Συνέντευξη του Νίκου Μάντζαρη, συνιδρυτή και αναλυτή πολιτικής της περιβαλλοντικής δεξαμενής σκέψης The Green Tank.
Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (ETS) είναι το μεγαλύτερο πρόγραμμα αυτού του είδους στον κόσμο. Ξεκίνησε το 2005 και αποτελεί τον κύριο πυλώνα δράσεων της ΕΕ κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Μέχρι το 2019, το σύστημα κάλυπτε περισσότερα από 10.000 εργοστάσια, σταθμούς παραγωγής ενέργειας και άλλες εγκαταστάσεις σε 31 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των μελών της ΕΕ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ισλανδίας, της Νορβηγίας και του Λιχτενστάιν. Το σύνολο αυτών των πηγών παράγει περίπου το 40% από τις ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ενώ το άλλο 60% προέρχεται κυρίως από τις μεταφορές, τον τομέα των κτηρίων, τη γεωργία/κτηνοτροφία και τα απορρίμματα.
Η ιδέα πίσω από το ETS, την οποία διατύπωσε ο Καναδός οικονομολόγος John Dales πριν από 50 χρόνια, είναι απλή όσο και ιδιοφυής. Τα συμβαλλόμενα μέρη, αντί να παρακολουθούν κάθε μεμονωμένη μονάδα πόσα αέρια εκπέμπει, ορίζουν απλώς μια συνολική ετήσια ποσότητα και την διαθέτουν με δημοπρασία στα εργοστάσια που λειτουργούν. Για να επιτευχθούν λιγότερες εκπομπές, η συνολική ποσότητα –το ανώτατο όριο– μειώνεται χρόνο με το χρόνο. Οι εταιρείες μπορούν είτε να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες που παράγουν λιγότερο CO2 και να πουλήσουν τις πλεονάζουσες, είτε να αγοράσουν πρόσθετα πιστοποιητικά για να αυξήσουν το όριο που δικαιούνται. Οι ιδιοκτήτες όλων των εγκαταστάσεων υποχρεούνται να παρακολουθούν και να αναφέρουν τους «ισολογισμούς» τους.
Ζητήσαμε από τον Νίκο Μάντζαρη να μας δώσει μια σφαιρική εικόνα του τρόπου με τον οποίο έχει λειτουργήσει το σύστημα μέχρι σήμερα, καθώς και έναν απολογισμό της απόδοσής του.
-Η εμπορία εκπομπών CO2, που στην ΕΕ ξεκίνησε πριν από 20 περίπου χρόνια, αποτέλεσε τον κύριο (εθελοντικό;) μηχανισμό για την μείωση των αερίων του θερμοκηπίου στις περισσότερες δυτικές χώρες. Μπορούμε να κάνουμε μια πρώτη αποτίμηση;
Ν.Μ. : Ένας απολογισμός μοιραία γίνεται πάντα με στοιχεία. Στις τρεις πρώτες φάσεις του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), μεταξύ 2005 και 2020, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τους τομείς που υπάγονται στο ΣΕΔΕ (παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας, ενεργοβόρος βιομηχανία και αεροπορικές μεταφορές από το 2012) μειώθηκαν κατά περισσότερο από 40%. Για να κατανοήσουμε αν αυτό είναι πολύ ή λίγο, είναι χρήσιμο να συγκρίνουμε με τον προηγούμενο στόχο που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση για το 2030 (πριν το νέο πακέτο “fit for 55”) που ήταν η μείωση των εκπομπών των τομέων του ΣΕΔΕ κατά 43% σε σχέση με το 2005. Με άλλα λόγια, το ΣΕΔΕ σχεδόν πέτυχε ως το 2020 αυτό που η ΕΕ επεδίωκε να πετύχει ως το 2030.
