Συζήτηση με τον Παντελή Κάπρο, Ομότιμο Καθηγητή ΕΜΠ, για τις ανατροπές στην αγορά ενέργειας, την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου και το μέλλον της ηλεκτροπαραγωγής
– Ποια η γνώμη σας για την παρούσα κρίση ενέργειας; Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί;
Π.Κ.: Δεν νομίζω ότι μπορούσε να είχε αποφευχθεί η κρίση των τιμών του φυσικού αερίου. Ξεκίνησε, σε παγκόσμιο επίπεδο, με αιτία την πλεονάζουσα ζήτηση φυσικού αερίου από την απότομη άνοδο της ζήτησης μετά το COVID, ενώ η προσφορά (βασικά υγροποιημένου αερίου LNG) υστερούσε, επειδή ακριβώς η ζήτηση ήταν πολύ χαμηλή κατά τη διάρκεια του COVID. Φάνηκε ως μία έντονη κρίση κυκλικού τύπου (business cycle) η οποία κανονικά αποσβένεται γρήγορα μετά την προσαρμογή της προσφοράς. Λίγους μήνες μετά ξεκίνησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και έτσι η κρίση φυσικού αερίου είχε πλέον γεωπολιτική αιτία. Άλλοτε ως προεξόφληση έλλειψης αερίου λόγω διακοπής της ροής ρωσικού αερίου στους αγωγούς προς την Ευρώπη, και άλλοτε ως προεξόφληση της στενότητας προσφοράς LNG επειδή η Ευρώπη θα κατέφευγε στο LNG. Η γεωπολιτική αιτία συνεχίζεται και η προεξόφληση στενότητας της τροφοδοσίας με LNG έχει πια μακρόχρονη επίδραση.
Η ΕΕ δεν μπορούσε να επηρεάσει τις αιτίες αυτές. Όμως θα μπορούσε να ήταν πιο προνοητική σχετικά με τη μεγάλη εξάρτηση από το ρωσικό αέριο, ιδίως ορισμένων χωρών, όπως η Γερμανία. Θα έπρεπε να είχε διαφοροποιήσει τις πηγές προέλευσης περισσότερο, να είχε δημιουργήσει υποχρεωτικά αποθέματα ασφαλείας, σύστημα κοινής προμήθειας σε περίπτωση ανάγκης, ακόμα και Ευρωπαϊκό Ταμείο για χρηματοδότηση αντιστάθμισης σε περίπτωση μεγάλων αυξήσεων των τιμών φυσικού αερίου. Η ΕΕ αποκοιμήθηκε λόγω της παρατεταμένης αφθονίας στην προσφορά φθηνού αερίου, την οποία και εκμεταλλεύθηκε συγκροτώντας χρηματιστηριακές αγορές φυσικού αερίου που έσπασαν τα ρωσικά συμβόλαια τα οποία είχαν δυσβάστακτους όρους – με βάση τη σύνδεση των τιμών αερίου με τις τιμές του πετρελαίου. Έτσι, εξοικονόμησε περισσότερα από 100 δισ. μέσω των χρηματιστηρίων.
Όμως η ΕΕ έπρεπε να γνωρίζει ότι η υπερβολική εξάρτηση από spot αγορές έχει μεγάλες επιπτώσεις όταν οι τιμές αυξάνουν και έχουν μεγάλες διακυμάνσεις. Μόνη της η ελεύθερη αγορά αερίου, και μάλιστα ολιγοπωλιακή σε μεγάλο βαθμό, δεν θα μπορούσε να κρατήσει αποθέματα ασφαλείας και μηχανισμούς αντιστάθμισης των υψηλά κυμαινόμενων τιμών. Μόνο το Κράτος μπορεί να υποστηρίξει τέτοια μέτρα. Αυτά τα υποτίμησε όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και οι μεγάλες χώρες, είτε από υπερβολική εμπιστοσύνη στην ελεύθερη αγορά, είτε από άγνοια του κινδύνου που πάντα έχει η αγορά των υδρογονανθράκων.
–Η επιλογή του φυσικού αερίου, ως μεταβατικό καύσιμο, ήταν τελικά λάθος;
Π.Κ.: Δεν υπήρξε επιλογή μεταβατικού καυσίμου στο πλαίσιο των σεναρίων και πακέτων πολιτικής που εκπόνησε η ΕΕ για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Πρόκειται για έκφραση δημοσιογραφικού τύπου. Το φυσικό αέριο ήταν πολύ φθηνό για πολλά χρόνια, όπως ανέφερα ήδη, αλλά, και λόγω χαμηλότερων εκπομπών, δεν επιβαρυνόταν όσο ο λιγνίτης και ο άνθρακας από το κόστος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής στο πλαίσιο του ETS. Έτσι ήταν λογικό στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς το φυσικό αέριο να είναι προτιμητέο στην ηλεκτροπαραγωγή.
