Η απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού να εγκρίνει τελικά τον αρχικό σχεδιασμό που είχε υποβάλει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τη δημιουργία υπεράκτιων αιολικών πάρκων στη Ζάκρο, την Ελούντα και τη Γυάρο θέτει βαθύτερους προβληματισμούς ως προς τη λειτουργία του κράτους. Όπως έχει επανειλημμένα επισημάνει η ΕΛΕΤΑΕΝ, «τα Υπεράκτια Αιολικά Πάρκα (ΥΑΠ), μαζί με τα χερσαία αιολικά πάρκα και τις άλλες ανανεώσιμες, μπορούν να κάνουν την Ελλάδα εξαγωγό καθαρής ενέργειας. Αυτό θα προσφέρει σημαντικά οικονομικά και αναπτυξιακά οφέλη, θα ενισχύει την ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας και το γεωστρατηγικό της ρόλο… Πάνω από όλα, τα Υπεράκτια Αιολικά Πάρκα μπορεί να προσφέρουν μεγάλες ποσότητες καθαρής ενέργειας που είναι απαραίτητες για την κλιματική ουδετερότητα και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης».
Στις πάμπολλες ανακοινώσεις της επί του θέματος, προσθέτει ακόμα ότι η ανάπτυξη του κλάδου προϋποθέτει τη δημιουργία μιας τεράστιας εφοδιαστικής αλυσίδας στην οποία μπορούν να συμμετέχουν και να πρωταγωνιστήσουν εγχώριες περιφερειακές επιχειρήσεις, όπως είναι τα ναυπηγεία, τα λιμάνια, οι βιομηχανίες καλωδίων, τσιμέντου και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, οι βιομηχανίες μετάλλων και μεταλλικών κατασκευών, οι μεταφορές, η ναυτιλία, αλλά και επιστημονικά δίκτυα σχετικά με την πρόγνωση του καιρού και την ωκεανογραφία. Σύμφωνα με τον προκαταρκτικό ενεργειακό σχεδιασμό, ο στόχος για τα ΥΑΠ είναι 1.900 MW το 2030 και 6.200 MW το 2035. Ο στόχος για το 2050 είναι 17.300 MW. H επίτευξη αυτών των στόχων απαιτεί σημαντικές επενδύσεις: πάνω από 6 δις € έως το 2030 και πάνω από 28 δις € έως το 2050. Οι επενδύσεις αυτές μπορεί και αναμένεται να έχουν υψηλή ελληνική προστιθέμενη αξία (σχεδόν 67%).
Το ερώτημα είναι γιατί τόσα χρόνια (από το 2010 που ξεκίνησε αυτός ο σχεδιασμός) οι στόχοι παρέμειναν θεωρητικοί και οι αρμόδιες αρχές απέχουν από το να εστιάζουν στο ζητούμενο, που είναι το σύνθημα για την εκκίνηση. Μια εξήγηση έχει να κάνει με την εγγενή αδράνεια και την ανικανότητα του κράτους σε σύνθετα έργα, μια άλλη σχετίζεται με τα ανταγωνιστικά συμφέροντα (ενδεχομένως και χωρίς να έχουμε στοιχεία) και μια τρίτη με τη γενικότερη απαξίωση που πλήττει τις τεχνολογίες των ΑΠΕ γενικότερα. Στην τρίτη αυτή συνιστώσα εντάσσεται προφανώς και η πρόσφατη αρνητική γνωμοδότηση τριών θέσεων για ΥΑΠ (Ζάκρος, Ελούντα και Γυάρος) από το Υπουργείο Πολιτισμού. Ευτυχώς, λίγες μέρες μετά, με νεότερη απόφασή του, το ΥΠΠΟ αναθεώρησε την πρώτη αρνητική για τις δυο θέσεις (Ζάκρος και Γυάρος), χωρίς να χρειαστεί να διαβάσει το άρθρο μας.
Το περίεργο δεν είναι ότι ένα άλλο υπουργείο έχει διαφορετική θέση από το ΥΠΕΝ που είναι το κατά νόμον αρμόδιο, αλλά το ότι και τα δυο ανήκουν στην ίδια κυβέρνηση, η οποία, κατά τον νόμο πάλι, δεν είναι διαιτητής, αλλά το κέντρο στο οποίο συντίθενται οι αποκλίνουσες απόψεις και λαμβάνονται οι τελικές αποφάσεις. Ενώ δηλαδή το ένα υπουργείο (το ΥΠΕΝ) έχει ολοκληρώσει την διερεύνηση της καταλληλότητας των θαλάσσιων οικοπέδων και έχει οριστικοποιήσει τα λοιπά προαπαιτούμενα μέσω των τεχνικών μελετών, έρχεται ένα άλλο υπουργείο (της ίδιας κυβέρνησης) και χύνει τον κουβά με το γάλα. Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί δεν συνεννοούνται πριν προβούν σε ανακοινώσεις δια του Τύπου; Γιατί χρειάστηκε να γίνει μείζον ζήτημα και να πρέπει να τους καλέσει (εικάζεται) ο πρωθυπουργός στο ίδιο τραπέζι ώστε να συμφωνήσουν; Εδώ υπάρχει τροφή για να υποθέσει κανείς ότι με τα δυο υπουργεία παίζεται το παιγνίδι του καλού και του κακού, όπου τόσο ο μεν όσο και ο έτερος απευθύνονται σε διαφορετικά ακροατήρια (τοπική αυτοδιοίκηση, κόμματα, συνδικάτα, περιβαλλοντικές οργανώσεις, ΜΜΕ κτλ.). Αλλά εδώ μπαίνουμε πια σε θεωρίες συνωμοσίας.