Επιπλέον, χρήσιμη είναι η σύγκριση της προσέγγισης της αγοράς που ενσωματώνει το ΣΕΔΕ για μείωση των εκπομπών με την κανονιστική προσέγγιση που είχε ως τώρα ο Κανονισμός ο οποίος διέπει τους υπόλοιπους τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας (Effort Sharing Regulation), δηλαδή τις μεταφορές, τα κτίρια, τη γεωργία/κτηνοτροφία και τα απορρίμματα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, μεταξύ 2005 και 2020, οι εκπομπές από αυτούς τους τομείς μειώθηκαν κατά λιγότερο από 16%, κάτι που είναι μεν πιο πάνω από τον στόχο που είχε τεθεί για αυτό το χρονικό διάστημα (-10%), αλλά πολύ πιο χαμηλά από την αντίστοιχη επίδοση του ΣΕΔΕ. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι εκπομπές των τομέων εκτός ΣΕΔΕ παρουσιάζουν στασιμότητα ή και αυξητικές τάσεις. Γι’ αυτό άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την υπαγωγή των οδικών μεταφορών και των κτιρίων, δηλαδή των δύο βασικότερων από πλευράς όγκου εκπομπών τομέων εκτός ΣΕΔΕ, σε ένα νέο διακριτό σύστημα εμπορίας εκπομπών στο πλαίσιο της τρέχουσας αναθεώρησης του ΣΕΔΕ.
Συμπερασματικά λοιπόν, το ΣΕΔΕ έχει αδυναμίες και στρεβλώσεις που το εμπόδισαν να είναι όσο αποτελεσματικό θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι στην πορεία των χρόνων, αλλά αποτελεί συγκριτικά το πιο επιτυχημένο εργαλείο κλιματικής πολιτικής που έχει στη διάθεσή της η Ευρώπη.
-Αρκετοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το «αόρατο χέρι της αγοράς» δεν λειτούργησε όσο το περίμεναν οι οπαδοί του φιλελευθερισμού. Έτσι οι κρατιστές, ακόμη και σοσιαλδημοκράτες, βρήκαν την ευκαιρία να ζητήσουν περισσότερο κράτος και νομοθετικούς περιορισμούς…
Ν.Μ. : Νομίζω ότι πίσω από την κριτική δεν βρίσκονται ιδεολογικές διαφορές μεταξύ φιλελευθέρων και σοσιαλιστών ή κρατιστών, αλλά τα συμφέροντα των εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα και ενός τμήματος της βιομηχανίας που δεν θέλει να αλλάξει τις παραγωγικές της διεργασίες προκειμένου να μειώσει το ανθρακικό της αποτύπωμα. Αυτοί είναι που ζημιώνονται περισσότερο από μια υγιή αγορά άνθρακα με υψηλές τιμές δικαιωμάτων, όπως αυτή που διαμορφώθηκε από το δεύτερο μισό του 2018 και «αντέχει» ως σήμερα.
Θέλοντας να είμαστε ακριβοδίκαιοι στην αποτύπωση αυτών των πιέσεων σε επίπεδο πολιτικών ομάδων στην Ευρώπη, πέρα από τους Πράσινους (πλέον και την Αριστερά), οι Σοσιαλιστές ήταν εκείνοι που στις τελευταίες δύο αναθεωρήσεις είχαν τις πιο προοδευτικές θέσεις σε ζητήματα κλιματικής φιλοδοξίας σε αντίθεση με τους Φιλελευθέρους, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και τις πιο συντηρητικές πολιτικές ομάδες (ECR, ID) οι οποίοι τότε και κυρίως τώρα επιδιώκουν μεγαλύτερο έλεγχο της αγοράς άνθρακα, με απώτερο στόχο μειωμένες τιμές δικαιωμάτων εκπομπών, ώστε να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων.