Από το 2016 και μετά, η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο έγινε σαφώς φθηνότερη σε σύγκριση με την παραγωγή με λιγνίτη ή άνθρακα. Μάλιστα οι μονάδες λιγνίτη και άνθρακα ήταν κατά κανόνα παλιές, είχαν επιπλέον περιορισμούς λειτουργίας λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης (διοξείδιο θείου, οξείδια αζώτου και σωματίδια), και έτσι κάθε νέα επένδυση, ή ακόμα και ανακαίνιση παλιάς μονάδας, ήταν προφανώς μη οικονομική και αβέβαια. Δεν υπήρξε κρατικό πρόγραμμα ή απόφαση να χρησιμοποιηθεί το φυσικό αέριο ως δήθεν μεταβατικό καύσιμο για την πράσινη μετάβαση. Και μάλιστα, εκτός λίγων χωρών, μεταξύ των οποίων δυστυχώς και η Ελλάδα, δεν αυξήθηκε η κατανάλωση φυσικού αερίου τα τελευταία χρόνια. Τώρα η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο είναι πλέον η ακριβότερη από όλες τις τεχνολογίες, αλλά σε λίγα χρόνια δεν αποκλείεται -αντίθετα πρέπει να αναμένεται- να έχουμε την αντίστροφη κατάσταση, οπότε και πάλι οι επενδύσεις σε λιγνίτη και άνθρακα να γίνουν αβέβαιες και ασύμφορες. Η μόνη σίγουρα οικονομικότερη λύση είναι η επιτάχυνση των ΑΠΕ και της αποθήκευσης. Ταυτόχρονα, στην τελική κατανάλωση, χρειάζεται επιτάχυνση των επενδύσεων ενεργειακής αποδοτικότητας, καθώς και των αντλιών θερμότητας και της ηλεκτροκίνησης.
–Μήπως ήταν πρόωρη η απολιγνιτοποίηση στην Ελλάδα;
Π.Κ.: Στην πραγματικότητα δεν έγινε «απολιγνιτοποίηση» με κάποια κρατική απόφαση. Πρόκειται για οικονομική απόφαση της ΔΕΗ λόγω κόστους συγκριτικά με άλλες τεχνολογίες, αλλά και μη ανάληψης αβέβαιων και αντιοικονομικών επενδύσεων στα ορυχεία και στην ανακαίνιση των παλαιών μονάδων. Η «απολιγνιτοποίηση» ξεκίνησε πριν το 2013 και ακολούθησε γραμμική πορεία προς τα κάτω, ξεκάθαρα λόγω μη οικονομικότητας. Μάλιστα τώρα που χρειάσθηκε να αυξηθεί η παραγωγή από λιγνίτη, οι μονάδες που στο μεταξύ είχαν κλείσει δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν λόγω μεγάλης παλαιότητας και παραβίασης κάθε ορίου σχετικά με την ατμοσφαιρική ρύπανση. Έγινε ακόμα φανερό ότι για να παράγουν οι μονάδες που είναι σε λειτουργία χρειάζονταν σημαντικές επενδύσεις στα ορυχεία, για τις οποίες μάλιστα η ΔΕΗ ζήτησε εγγύηση χρηματοδότησης από το Κράτος επειδή δεν θα μπορούσαν να αποσβεσθούν στο πλαίσιο της αγοράς. Αλλά και η νέα μονάδα λιγνίτη, που έχει υψηλότατο κόστος κατασκευής, είναι καταδικασμένη το αργότερο λίγο πριν το 2030 να μην μπορεί να εντάσσεται οικονομικά στην βέλτιστη κατανομή των μονάδων λόγω υψηλού κόστους αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής στο πλαίσιο του ETS.
