Το δικαίωμα των πολιτών στην περιβαλλοντική δικαιοσύνη είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένο και τα υπεύθυνα όργανα για να την προασπίζονται έχουν μάλλον συμβολικό παρά ουσιαστικό χαρακτήρα.
Ο όρος με τον κωδικό “Fit for 55” περιγράφει συνθηματικά το πρόσφατο πακέτο μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει σχεδιαστεί για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου των κρατών-μελών κατά 55% έως το 2030. Το πακέτο προτάθηκε τον Ιούλιο του 2021 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και, στο πλαίσιο μιας ταχείας νομοθετικής διαδικασίας, οι προτάσεις ενδέχεται να γίνουν νόμοι μέσα στο 2022. Τα μέτρα περιλαμβάνουν πρόσθετη υποστήριξη της καθαρές μεταφορές και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και τον «Μηχανισμό Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα», ένα εργαλείο τιμολογιακής πολιτικής που αφορά στην ουσία της εισαγωγές με υψηλή περιεκτικότητα σε άνθρακα από χώρες που δεν διαθέτουν επαρκή δικά τους μέτρα μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου. Προτείνεται επίσης η επέκταση του συστήματος εμπορίας εκπομπών στις μεταφορές και τη θέρμανση (το σημερινό καθεστώς αφορά μόνο στο 40% των βιομηχανικών δραστηριοτήτων).
Στην όλη διαδικασία διαβούλευσης ανάμεσα στην Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και τους παράγοντες της οικονομίας, μια σημαντική πτυχή έμεινε υπό συζήτηση: Πώς μπορούν οι πολίτες να ζητούν από τις κυβερνήσεις τους να λογοδοτούν για τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν από κοινού στις διασκέψεις για το Κλίμα;
Θεωρητικά μπορούν: με προσφυγή στη δικαιοσύνη. Αυτό ακριβώς συνέβη στην υπόθεση “Urgenda for the Climate”, όπου Ολλανδοί πολίτες διαπίστωσαν πως η κυβέρνησή τους είχε νομικό καθήκον να αναλάβει πιο αποτελεσματική δράση για την κλιματική αλλαγή και, σε μια ιστορική νίκη για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ολλανδίας συμφώνησε (Δεκέμβριος του 2019).
Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη είναι ένα γνωστό εργαλείο που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι ιδιώτες και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις για να καταστήσουν υπόλογες της δημόσιες αρχές. Σε περιβαλλοντικά και κλιματικά θέματα, δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να ζητούν από τα όργανα αναθεώρησης ή τα δικαστήρια να επαληθεύσουν εάν μια αρχή έχει σεβαστεί τα δικαιώματα και έχει εκπληρώσει της απαιτήσεις που δημιουργούνται από την περιβαλλοντική και κλιματική νομοθεσία.
Επίσης, το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο και, κυρίως, είναι κάτι το οποίο σπάνια δουλεύει στην πράξη. Η αποσπασματικότητα της νομοθεσίας, η πολυπλοκότητα των οργάνων, η δύσκολη γλώσσα των κειμένων και οι λεπτομέρειες στις οποίες κρύβεται ο διάβολος κάνουν εξαιρετικά δύσκολες τέτοιες πρωτοβουλίες: απαιτούν πολύ ειδικευμένο προσωπικό, βαθιά γνώση της νομοθεσίας, και αρκετά χρήματα. Κάτι που μόνο μεγάλες οργανώσεις μπορούν να εξασφαλίσουν.
Έτσι, η περιβαλλοντική δημοκρατία γίνεται και πάλι υπόθεση των ολίγων, του στενού δηλαδή κύκλου πολιτειακών και κοινωνικών παραγόντων, οι οποίοι σίγουρα καλύπτουν ένα πολύ μικρό ποσοστό της κοινής γνώμης. Τα όργανα που θεσπίστηκαν γι’ αυτό (π.χ. ειδικά δικαστήρια) ή οι ψηφισμένες αρχές (π.χ. Συνθήκη του Aarhus) έχουν περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα.