε το γερμανικό πρόγραμμα ενίσχυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ύψους 28 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Αυτό που ετέθη ως ερώτημα στην Επιτροπή είναι αν η στήριξη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίθετη στην πολιτική του υγιούς ανταγωνισμού. Η Επιτροπή απεφάνθη τελικά ότι η κρατική υποστήριξη του Βερολίνου στις ανανεώσιμες πηγές περιορίστηκε στο «ελάχιστο απαραίτητο» και περιλάμβανε εγγυήσεις για την ελαχιστοποίηση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Άλλωστε οι εταιρείες συμμετέχουν μέσω προσφορών για την συμμετοχή σε κρατικούς διαγωνισμούς.
Η απάντηση του Βερολίνου στην ενεργειακή κρίση της Ευρώπης είχε προηγουμένως προσελκύσει επικρίσεις από ορισμένες χώρες της ΕΕ.
Στοχεύοντας κυρίως το ευρύτερο σχέδιο της Γερμανίας να δώσει επιδοτήσεις έως και 200 δισεκατομμυρίων ευρώ για την προστασία των καταναλωτών και των επιχειρήσεων από το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος. Πρόκειται για ένα ποσό που πολλά άλλα κράτη δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά, και το οποίο ορισμένοι είπαν ότι θα νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η γερμανική πρωτοβουλία, που ανακοινώθηκε τον Οκτώβριο, υπενθύμισε βέβαια το χάσμα μεταξύ των πλούσιων χωρών της ΕΕ, οι οποίες μπορούν σχετικά εύκολα να καταφεύγουν σε δανεισμό, και των κυβερνήσεων που έχουν οικονομικές δυσκολίες και αναζητούν απεγνωσμένα νέα κεφάλαια.
«Χωρίς μια κοινή ευρωπαϊκή λύση κινδυνεύουμε σοβαρά με διάλυση. Επομένως, είναι πρωταρχικής σημασίας να διατηρήσουμε ίσους όρους ανταγωνισμού για όλους», δήλωσε τότε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, χωρίς να κατονομάσει τη Γερμανία.
Στο σκεπτικό της Επιτροπής αναφέρεται ότι το πρόγραμμα είναι «αναγκαίο και κατάλληλο» για την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη μείωση των εκπομπών αερίων που ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή, και ότι ο θετικός περιβαλλοντικός αντίκτυπός του θα αντισταθμίσει πιθανές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.
Η πολιτική της Γερμανίας στοχεύει στην ταχεία επέκταση της χρήσης αιολικής και ηλιακής ενέργειας. Έχει σχεδιαστεί με στόχο την επίτευξη του στόχου της χώρας να παράγει το 80% της ηλεκτρικής της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030. Αντικαθιστά έτσι το υπάρχον πρόγραμμα υποστήριξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που έχει ισχύ έως το 2026. Το σύστημα βασίζεται σε ένα συνδυασμό επιδοτήσεων και εγγυημένης τιμής στην κιλοβαττώρα, πράγμα που προστατεύει και τους μικρούς παραγωγούς/καταναλωτές.
Σημ. Το feed-in tariff (FIT) είναι μια πολιτική παροχής ενέργειας που επικεντρώνεται στην υποστήριξη της ανάπτυξης νέων έργων προσφέροντας μακροπρόθεσμες συμφωνίες αγοράς για την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας ΑΠΕ. Αυτές οι συμφωνίες συνήθως προσφέρονται στο πλαίσιο συμβάσεων που κυμαίνονται από 10-25 χρόνια και παρατείνονται για κάθε κιλοβατώρα ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται. Τα επίπεδα πληρωμής για κάθε κιλοβατώρα μπορούν να διαφοροποιηθούν ανάλογα με τον τύπο τεχνολογίας, το μέγεθος του έργου, την ποιότητα των πόρων και την τοποθεσία, ώστε να αντικατοπτρίζουν καλύτερα το πραγματικό κόστος. Οι ρυθμιστικές αρχές μπορούν επίσης να προσαρμόσουν τα επίπεδα ενισχύσεων ώστε να μειώνονται σταδιακά, κάτι που θα παρακολουθεί και θα ενθαρρύνει την τεχνολογική αλλαγή. Σε μια εναλλακτική προσέγγιση, οι πληρωμές FIT μπορούν να προσφέρονται ως premium ή μπόνους πάνω από την επικρατούσα τιμή της αγοράς.
Φωτο: H πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν