Απόσπασμα από το βιβλίο του Πήτερ Φράνκοπαν «οι Μεταμορφώσεις της Γης», μτφ. Νίκος Λίγγρης, εκδόσεις Aλεξάνδρεια

Τα προβλήματα και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι με πολλούς τρόπους εντελώς διαφορετικά από εκείνα που αντιμετώπιζαν οι πρόγονοί μας. Ένα πράγμα ωστόσο παραμένει το ίδιο: το γεγονός ότι το φυσικό μας περιβάλλον και το κλίμα που το συντηρεί παρέχουν το πλαίσιο της ύπαρξής μας. Παρ’ όλα αυτά έχουμε φτάσει να πιστεύουμε ότι χάρη στην τεχνολογία μπορούμε να ξεπεράσουμε τους περιορισμούς μας και να αναδιαμορφώσουμε τη φύση έτσι ώστε να άρουμε, να παρακάμψουμε ή να υπερβούμε όλα τα εμπόδια και τους φραγμούς που καθορίζουν όχι μόνο το πού ζούμε αλλά και το πώς ζούμε.

Αυτό το αίσθημα εμπιστοσύνης και αισιοδοξίας δεν είναι χωρίς κόστος. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, ποσοστό 20 έως και 40% της επιφάνειας της Γης έχει πια υποβαθμιστεί σε διάφορους βαθμούς. Με τους σημερινούς ρυθμούς, μια επιπλέον έκταση στο μέγεθος της Νότιας Αμερικής θα έχει υποβαθμιστεί μέχρι το 2050. Η «Ημέρα Υπέρβασης» – ένα νοητό σημείο αναφοράς που σηματοδοτεί κάθε χρόνο την ημερομηνία κατά την οποία η κατανάλωση των πόρων υπερβαίνει την ικανότητα της Γης να τους αναγεννήσει, ως ένας τρόπος για να επικεντρωθεί η προσοχή στη βιωσιμότητα – πέφτει όλο και νωρίτερα μέσα στο έτος, από περίπου τον Οκτώβριο κατά τη δεκαετία του 1990 στα τέλη Ιουλίου κατά το 2022.

Δεν αποκλείεται, βέβαια, να αποδειχθεί η ανθρωπότητα ικανή να προσαρμοστεί, ίσως αλλάζοντας τον τρόπο που ζούμε και τις επιλογές που κάνουμε, ίσως χάρη σε νέες τεχνολογίες και ιδέες, ίσως μέσω υψηλότερων επιπέδων συνεργασίας που θα επιτευχθούν είτε από πεφωτισμένες ηγεσίες είτε υπό την πίεση της ανάγκης. Αξίζει ωστόσο να έχουμε κατά νου ότι ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας έχει να κάνει με την αδυναμία κατανόησης ή προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του κόσμου γύρω μας και με τις συνέπειες αυτής της αδυναμίας.

Υπό αυτή την έννοια οι περιβαλλοντικοί παράγοντες –στους οποίους συμπεριλαμβάνεται το κλίμα– δεν είναι απλώς πρωταγωνιστές στην ιστορία του είδους μας, προκαλώντας ενίοτε παρεμβάσεις που γκρεμίζουν αυτοκρατορίες, οδηγούν στην κατάρρευση ολόκληρων κοινωνιών ή αιφνιδιάζουν τους ανθρώπους. Αντίθετα, είναι η ίδια η σκηνή του θεάτρου στην οποία διαδρα­ματίζεται η ύπαρξή μας, και καθορίζει το τι κάνουμε, το ποιοι είμαστε, το πού και πώς ζούμε. Όπως συχνά συμβαίνει όταν βρισκόμαστε μπροστά στη σκηνή ενός θεάτρου, αντιλαμβανόμαστε μόνο τη δράση –τι κάνουν και τι λένε οι πρωταγωνιστές– και ξεχνάμε τον χώρο όπου εκτυλίσσεται αυτή. Τα πρόσωπα του δράματος έρχονται και φεύγουν. Αν όμως κλείσει ή καταρρεύσει το θέατρο, αυτό θα είναι το τέλος για όλους.

Όπως όλα τα ζώα και όλα τα φυτά, οι άνθρωποι ευδοκιμούν σε βιότοπους που τους ταιριάζουν˙ η ζωή είναι δύσκολη, και συχνά αδύνατη, σε βιότοπους που δεν τους ταιριάζουν. Έχουμε δείξει ανεξάντλητη επινοητικότητα στο να βρίσκουμε τρόπους να διαμορφώνουμε αυτούς τους βιότοπους και να αναδιαμορφώνουμε τη φύση έτσι ώστε να καλύπτει τις ανάγκες μας – με την οικοδόμηση πόλεων, με τη δημιουργία συστημάτων άρδευσης που επιτρέπουν καλλιέργειες εκεί όπου αλλιώς θα ήταν αδύνατο να αναπτυχθούν, με τη δημιουργία τεχνητών οικοσυ­στημάτων μέσω της καινοτομίας, του πειραματισμού και της ανάπτυξης τεχνο­λογιών που μας επιτρέπουν να χειριζόμαστε αντίξοες συνθήκες. Η ανθρώπινη ιστορία είναι μια ιστορία εφευρετικότητας, ανθεκτικότητας και προσαρμογών.

Αυτές οι ιδιότητες ωστόσο μπορεί να δημιουργήσουν μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας, την ψευδαίσθηση ότι οι δύσκολες εποχές θα περάσουν και μια μέρα θα επιστρέψουμε στην «κανονικότητα» – κάτι που ένας ιστορικός μπορεί να μας βοηθήσει να θυμηθούμε ότι δεν είναι παρά ευσεβής πόθος. Ο πραγματι­κός λόγος για τα σημερινά και τα μελλοντικά μας προβλήματα είναι ότι ζούμε πέρα από τις δυνατότητές μας και εξαρτιόμαστε από το ότι όλα θα πάνε καλά, ενώ είναι ελάχιστα τα περιθώρια να πάει κάτι λάθος. Όπως προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε σε αυτό το βιβλίο, στο παρελθόν αυτό δημιουργούσε ευπάθειες, ευθραυστότητα και κινδύνους – και το ίδιο συμβαίνει και σήμερα.

Το ανθρώπινο γένος υπήρξε μέρος της ιστορίας της Γης για ένα πολύ μικρό μέρος της ύπαρξής της. Αντιλαμβανόμαστε το φυσικό παρελθόν της Γης σαν μια σειρά μαζικών εξαφανίσεων τις οποίες θεωρούμε φρικώδεις˙ όμως η φύση δεν ενδιαφέρεται για το ποιος φεύγει και ποιος μένει, και δεν ευνοεί καμία μορφή ζωής. Το ζήτημα είναι πάντα η προσαρμογή και η επιβίωση. Αξίζει να θυμόμαστε ότι οφείλουμε τη δική μας παρουσία στη Γη σε προηγούμενες, δρα­ματικές κλιματικές αλλαγές και στις τυχαίες συνθήκες που έκαναν αυτόν τον πλανήτη κατάλληλο για την ύπαρξή μας.

Το κλίμα έχει διαμορφώσει τη Γη από καταβολής κόσμου, με τις αλλαγές στα μακροπρόθεσμα μοτίβα να υπαγορεύουν τη θέση των πόρων και των υλι­κών που έχει βρει χρήσιμα ο άνθρωπος –όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο– τα οποία όμως δεν έχουν καμία σημασία για τα άλλα ζώα και τα φυτά, παρά μόνο ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο τα χρησιμοποιούμε εμείς. Υποθέτουμε ότι ο πλανήτης θα συνεχίσει να περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του και γύρω από τον ήλιο, ανεξάρτητα από το πόσο πολλοί ή πόσο λίγοι άνθρωποι θα βρίσκονται εδώ για να το βλέπουν και να το απολαμβάνουν. Ωστόσο ένα πράγμα είναι σίγουρο: Αν εμείς και οι μελλοντικές γενιές δεν κα­ταφέρουμε να σταματήσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη ή να προσαρμο­στούμε σε αυτήν, τότε θα έχουμε την ίδια κατάληξη με έναν τεράστιο αριθμό ειδών που δεν υπάρχουν πια. Η δική μας εξαφάνιση θα είναι κέρδος για τα άλλα ζώα και τα φυτά.