–Πως σχολιάζετε την υψηλών τόνων συζήτηση για τα «υπερκέρδη» των εταιρειών ηλεκτροπαραγωγής;
Π.Κ.: Υπερκέρδος ηλεκτροπαραγωγού ορίζεται, για την ανάλυσή μας, ως η διαφορά μεταξύ των εσόδων στην αγορά της επόμενης ημέρας (χονδρική αγορά ηλεκτρισμού) ή εσόδων που προκύπτουν μέσω διμερών συμβάσεων διευθέτησης οικονομικών διαφορών (με καθορισμένη τιμή και με τρόπο με τον οποίο τα έσοδα δεν προσδιορίζονται με βάση την τιμή της χονδρικής αγοράς), μείον το συνολικό κόστος ηλεκτροπαραγωγής περιλαμβανομένων του ετήσιου κόστους εξυπηρέτησης κεφαλαίου, του κόστους συντήρησης και κάθε άλλης πάγιας δαπάνης, και του μεταβλητού κόστους το οποίο κυρίως εξαρτάται από το κόστος καυσίμου. Το υπερκέρδος δεν είναι παράνομο, αντίθετα στις ελεύθερες αγορές θεωρείται κίνητρο για επενδύσεις. Το πρόβλημα αστοχίας της αγοράς δημιουργείται όταν οι επιχειρήσεις ηλεκτρισμού κατά την πώληση σε πελάτες μετακυλούν και τα υπερκέρδη στις τιμές ως δήθεν κόστος. Δηλαδή όταν τιμολογούν τους πελάτες με βάση την τιμή εκκαθάρισης της χονδρικής αγοράς όταν αυτή είναι συστηματικά υψηλότερη του συνολικού πραγματικού κόστους ηλεκτροπαραγωγής.
Προφανώς ο υγιής ανταγωνισμός δεν θα τιμολογούσε τους πελάτες πάνω από το συνολικό κόστος, αφού αυτό περιλαμβάνει το κόστος κεφαλαίου και το εύλογο κέρδος. Επιπλέον, οι κανονισμοί της ΕΕ προβλέπουν ότι η αυτόματη μετακύλιση των τιμών χονδρικής στις τιμές λιανικής είναι σύμπτωμα μη υγιούς ανταγωνισμού, ιδίως όταν οι τιμές χονδρικής είναι συστηματικά υψηλότερες του συνολικού κόστους. Δυστυχώς αυτό θα συνέβαινε στην Ελλάδα αν δεν είχε θεσπισθεί ο μηχανισμός συλλογής των υπερκερδών στην χονδρική αγορά και η επιστροφή των ποσών αυτών στους καταναλωτές μέσω επιδότησης. Η παρέμβαση αυτή του Κράτους δεν συνιστά επιδότηση κάτω του πραγματικού συνολικού κόστους ηλεκτροπαραγωγής αλλά διόρθωση της αστοχίας της αγοράς και αποφυγή της μετακύλισης των υπερκερδών στους καταναλωτές.
–Ο μηχανισμός της οριακής τιμής του ηλεκτρισμού, όπως είναι σήμερα, είναι δίκαιος και λειτουργικός;
Π.Κ.: Σχετικά με τον τρόπο εύρεσης της βέλτιστης κατανομής μονάδων στον προγραμματισμό λειτουργίας της επόμενης ημέρας δεν υπάρχει εναλλακτική από την ταξινόμηση των μονάδων σε αυξανόμενο μεταβλητό κόστος (ή αυξανόμενη προσφορά τιμής). Προκειμένου οι παραγωγικές μονάδες να προσφέρουν τιμές που είναι σε αντιστοιχία με το μεταβλητό τους κόστος -και έτσι να ελαχιστοποιείται το κόστος των μονάδων που θα κατανεμηθούν για την επόμενη ημέρα- είναι αναγκαίο οι μονάδες που έχουν μικρό μεταβλητό κόστος να γνωρίζουν ότι θα λάβουν αμοιβή με βάση την τιμή προσφοράς της ακριβότερης παραγωγικής μονάδας που χρειάζεται για την κάλυψη της ζήτησης. Αλλιώς οι μονάδες θα υπέβαλλαν προσφορές πάνω από το μεταβλητό τους κόστος, μέχρι το επίπεδο τιμής που θα μάντευαν ότι θα έθετε η ακριβότερη μονάδα που χρειάζεται για να καλυφθεί η ζήτηση. Όμως, άλλο ζήτημα είναι η αμοιβή των παραγωγικών μονάδων και άλλο η διαμόρφωση των τιμών που πληρώνουν τελικά οι καταναλωτές.
Στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας επιτρέπονται κάθε είδους διμερείς συμβάσεις οι οποίες στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού χρησιμεύουν ώστε οι καταναλωτές τελικά να πληρώνουν με βάση το συνολικό πραγματικό κόστος της ενέργειας που καταναλώνουν. Αν κάποιος προμηθευτής επιχειρήσει να χρεώσει στους καταναλωτές και τα τυχόν υπερκέρδη στην παραγωγή, τότε θα βρεθεί άλλος προμηθευτής που δεν θα το κάνει -για να διατηρήσει την πελατεία του- αφού η τιμολόγηση στο συνολικό κόστος αποφέρει πλήρη ανάκτηση του κόστους και εύλογο κέρδος. Άρα το πρόβλημα δεν έγκειται στον μηχανισμό του οριακού κόστους στη χονδρική αγορά αλλά στις συνθήκες ανταγωνισμού στη λιανική αγορά.