Αυτό που κάνει επίσης εντύπωση είναι τα επιχειρήματα του ΥΠΠΟ τα οποία του εισηγήθηκε το ΚΑΣ (το οποίο έχει μάλλον άλλη πολιτική στόχευση). Προβάλλει λοιπόν την θέση ότι στη Ζάκρο θα υπάρχει οπτική επαφή με το Μινωϊκό Ανάκτορο και επομένως θεμελιώνεται η ενόχληση. Προσθέτει ακόμα ότι ο αρχαιολογικός χώρος (στο έσχατο νοτιοανατολικό άκρο της Κρήτης) έχει προταθεί για ένταξη στα Μνημεία της Ουνέσκο. Γιατί όμως αυτό είναι λόγος αποκλεισμού; Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει και το ακριβώς αντίθετο. Ότι δηλαδή η σημασία του μνημείου αναβαθμίζεται με ένα έργο κοινής ωφέλειας και εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντικού, αφού, όπως προστατεύεται η ιστορική μας κληρονομιά, έτσι και προωθείται η πράσινη ανάπτυξη, η εθνική ενεργειακή ανεξαρτησία και η αξιοποίηση των τοπικών πόρων. Οι δυνητικοί τουρίστες θα μπορούν στο μέλλον, εκτός από τον αρχαιολογικό, να κάνουν και περιβαλλοντικό τουρισμό. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει και για την Ελούντα, με ένα άλλο βέβαια τουριστικό απόθεμα και άλλον πληθυσμό.
Για την ακρίβεια όμως των λεγομένων, η Ζάκρος είναι ένας μάλλον ξεχασμένος τόπος, με ελάχιστη επισκεψιμότητα και κανένα ορατό στοιχείο ώστε να δικαιολογείται ο όρος «Ανάκτορο», όπως ισχύει ας πούμε για την Κνωσό και τη Φαιστό. Αυτό που υπάρχει σήμερα είναι μερικά αναστηλωμένα τοιχεία πάνω στα ίχνη των παλαιών θεμελιώσεων, ενώ τα πράγματι σπουδαία ευρήματα είναι αλλού (στα μουσεία του Ηρακλείου και του Αγίου Νικολάου). Πάντως, καλό θα ήταν να ρωτηθούν κάποια στιγμή και οι τουρίστες. Οι οποίοι αν και λίγοι, ίσως να ενοχλούνται από τις άσχημες ταβέρνες και τις ομπρελοξαπλώστρες στην παρακείμενη ακτή. Ίσως μάλιστα το ΥΠΠΟ να πρέπει να ασχοληθεί κατά προτεραιότητα με αυτό το ζήτημα, την γενικότερη δηλαδή προστασία του τοπίου, ιδιαίτερα στην Κρήτη, με τις εκατοντάδες θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, το οποίο τοπίο απειλείται με την επελαύνουσα ασχήμια του κτισμένου (όπως – όπως) χώρου και την κακώς εννοούμενη «αξιοποίηση».
Αντίστοιχη ήταν και η αρνητική γνωμοδότηση του ΥΠΠΟ για τη θαλάσσια θέση στη Γυάρο. Ότι δηλαδή οι ανεμογεννήτριες δεν συνάδουν με τον ιστορικό χαρακτήρα του νησιού (τόπος εξορίας των κομμουνιστών) αν και οι μηχανές θα τοποθετηθούν στη θάλασσα. Παραβλέπεται όμως εντέχνως από όλες τις πλευρές να συμπληρωθεί, ότι αυτή «ιερότητα» της Γυάρου δεν ήταν ασυμβίβαστη με τη χρήση της ως πεδίου βολής του Πολεμικού Ναυτικού για δεκαετίες, κάτι που απέτρεψε τελικά την αδειοδότηση μεγάλου χερσαίου αιολικού πάρκου λόγω της επικινδυνότητας (και του κόστους απομάκρυνσης) των διάσπαρτων άσκαστων βλημάτων και της αρνητικής γνωμοδότησης, του Υπ. Εθνικής Αμύνης αυτή τη φορά. Ούτε ρώτησε ποτέ κανείς αν αυτή η δραστηριότητα ενόχλησε κάποια στιγμή τις ψυχές των εκτοπισμένων και βασανισθέντων, όπως εικάζεται ότι θα τις ενοχλούν οι πλωτές ανεμογεννήτριες στο βάθος του ορίζοντα.