Στον Χαμένο παράδεισο, ο Τζον Μίλτον έγραψε ότι η εκδίωξη από τον Κήπο της Εδέμ είχε συνέπειες. Η ακρισία, η απληστία και η ανυπακοή του Αδάμ και της Εύας, των κοινών προγόνων της ανθρωπότητας, εξόργισαν τόσο πολύ τον Θεό ώστε «κάλεσε ονομαστικά τους ισχυρούς αγγέλους Του» και τους διέταξε να μετατοπίσουν τον άξονα της Γης, να αλλάξουν το κλίμα ώστε η Γη να έχει «κρύο και ζέστη που μετά βίας θα γίνονταν ανεκτά» και να κάνουν τους κεραυνούς να «βροντούν τρομαχτικά». Ο Παράδεισος ήταν κλιματικά τέ­λειος, ποτέ δεν τον επηρέαζε «τσουχτερό κρύο ή καυτή ζέστη». Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι είναι εδώ και πολύ καιρό οι αρχιτέκτονες της δικής τους κλιματι­κής καταστροφής.

Η επιστροφή στον Παράδεισο είναι κάτι για το οποίο και ο Μίλτον προβλη­ματιζόταν, όπως προκύπτει από το μεταγενέστερο έργο του Ανακτηθείς Παρά­δεισος. Ακολουθούσε μια μακρά παράδοση. Γράφοντας τον 2ο αιώνα, ο άγιος Ειρηναίος φανταζόταν την εποχή της δεύτερης έλευσης του Χριστού και τις χαρές που αυτή θα έφερνε και την αφθονία που θα παρείχε στους πιστούς. Ο Κύριος θα διακήρυττε σίγουρα, έγραφε ο Ειρηναίος, ότι «κάθε κόκκος σίτου θα γεννήσει μύρια στάχυα, και κάθε στάχυ θα κάνει μύριους κόκκους, και κάθε κόκκος θα δώσει πέντε λίβρες λεπτό καθαρό αλεύρι». Θα έρθουν ημέρες που θα φυτρώσουν αμπέλια, το καθένα με μύρια κλήματα, και κάθε κλήμα με μύρια κλωνάρια, το καθένα με μύριους βλαστούς, που καθένας θα έχει μύρια τσα­μπιά, το καθένα με μύρια σταφύλια – που καθένα θα δίνει είκοσι πέντε δόσεις κρασί. «Όλα τα άλλα καρποφόρα δέντρα, οι σπόροι και τα βότανα θα παράγουν σε παρόμοιες αναλογίες». Κανένας, δηλαδή, δεν θα πεινάει.

Παρόμοιες υποσχέσεις αφθονίας μπορεί κανείς να βρει σχεδόν σε κάθε ση­μαντική λογοτεχνία του κόσμου, όπως στις Ουπανισάδες, στις οποίες δηλώνε­ται ότι «η Γη είναι σαν μέλι για όλα τα πλάσματα και όλα τα πλάσματα είναι σαν μέλι γι’ αυτή τη Γη», ή στο Κοράνι, το οποίο σημειώνει ότι στον Παράδει­σο θα υπάρχουν «μαλακά καθίσματα» τοποθετημένα σε «σκιερά άλση», όπου οι κληρονόμοι του Παραδείσου μαζί με τις συντρόφους τους θα αναπαύονται γεμάτοι ανακούφιση και χαρά και θα απολαμβάνουν φρούτα και ό,τι άλλο επι­θυμήσουν. Στη μυθιστορηματική Ουτοπία του Τόμας Μορ, η τροφή «φυτρώ­νει παντού άκοπα», ενώ για ορισμένους ιθαγενείς της Βόρειας Αμερικής οι εξιδανικευμένες τοποθεσίες του παραδείσου δεν βρίσκονταν σε νέες τοποθεσίες ή κάπου στη μετά θάνατον ζωή, αλλά μάλλον στον ίδιο τόπο και σε παλαιότερες εποχές – τότε που η τροφή και οι πόροι ήταν πιο άφθονοι.