-Να επιμείνουμε λίγο σε αυτό το ζήτημα: Όσοι βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο, και είναι αρκετοί, προσυπογράφουν την ηχηρή αποτυχία του Ευρωπαϊκού συστήματος (ETS). Ισχυρίζονται ότι αν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στην γηραιά ήπειρο μειώθηκαν ελαφρά από το 2005, αυτό οφείλεται κυρίως στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Η τιμή του άνθρακα, που παρέμεινε εξαιρετικά χαμηλή (μεταξύ 4 και 6 ευρώ ανά τόνο για πολύ μεγάλο διάστημα), αποδείχθηκε εξαιρετικά ανεπαρκής για να ενθαρρύνει οποιαδήποτε αλλαγή στο συμβατικό βιομηχανικό μοντέλο. Λόγω του πλεονάσματος δικαιωμάτων, η τιμή εκπομπών έπεσε ακόμη και στο μηδέν το 2007.
Ν.Μ. : Είναι αλήθεια ότι οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπών έπεσαν πολύ χαμηλά μεταξύ 2012 και 2018, και είναι επίσης αλήθεια ότι αυτό οφειλόταν κυρίως στα τεράστια πλεονάσματα δικαιωμάτων εκπομπών. Αυτή η υπερπροσφορά δικαιωμάτων εκπομπών στην αγορά ήταν αποτέλεσμα της πολύ γενναιόδωρης κατανομής δωρεάν δικαιωμάτων στην ενεργοβόρο βιομηχανία (διυλιστήρια, χαλυβουργίες, βιομηχανίες τσιμέντου κλπ) από την αρχή της λειτουργίας του ΣΕΔΕ μέχρι σήμερα ως μέτρο προστασίας αυτών των βιομηχανιών από τον λεγόμενο κίνδυνο «διαρροής άνθρακα», πράγμα που με τη σειρά του οδήγησε πρακτικά σε στασιμότητα των εκπομπών από τη βιομηχανία. Η συσχέτιση μεταξύ δωρεάν δικαιωμάτων και στασιμότητας των εκπομπών γίνεται φανερή αν εξετάσει κανείς την πορεία των εκπομπών του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής συγκριτικά με αυτών της ενεργοβόρου βιομηχανίας. Οι πρώτες άρχισαν να μειώνονται από το 2013 και μετά όταν η συντριπτική πλειονότητα των δικαιωμάτων που αντιστοιχούσαν στον τομέα ηλεκτροπαραγωγής έπαψαν να είναι δωρεάν, και μάλιστα παρά τις πολύ χαμηλές τιμές άνθρακα τα πρώτα 5 χρόνια της 3ης φάσης του ΣΕΔΕ (2013-2020). Οι δεύτερες συνέχισαν να παραμένουν στάσιμες σε υψηλά επίπεδα, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα των δικαιωμάτων της ενεργοβόρου βιομηχανίας εξακολούθησαν να δίνονται δωρεάν. Η τάση αυτή της στασιμότητας στο ανθρακικό αποτύπωμα των βιομηχανιών συνεχίστηκε και μετά το δεύτερο μισό του 2018, παρά την πολύ μεγάλη αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων, ενώ την ίδια περίοδο οι εκπομπές από την ηλεκτροπαραγωγή καταποντίστηκαν, κυρίως λόγω της κατάρρευσης της λιγνιτικής παραγωγής σε ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία επιβαρύνεται πολύ περισσότερο από την τιμή του άνθρακα σε σχέση με την αντίστοιχη από μονάδες ορυκτού αερίου.
Σε κάθε περίπτωση η αποτελεσματικότητα του ΣΕΔΕ έγινε φανερή μετά την προηγούμενη αναθεώρηση της σχετικής Οδηγίας που ξεκίνησε το 2015 και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2018, όπου, μεταξύ άλλων σημαντικών μεταρρυθμίσεων, θεσπίστηκε ο μηχανισμός Αποθεματικού Σταθερότητας Αγοράς (Market Stability Reserve) με σκοπό να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των υπερβολικών πλεονασμάτων δικαιωμάτων στην αγορά άνθρακα. Η έναρξη λειτουργίας του έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αύξηση των τιμών του άνθρακα, η οποία με τη σειρά της οδήγησε σε μεγάλη μείωση των εκπομπών, πρωτίστως στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής.
