COP28: Οι χώρες που παράγουν και εμπορεύονται ορυκτά καύσιμα δεν φαίνονται διατεθειμένες να υποχωρήσουν εύκολα στις πιέσεις της περιβαλλοντικής αντιπολίτευσης. Ο πρόεδρος της Συνόδου Κορυφής για το Κλίμα που διεξήχθη το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου στο Ντουμπάϊ με την κωδική ονομασία COP28 ξεκίνησε επιθετικά, χωρίς να μασάει τα λόγια του. Αν και η θέση του θα επέβαλε μια ορισμένη ουδετερότητα ως προς τις αντιτιθέμενες απόψεις, ήταν κατηγορηματικός: «Δεν υπάρχει καμιά επιστημονική απόδειξη ότι μια οριστική και ολική διακοπή της χρήσης ορυκτών καυσίμων είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής. Εκτός κι αν η ανθρωπότητα αποφασίσει να επιστρέψει στην εποχή των σπηλαίων».
Αυτά και άλλα πολλά είπε εντός και εκτός της αίθουσας των συνεδριάσεων ο Σουλτάνος Αλ Τζαμπέρ, που τυγχάνει να είναι και διευθύνων σύμβουλος της μεγαλύτερης και κρατικής εταιρείας πετρελαίου της χώρας του. Τα είπε εν όψει του τελικού κοινού ανακοινωθέντος των κρατών μελών της Συνόδου, το οποίο θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη λέξη απαλοιφή (phase out) των ορυκτών καυσίμων στα επόμενα χρόνια, αντί της σταδιακής μείωσης (phase down) και της αναζήτησης εναλλακτικών ενεργειακών πόρων. «Δείξτε μου έναν οδικό χάρτη της μετάβασης σε έναν κόσμο χωρίς πετρέλαιο, φυσικό αέριο και κάρβουνο, και είμαι ο πρώτος που θα χειροκροτήσω. Δεν υπάρχει όμως τέτοιος δρόμος και το ξέρουν πολύ καλά όσοι υπερασπίζονται αυτή τη θέση. Ούτε υπάρχει, ούτε επομένως η πρόταση αυτή είναι σοβαρή. Πάψτε να μας κουνάτε το δάχτυλο και δώστε μας προτάσεις». Μια προτροπή με πολλούς αποδέκτες.
H επίθεση αυτή του Αλ Τζαμπέρ ήταν μεν αναμενόμενη, αλλά όχι και με τόσο απροκάλυπτο και ωμό ύφος, όπως τουλάχιστον εμφανίστηκε στα μέσα ενημέρωσης (που πολλές φορές υπερβάλλουν και ψάχνουν αφορμή για καυγά: το αλατοπίπερο της ακροαματικότητας). Το ερώτημα είναι γιατί επελέγη αυτό το πρόσωπο σε αυτή τη θέση, και γιατί η Σύνοδος έπρεπε να γίνει στο Ντουμπάϊ. Η απάντηση είναι μάλλον απλή: είναι καλύτερο τον αντίπαλο να τον κάνεις μέρος του προβλήματος παρά να τον αφήσεις απέξω. Άλλωστε ο Γ.Γ. του ΟΗΕ (Γκουτιέρες) και πολλοί άλλοι επίσημοι «άδειασαν» τον πρόεδρο, λέγοντας ακριβώς τα αντίθετα, αυτά δηλαδή που αποτελούν θέση της πλειονότητας των κρατών, απηχώντας ταυτόχρονα και τις απόψεις της Διακυβερνητικής (IPCC) για την οποία ειπώθηκε ότι «αν δεν είναι αυτή επιστήμη, τότε πού θα ψάξουμε να τη βρούμε; Μήπως στα Εμιράτα;»
Αργότερα, στο τελικό ανακοινωθέν της Συνόδου, δεν υιοθετήθηκε βέβαια η πρόταση του Αλ Τζαμπέρ, αλλά μια ενδιάμεση διατύπωση, με μια προτροπή για «αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα με ορίζοντα το 2050». Είναι προφανές ότι ένας τόσο μακρινός ορίζοντας δεν αποτελεί δέσμευση: μέχρι τότε ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, λέει η λαϊκή ρήση. Αποτελεί όμως ένα πρώτο θετικό βήμα για να πατήσουν επάνω του πιο επεξεργασμένα και ρητά προγράμματα για την απο-ανθρακοποίηση, όπως το δικό μας για την απεξάρτηση από τον λιγνίτη, κάτι που έγινε βέβαια όχι για λόγους ιδεολογικούς, αλλά κάτω από την πίεση του χρηματιστηρίου των ρύπων. Η χρήση του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν από ένα σημείο και μετά ασύμφορη, δεδομένης της υψηλής τιμής του CO2, τουλάχιστον στην αγορά της Ευρώπης.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι ίσως πιο χαρακτηριστικό. Στο πλαίσιο της Συνόδου, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, τα νησιά Φίτζι, η Νορβηγία και η Αυστραλία, όλες χώρες μέλη του ΟΟΣΑ, υπέγραψαν κοινό «μνημόνιο» για την διακοπή της χρηματοδότησης επενδύσεων ορυκτών καυσίμων εκτός των εθνικών τους συνόρων, ενώνοντας τη φωνή τους με άλλες 39 χώρες που έχουν ήδη δεσμευτεί από τη Γλασκώβη να σταματήσουν τις διεθνείς επενδύσεις σε ρυπογόνα έργα εξόρυξης, υποδομών και καύσης.