–Πως κρίνετε τη λειτουργία του συστήματος Εμπορίας Εκπομπών μέχρι σήμερα; Βοήθησε στην μείωση CO2 ή αντίθετα δημιούργησε χώρο για κερδοσκοπία σύμφωνα με μια ορισμένη κριτική (δωρεάν δικαιώματα, ουρανοκατέβατα κέρδη κτλ.);
Π.Κ.: Πιστεύω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα ανταγωνισμού ή χειραγώγησης της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής ETS. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί και στη βάση των τιμών που παρατηρήθηκαν το 2022. Το ETS αποτελεί θεμελιώδη πολιτική μεγάλης σημασίας για τη μείωση των εκπομπών. Αποκάλυψε την πραγματική τιμή των εκπομπών στην αγορά και ώθησε τις επιχειρήσεις να ενσωματώσουν το κόστος εκπομπών στους οικονομικούς τους υπολογισμούς και την επιλογή επενδύσεων. Αυτό ισχύει και για τις βιομηχανίες που έτυχαν απαλλαγής για λόγους διεθνούς ανταγωνισμού. Χωρίς το ETS ποτέ δεν θα γινόταν η ραγδαία μείωση τη χρήσης στερεών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή και αλλού. Είναι η πιο επιτυχημένη πολιτική για το κλίμα και πρέπει να επεκταθεί και σε άλλους τομείς όπως εξάλλου προτάθηκε ήδη.
–Είναι οικονομικά ρεαλιστική μια ταχύτατη προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας; Ποιων ειδικότερα;
Π.Κ.: Το συνολικό κόστος παραγωγής από ΑΠΕ είναι μακράν μικρότερο από το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα, ακόμα και από την πυρηνική ενέργεια. Το κόστος είναι μικρότερο ακόμα και αν προστεθεί κόστος εξισορρόπησης και συμπλήρωσης του προφίλ παραγωγής των ΑΠΕ. Με την αναμενόμενη πρόοδο των συστημάτων αποθήκευσης, που ήδη φθηναίνουν συνέχεια, σύντομα θα μπορούμε να έχουμε ηλεκτρικό σύστημα καθαρό, φθηνό, σταθερών τιμών και απαλλαγμένο από κάθε εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα. Η ηλιακή ενέργεια έχει προτεραιότητα στην Ελλάδα, λόγω κόστους και ευκολίας εγκατάστασης. Πρέπει όμως να επιταχυνθούν και να αυξηθούν οι επενδύσεις στα δίκτυα, καθώς και να αλλάξουν οι κανόνες διαχείρισης των ΑΠΕ στο πλαίσιο των δικτύων. Η χερσαία αιολική ενέργεια είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί περαιτέρω, αλλά ίσως να μην καταφέρει να πετύχει τους ρυθμούς του παρελθόντος, λόγω χωροταξικών περιορισμών, περιορισμένων συνδέσεων κλπ. Όμως η αντικατάσταση παλαιών ανεμογεννητριών που φθάνουν στα όρια ζωής τους με νέες μεγαλύτερου μεγέθους μπορεί να αυξήσει θεαματικά τη συνολική δυναμικότητα των χερσαίων αιολικών. Υπάρχει σχεδόν απεριόριστο μέλλον των θαλάσσιων αιολικών, ιδίως των πλωτών στην Ελλάδα. Το κόστος της τεχνολογίας μειώνεται ήδη, αλλά τα εμπόδια αφορούν στην ανάπτυξη των δικτύων και στην χωροθέτηση και περιβαλλοντική συμβατότητα με το θαλάσσιο οικοσύστημα. Ο στόχος των 30GW ΑΠΕ το 2030 είναι απόλυτα εφικτός.
——————-
*Ο Παντελής Κάπρος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Πρώτος Πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (2000-2004), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΔΕΗ (1995-2000), Καθηγητής Οικονομικών στη Σορβόννη. Ως επικεφαλής του E3MLab έχει κατασκευάσει και χρησιμοποιήσει μεγάλης κλίμακας μαθηματικά μοντέλα για τις ενεργειακές αγορές, το περιβάλλον και τη γενική οικονομική ισορροπία, με τα οποία εκπονούνται οι περισσότερες αναλύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους τομείς της ενέργειας, περιβάλλοντος, μεταφορών και οικονομικής ανάπτυξης. Έχει πολύχρονη διεθνή πείρα ως σύμβουλος επιχειρήσεων και κυβερνήσεων στον τομέα της ενεργειακής και οικονομικής πολιτικής.