-Οι επικριτές, βλέπουν και άλλες αδυναμίες σε αυτό το μηχανισμό, π.χ. ότι δόθηκαν, την πρώτη περίοδο, με περισσή γενναιοδωρία «δωρεάν δικαιώματα» τα οποία κάποιοι αξιοποίησαν κερδοσκοπικά. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο για την Οικονομία του Κλίματος, την 1η Μαΐου 2019 λειτουργούσαν παγκοσμίως μόνο 25 συστήματα φορολογίας άνθρακα (εθνικά) και 26 αγορές εμπορεύσιμων δικαιωμάτων. Η περιορισμένη συμμετοχή κρατών σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, οι φόροι και οι αγορές των ποσοστώσεων (quotas) δεν απειλούν να δημιουργήσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό, προς όφελος εκείνων που απέχουν; Τι απαντάει η Ευρώπη;
Ν.Μ. : Συμφωνώ. Το μεγαλύτερο λάθος του ΣΕΔΕ από την ίδρυσή του ήταν το μοίρασμα τεράστιων ποσοτήτων δωρεάν δικαιωμάτων στην ενεργοβόρο βιομηχανία. Αυτό παραμένει ζητούμενο ακόμα και στην τρέχουσα αναθεώρηση, όπου οι ασκούμενες πιέσεις έχουν στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή καθυστέρηση της κατάργησης των δωρεάν δικαιωμάτων και της παράλληλης έναρξης του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (Carbon Border Adjustment Mechanism – CBAM). Ο τελευταίος προορίζεται να υποκαταστήσει τον αποτυχημένο ως τώρα μηχανισμό των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών για την αντιμετώπιση του κινδύνου «διαρροής άνθρακα», της αλλαγής δηλαδή έδρας και μεταφοράς δραστηριοτήτων των ευρωπαϊκών βιομηχανιών σε τρίτες χώρες όπου δεν υπάρχει σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ή φόρος άνθρακα.
Είναι επίσης γεγονός ότι οι λίγες αγορές άνθρακα που υπάρχουν διεθνώς είναι σαφώς λιγότερο «ώριμες» από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή, με αποτέλεσμα από τη μία μεριά να εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος «διαρροής άνθρακα» και η απειλή για τη μείωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, ενώ από την άλλη να μην μειώνονται οι παγκόσμιες εκπομπές με ρυθμούς που θα διατηρήσουν την άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5oC.
Πέρα από την κλιματική διπλωματία, η οποία ως τώρα δεν έχει αποδώσει τους απαιτούμενους καρπούς, η Ευρώπη «απαντά» σε αυτό το θεμελιώδες πρόβλημα με τον Μηχανισμό Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα που προανέφερα. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που ουσιαστικά επιβάλλει φόρο άνθρακα ίσο με την τιμή του δικαιώματος εκπομπών στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων στις εισαγωγές της ΕΕ από τρίτες χώρες σε 5 κατηγορίες προϊόντων: χάλυβα-σίδηρο, αλουμίνιο, τσιμέντο, λιπάσματα, και ηλεκτρική ενέργεια. Οι εισαγωγείς μπορούν να εξαιρεθούν από την υποχρέωση πληρωμής αν ήδη πληρώνουν το κόστος του CO2 που εκπέμπεται κατά την παραγωγή των αντίστοιχων προϊόντων. Έτσι η ΕΕ όχι μόνο εξανεμίζει το συγκριτικό μειονέκτημα που είχαν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους σε τρίτες χώρες πριν τη θέσπιση του CBAM, αλλά παρακινεί και τις τρίτες χώρες είτε να θεσπίσουν παρόμοιο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών όπως το ευρωπαϊκό, είτε να μειώσουν πολύ το ανθρακικό τους αποτύπωμα. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες θα λαμβάνουν σταδιακά όλο και λιγότερα δωρεάν δικαιώματα και άρα, με τη βοήθεια ενός πολύ μεγάλου ταμείου (Ταμείο Καινοτομίας), θα αναγκαστούν να προβούν σε αλλαγές στην παραγωγική τους διαδικασία, οι οποίες θα μειώσουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα προκειμένου να μειώσουν το κόστος άνθρακα με το οποίο πλέον θα επιβαρύνονται. Πρόκειται δηλαδή για έναν μηχανισμό που στόχο έχει τη μείωση των εκπομπών εντός αλλά και εκτός Ευρώπης.