Η κίνηση επικροτήθηκε γενικά από τους υποστηρικτές του περιβάλλοντος, και η εστίαση τώρα πέφτει στις επενδύσεις σε έργα ορυκτών καυσίμων στο εσωτερικό. Σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης δημόσιας πολιτικής Ινστιτούτο της Αυστραλίας, οι ομοσπονδιακές και πολιτειακές κυβερνήσεις της χώρας δαπανούσαν σε επενδύσεις άνθρακα ποσά 14 φορές μεγαλύτερα από αυτά που ήσαν διαθέσιμα για το Ταμείο Ετοιμότητας της Αυστραλίας, το οποίο δημιουργήθηκε για να ανταποκρίνεται σε κρίσεις που σχετίζονται με το κλίμα. Για την κατανόηση των μεγεθών ας σημειώσουμε ότι ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός του φετινού έτους (2023) περιείχε περίπου 50 δισεκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας σε επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων 41 δισ. δολαρίων για το περιβόητο σύστημα πίστωσης φόρου καυσίμων που επιτρέπει φορολογικές ελαφρύνσεις για οχήματα βαρέως τύπου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που χρησιμοποιούνται σε εξορυκτικές δραστηριότητες.
Το παράδειγμα της Αυστραλίας έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή η χώρα παραμένει ο υψηλότερος κατά κεφαλήν ρυπαντής άνθρακα ανάμεσα στους G20, παράγοντας περισσότερο από το τριπλάσιο του παγκοσμίου μέσου όρου εκπομπών. Περίπου το 47%, ή 130,9 τεραβατώρες, της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας εξακολουθεί να προέρχεται από τον άνθρακα.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο COP28, όπου οι διαφορές δεν ήταν εύκολο να αποσιωπηθούν και όπου ένα τεράστιο πλήθος δημοσιογράφων και media people ήταν εκεί για να καταγράψουν και την παραμικρή τσουχτερή είδηση. Για παράδειγμα, ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Αλ Γκορ, που συμμετείχε στη Διάσκεψη, αντέδρασε με τον δικό του τρόπο στο προφίλ της διοργάνωσης, λέγοντας ότι τα συμφέροντα του λόμπυ των ορυκτών καυσίμων έχουν ουσιαστικά καταλάβει τα ηνία της διαδικασίας της Συνόδου Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα, αποτρέποντας το είδος της φιλόδοξης δράσης που οι επιστήμονες λένε ότι είναι απαραίτητη για την αποτροπή της καταστροφικής υπερθέρμανσης και όλων των κλιμακωτών επιπτώσεών της.
«Αυτή η βιομηχανία», είπε ο Αλ Γκορ, «είναι πολύ πιο αποτελεσματική στον εκμαυλισμό των πολιτικών, από ό,τι στην κατακράτηση των εκπομπών. Τώρα έχουν κυριεύσει και την ίδια τη διαδικασία COP, έχουν υπερβεί τα όρια και καταχρώνται της εμπιστοσύνης του κοινού, ονομάζοντας τον Διευθύνοντα Σύμβουλο μιας από τις μεγαλύτερες και λιγότερο υπεύθυνες εταιρείες πετρελαίου στον κόσμο ως επικεφαλής της COP28. Είναι κατάχρηση του δικαιώματος του κοινού να έχει εμπιστοσύνη στις διαδικασίες με τις οποίες λαμβάνονται οι αποφάσεις για το μέλλον της ανθρωπότητας».
Πέραν όμως από τον πόλεμο των λέξεων και την αναμενόμενη αντιπαλότητα των συμφερόντων, πίσω από τα λεγόμενα των πετρελαιοπαραγωγών τα οποία εκπροσωπούσε ευθέως ο Σουλτάνος Αλ Τζαμπέρ στη Διάσκεψη, κρύβεται και μια αντιπαράθεση στρατηγικών: με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, οι υδρογονάνθρακες και το κάρβουνο θα εκτοπισθούν από την αγορά, προς όφελος των ΑΠΕ. Το αν αυτό θα γίνει ως υποχρέωση των παραγωγών ή ως υποχρέωση των τελικών καταναλωτών ενέργειας είναι πολύ σημαντικό και έχει να κάνει με τους χρόνους. Στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσε να συμβεί πολύ γρηγορότερα, ενώ στη δεύτερη απαιτεί αλλαγές και στους συναφείς τεχνολογικούς κλάδους που χρησιμοποιούν πετρελαϊκά ή ανθρακικά καύσιμα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο κλάδος των μεταφορών, όπου η καθιέρωση της ηλεκτροκίνησης θα μπορούσε να καθυστερήσει στον βαθμό που οι κινητήρες εσωτερικής καύσης θα πάρουν παράταση ζωής (στα παλιά μοντέλα αυτοκινήτων) τουλάχιστον ως το 2050. Μια επίσπευση της απαγόρευσης των ορυκτών καυσίμων στο επίπεδο της παραγωγής, με παράλληλη συνέπεια αυξήσεις τιμών στο πετρέλαιο κίνησης και τη βενζίνη, θα δρομολογούσε πολύ ταχύτερα τις όποιες αλλαγές. Αντίστοιχη φαίνεται να είναι η κατάσταση και στη ναυτιλία, η οποία προκρίνει το LNG ως καύσιμο της επόμενης γενιάς πλοίων, έναντι άλλων λύσεων, π.χ. του υδρογόνου. Η πρόταση των πλοιοκτητών είναι μια έμμεση απόρριψη της άμεσης μετάβασης σε μια fossil fuel free εποχή, με το υγροποιημένο φυσικό αέριο να συνιστά έναν ενδιάμεσο ενεργειακό φορέα, με υψηλά όμως επίπεδα εκπομπών και με πολλά γεωπολιτικά παρελκόμενα.
Ηλίας Ευθυμιόπουλος
Φωτο: Ο Σουλτάνος Αλ Τζαμπέρ, πρόεδρος του COP28 και εκτελεστικός διευθυντής της εταιρείας πετρελαίων Adnoc