Στον πραγματικό κόσμο ωστόσο αναλαμβάνουμε τεράστια ρίσκα σε σχέση με το μέλλον μας. Οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τους πόρους της φύσης για τρο­φή, νερό και καταφύγιο, αναφέρει μια σημαντική έκθεση για την οικονομική διάσταση της βιοποικιλότητας που δημοσιεύθηκε την άνοιξη του 2021. Αλλά χρησιμοποιούμε επίσης τη φύση σαν χωματερή για τα απόβλητά μας, όπως το διοξείδιο του άνθρακα, τα πλαστικά και η ρύπανση. Αυτό, λέει ο συντάκτης της έκθεσης, σερ Πάρθα Ντασγκούπτα, δεν δείχνει μόνο κοντόφθαλμη σκέψη, αλλά ανοησία: «Οι κυβερνήσεις σχεδόν παντού επιδεινώνουν το πρόβλημα, αμείβοντας τους ανθρώπους περισσότερο για να εκμεταλλεύονται τη φύση παρά για να την προστατεύουν, και δίνοντας προτεραιότητα σε μη βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες».

Στην πραγματικότητα, συνεχίζει η έκθεση, ζούμε πολύ πέρα από τις δυνα­τότητές μας. Αυτή τη _στιγμή, «θα χρειαζόμασταν 1, 6 πλανήτες σαν τη Γη για να διατηρήσουμε το σημερινό βιοτικό επίπεδο του κόσμου», μια εκτίμηση που αποκαλύπτει κρίσιμες ελλείψεις ως προς το πόσο λίγη σκέψη και πόσο λίγη δράση έχουν επενδυθεί για την αντιμετώπιση προβλημάτων που αποκαλύπτουν «βαθιά ριζωμένη και ευρέως διαδεδομένη θεσμική αποτυχία». Σε τελική ανά­λυση, πάντως, όπως το έθεσε πρόσφατα το Γραφείο Ευθύνης για τον Προϋπο­λογισμό της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι εύκολο να απαντηθεί το ερώτημα για τον τρόπο επίλυσης του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής: η ίδια η φύση, και όχι η ανθρώπινη δράση, θα οδηγήσει τελικά τις καθαρές εκπομπές στο μηδέν. Και αυτό θα το καταφέρει μέσω της καταστροφικής ερήμωσης, μέσω λιμών, ασθενειών ή πολέμων. Με λιγότερους ανθρώπους να καίνε καύσιμα, να κόβουν δάση και να αποσπούν ορυκτά από τον φλοιό της Γης, το ανθρώπινο αποτύπωμα μπορεί να συρρικνωθεί δραστικά και έτσι να πλησιάσουμε στον βιώσιμο παράδεισο υπεραφθονίας του φανταστικού παρελ­θόντος μας. Ίσως πάλι βρούμε τον δρόμο μας προς τα εκεί με ειρηνικά μέσα˙ αλλά ένας ιστορικός δεν θα στοιχημάτιζε σε αυτήν την πιθανότητα.

Φωτό: Σπηλαιογραφίες από το Λασκό στην Ντορντόν της νοτιοδυτικής Γαλλίας. © 2023 RMN-Grand Palais/Dist. Photo SCALA, Φλωρεντία