-Μέχρι πολύ πρόσφατα, οι ευρωπαϊκές εταιρείες ενέργειας συνέχισαν να κατασκευάζουν νέους ανθρακικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, την πιο «ρυπογόνα» πηγή ενέργειας, χάρη σε μια εξαίρεση που επέτρεπε σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, και στην Ελλάδα, να επωφεληθούν από τη χρηματοδότηση της μεταβατικής περιόδου. Αυτό δεν ακούγεται σαν υποχώρηση σε σχέση με τους στόχους;
Ν.Μ. : Αναφέρεστε στην εξαίρεση του άρθρου 10γ της οδηγίας για το ΣΕΔΕ, σύμφωνα με την οποία οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής εξακολουθούν να παίρνουν δωρεάν δικαιώματα εκπομπών. Καταρχάς να διευκρινίσουμε ότι η Ελλάδα ΔΕΝ πήρε τέτοια εξαίρεση παρά τις προσπάθειες τόσο της ΔΕΗ όσο και της τότε κυβέρνησης κατά την προηγούμενη αναθεώρηση. Αυτό ήταν το σχέδιο, από τη στιγμή που βγήκε η πρόταση της Επιτροπής για την (προηγούμενη) αναθεώρηση του ΣΕΔΕ το 2015, και διαπιστώθηκε ότι οι δρομολογούμενες αλλαγές θα οδηγήσουν σε πολύ σημαντική αύξηση των τιμών άνθρακα, με αποτέλεσμα οι σχεδιαζόμενες νέες λιγνιτικές μονάδες στην Ελλάδα να είναι οικονομικά μη βιώσιμες. Βασικός στόχος του σχεδίου της Ελλάδας ήταν να αλλάξει το σχετικό σημείο στην Οδηγία για τα κριτήρια επιλεξιμότητας, ώστε τελικά να καταστεί συμφέρουσα η κατασκευή όχι μόνο μίας αλλά δύο νέων λιγνιτικών μονάδων (της Πτολεμαΐδας 5 και της Μελίτης 2). Το σχέδιο κατέρρευσε παταγωδώς, πράγμα το οποίο έγινε (οριστικά) γνωστό τον Φεβρουάριο του 2017, όταν η Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου απέρριψε σχετική τροπολογία που κατατέθηκε από πολλούς Έλληνες ευρωβουλευτές και από τα τρία μεγάλα κόμματα. Ωστόσο η κατασκευή της Πτολεμαΐδας 5 συνεχίστηκε απρόσκοπτα, με αποτέλεσμα να έχουμε μια λιγνιτική μονάδα η οποία κόστισε παραπάνω από 1,6 δις ευρώ (συμπεριλαμβανομένων και των δύο σχετικών μετεγκαταστάσεων οικισμών) και η οποία θα λειτουργήσει το πολύ ως το 2028.
Ωστόσο ναι, άλλα κράτη μέλη (οι 10 με το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα) συνέχισαν να λαμβάνουν δωρεάν δικαιώματα εκπομπών από το 2013 ως σήμερα, τα οποία αποτέλεσαν σημαντική οικονομική ενίσχυση για τη λιγνιτική βιομηχανία τους. Το μέτρο αυτό ατόνησε από την έναρξη της 4ης φάσης (2021), καθώς μια από τις βασικές προϋποθέσεις που εισήχθησαν στην προηγούμενη αναθεώρηση για να παίρνει μια εταιρεία ηλεκτροπαραγωγής δωρεάν δικαιώματα για τις λιγνιτικές της μονάδες ήταν να επενδύει αντίστοιχα ποσά για την παραγωγή καθαρής ενέργειας. Ως αποτέλεσμα, οι πιο πολλές από τις 8 λιγνιτοπαραγωγές χώρες που δικαιούνται αυτήν την εξαίρεση (πλην Βουλγαρίας, Πολωνίας και Ουγγαρίας) μετέφεραν τα δικαιώματα αυτά στο Ταμείο Εκσυγχρονισμού και ΔΕΝ τα κατένειμαν στις λιγνιτικές τους μονάδες όπως έκαναν καθόλη τη διάρκεια της 3ης φάσης του ΣΕΔΕ (2013-2020). Στην τρέχουσα αναθεώρηση του ΣΕΔΕ, το Ευρωκοινοβούλιο ψήφισε την κατάργηση του άρθρου 10γ και την υποχρεωτική μεταφορά των δικαιωμάτων των επιλέξιμων κρατών μελών στο Ταμείο Εκσυγχρονισμού.
-Εξαιρέσεις, μεταβατικές ρυθμίσεις, επιδοτήσεις. Το σημαντικό επιχείρημα ήταν, όπως είπατε και παραπάνω, ότι με αυτό τον τρόπο δεν θα αναγκαστούν οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας να μετακομίσουν από την Ευρώπη για άλλες πατρίδες με λιγότερες υποχρεώσεις (leakage). Τελικά όλα αυτά ήταν πράγματι απαραίτητα;
Ν.Μ. : Το βασικό μέτρο που επιστρατεύτηκε από την ΕΕ για την αποφυγή της μεταφοράς της έδρας και των δραστηριοτήτων ευρωπαϊκών βιομηχανιών σε τρίτες χώρες χωρίς φόρους άνθρακα ή συστήματα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών (δηλαδή τη λεγόμενη «διαρροή άνθρακα») ήταν να τους προσφέρει πολλά δικαιώματα εκπομπών δωρεάν και συχνά περισσότερα από τις πραγματικές τους εκπομπές, με αποτέλεσμα να αποκομίζουν και κέρδη από την πώληση των πλεονασμάτων τους στην αγορά άνθρακα. Μετά από 17 χρόνια εφαρμογής αυτής της πολιτικής και εξετάζοντας τις πραγματικές εκπομπές των βιομηχανιών που έλαβαν αυτά τα δωρεάν δικαιώματα, οι οποίες μειώθηκαν ελάχιστα, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι το μέτρο απέτυχε. Θα είχε συντελεστεί πολύ μεγαλύτερη πρόοδος αν το μέτρο αυτό είχε καταργηθεί νωρίτερα και είχε υποκατασταθεί από τον συνδυασμό του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής (CBAM) με ένα μεγάλο Ταμείο Καινοτομίας που θα χρηματοδοτούσε την απανθρακοποίηση των βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει στην τρέχουσα αναθεώρηση του ΣΕΔΕ. Δεν θα ήταν μόνο καλύτερες οι κλιματικές επιδόσεις της Ευρώπης, αλλά θα ήταν και πολύ πιο θωρακισμένη η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών.
-Πολλοί αναλυτές έχουν με έμφαση υποστηρίξει ότι αυτές οι δωρεάν παραχωρήσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό υπερεκτιμημένες, δημιουργώντας ουρανοκατέβατα κέρδη για πολλές εταιρείες (windfall profits). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μιας εξειδικευμένης οργάνωσης που έχω υπόψιν μου, το Carbon Watch Report, μόνον ο τομέας του χάλυβα συγκέντρωσε υπερκέρδη 8,4 δισ. ευρώ στην περίοδο 2008-2015, ενώ του τσιμέντου 5 δισ. ευρώ, χάρη στις στρεβλώσεις της ευρωπαϊκής αγοράς άνθρακα. Το μεγαλύτερο μερίδιο το εισέπραξαν οι γερμανικές επιχειρήσεις, ενώ στην Ελλάδα τα έσοδα των αντίστοιχων κλάδων (κυρίως χάλυβας, τσιμέντο, διυλιστήρια και χημικά) ανήλθαν σε 911 εκ. ευρώ. Οι μεγάλοι χαμένοι σε αυτές τις συναλλαγές ήταν οι εταιρείες παραγωγής ενέργειας (π..χ ΔΕΗ) οι οποίες ήταν και οι μόνες για τις οποίες δεν συνέτρεχε ο κίνδυνος της μετεγκατάστασης.
Ν.Μ. : Είναι ακριβώς έτσι και συμφωνώ και με τον χαρακτηρισμό του μηχανισμού δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών ως «στρέβλωση». Η ανάλυση που αναφέρετε είναι του CU Delft και έγινε για λογαριασμό του Carbon Market Watch στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE-ETX στο οποίο μετέχει και το Green Tank με στόχο τη βελτίωση του ΣΕΔΕ στο πλαίσιο της τρέχουσας αναθεώρησης της σχετικής Οδηγίας. Όντως οι ενεργοβόρες βιομηχανίες της Ελλάδας, κυρίως τα διυλιστήρια και οι βιομηχανίες τσιμέντου, αποκόμισαν άμεσα ή έμμεσα κέρδη 911 εκ. ευρώ τη συγκεκριμένη περίοδο. Η ΔΕΗ δεν θα μπορούσε να αποκομίσει κέρδη, ακριβώς επειδή οι λιγνιτικές της μονάδες δεν δικαιούνταν δωρεάν δικαιώματα εκπομπών μέσω της εξαίρεσης του άρθρου 10γ που προανέφερα. Η δε ανάλυση του CU Delft αφορά αποκλειστικά και μόνο την ενεργοβόρο βιομηχανία και όχι τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής.
-Στην Ελλάδα, τους πλειστηριασμούς τους έχει αναλάβει το Χρηματιστήριο. Πώς λειτουργεί αυτό το σύστημα; Ποιοι (έχουν δικαίωμα να) συμμετέχουν; Και το κυριότερο: πώς προκύπτουν έσοδα για το κράτος και πόσα; Εν τέλει, πώς γίνεται να βγαίνουν όλοι κερδισμένοι (ΕΕ, κράτη-μέλη, βιομηχανίες, μεσάζοντες, καταναλωτές κτλ.) σε αυτήν την επιχείρηση; Ανακαλύψαμε μια θαυματουργό μηχανή;
Ν.Μ. : Στις δημοπρασίες τις οποίες διενεργεί το Εuropean Energy Exchange (EEX) η Ελλάδα εκπροσωπείται από τον Διαχειριστή Εγγυήσεων ΑΠΕ και Εγγυήσεων Προέλευσης (ΔΑΠΕΕΠ). Σύμφωνα με την οδηγία για το ΣΕΔΕ, σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ-27 κατανέμεται συγκεκριμένος αριθμός δικαιωμάτων με βάση τις ιστορικές του εκπομπές, καθώς και επιπλέον δικαιώματα στα κράτη μέλη που έχουν κατά κεφαλήν εισόδημα κάτω από το 90% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Τα δικαιώματα αυτά δημοπρατούνται από το EEX και τα έσοδα τα λαμβάνει κάθε κράτος μέλος, αποτελούν δηλαδή δημόσια έσοδα. Το πνεύμα της Οδηγίας είναι οι πόροι αυτοί να χρησιμοποιηθούν για κλιματική δράση και μάλιστα η Οδηγία αναφέρει συγκεκριμένες χρήσεις με τη λογική τα έσοδα από ρυπογόνες δραστηριότητες να διοχετευτούν προς όφελος του κλίματος και των πολιτών, εφαρμόζοντας στην πράξη την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Υπό αυτή την έννοια, ναι, το ΣΕΔΕ είναι μια «θαυματουργός μηχανή». Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν και εδώ… εξαιρέσεις και «παραθυράκια». Οι χρήσεις των εσόδων για την προστασία του κλίματος δεν είναι υποχρεωτικές και το σχετικό μέτρο της Οδηγίας αφορά μόνο το 50% των εσόδων αυτών. Στην τρέχουσα αναθεώρηση της Οδηγίας για το ΣΕΔΕ ωστόσο προτάθηκε από την Ολομέλεια του ΕΚ το μέτρο να είναι υποχρεωτικό και να αφορά το 100% των πόρων. Δεν είναι διόλου βέβαιο όμως ότι με αυτή την άποψη θα συμφωνήσει και το Συμβούλιο των υπουργών Περιβάλλοντος, δηλαδή τα κράτη μέλη.
Η Ελλάδα ως το 2020 υπήρξε ένας από τους «καλύτερους μαθητές» στην Ευρώπη ως προς τις χρήσεις των εσόδων από το ΣΕΔΕ, καθώς σχεδόν το 94% των 2,36 δισ που εισέπραξε από τη δημοπράτηση των δικαιωμάτων εκπομπών που της κατανεμήθηκαν κατά τη διάρκεια της 3ης φάσης του ΣΕΔΕ (2013-2020) διοχετεύτηκαν σε κλιματικές δράσεις με προεξάρχουσα τη χρηματοδότηση του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας, καθώς και στήριξη των λιγνιτικών περιοχών της χώρας για τη μετάβασή τους στη μεταλιγνιτική εποχή. Μόλις το 6% κατέληξε στην ενεργοβόρο βιομηχανία για την αντιστάθμιση του κόστους CO2, χωρίς ωστόσο να μειωθεί το ανθρακικό της αποτύπωμα, οπότε η σχετική χρήση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κλιματική». Η κατάσταση με τη χρήση των δημοσίων εσόδων από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων εκπομπών τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη άλλαξε άρδην με την ενεργειακή κρίση που ξεκίνησε στο δεύτερο μισό του 2021. Τόσο το 2021 όσο και το 2022, το 75% περίπου από τα (πολύ μεγαλύτερα) αυτά έσοδα διοχετεύεται πλέον στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και καταλήγει να είναι στην ουσία μια έμμεση επιδότηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων από τους καταναλωτές, είτε για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, είτε για τη θέρμανση και ψύξη.
*Ο Νίκος Μάντζαρης είναι συνιδρυτής και αναλυτής πολιτικής στην περιβαλλοντική δεξαμενή σκέψης The Green Tank από το 2018. Σπούδασε χημικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Μετά από 2 χρόνια έρευνας στον «Δημόκριτο» ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη χημική και βιομοριακή μηχανική από το τμήμα Χημικής Μηχανικής και Επιστήμης των Υλικών από το Πανεπιστήμιο της Minessota (ΗΠΑ), σπουδάζοντας παράλληλα και βιολογία στο αντίστοιχο τμήμα, ενώ στο ίδιο πανεπιστήμιο έκανε μεταδιδακτορικό στα μαθηματικά.Στη συνέχεια έγινε Επίκουρος και μετέπειτα Αναπληρωτής Καθηγητής στα τμήματα Chemical and Biomolecular Engineering και Biomedical Engineering του Πανεπιστημίου Rice στο Houston του Texas. Η ερευνητική του δραστηριότητα ήταν στη βιοτεχνολογία, επεκτάθηκε στη νανοτεχνολογία ενώ άγγιξε διάφορες πτυχές της οικολογίας όπως για παράδειγμα τα βιοαποσυντιθέμενα πλαστικά. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα εργάστηκε στο WWF Ελλάς ως υπεύθυνος του τομέα κλιματικής και ενεργειακής πολιτικής, με έμφαση στην απολιγνιτοποίηση, τη στροφή του ενεργειακού μοντέλου στις ανανεώσιμες πηγές, τη δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών στη μετά-λιγνιτική εποχή και την ενεργειακή αποδοτικότητα, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Τον Ιανουάριο 2020 ορίστηκε μέλος της Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής για την Αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και τον Μάιο της ίδιας χρονιάς μέλος της Περιφερειακής Ομάδας της Δυτικής Μακεδονίας για τη Δίκαιη Μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή.