Η τοποθέτηση των ΟΤΑ σε ρόλο κομπάρσου, σε κρατική οντότητα δεύτερης κατηγορίας, αφαιρεί μεγάλο μέρος της δυναμικής τους και της θετικής επίδρασης που θα μπορούσαν να έχουν στην τοπική κοινωνία, ως οι «φάροι» της ανάπτυξης και του πολιτικού πολιτισμού.
Η αντιμετώπιση των χωρικών και περιβαλλοντικών ζητημάτων είναι σε μεγάλο βαθμό υπόθεση της αποκεντρωμένης διοίκησης. Όμως αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι ότι η κρίση που αφήσαμε (;) πίσω μας έχει συμπαρασύρει και ό,τι απέμεινε από τις περιφερειακές δομές του κράτους, τις έχει διαβρώσει σε επικίνδυνο βαθμό και τις έχει απαξιώσει, εκτός και αν η πραγματική αυτοδιοίκηση και η αυτονομία επανέλθουν στην κεντρική πολιτική συζήτηση ως μέρος μιας μεταρρύθμισης που θα τους θεωρήσει ειλικρινώς είτε ως παράγοντες ικανούς να βοηθήσουν στην ανάσχεση μιας πιθανής νέας χρεοκοπίας, είτε ως θύλακες συντήρησης νησίδων τοπικής οικονομίας που θα αποτελέσουν και τους μοχλούς της αυριανής οικονομικής ανάκαμψης.
Η σχετική ανεξαρτησία των ΟΤΑ από το κράτος, τόσο σε ό,τι αφορά τα έσοδα όσο και σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των εξόδων (έλεγχος που εφαρμόζεται συνθλιπτικά και παραλυτικά ως εάν η αυτοδιοίκηση να είναι εξ ορισμού διεφθαρμένη ή υποκείμενο διαφθοράς), θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποκεντρωμένη (πράσινη) ανάπτυξη μόνο με την θεσμοθέτηση των νέων εργαλείων όπως τα τοπικά περιβαλλοντικά τέλη, τα τέλη από την εκτός σχεδίου δόμηση (με αντίστοιχα κίνητρα για την συντήρηση των υπαρχόντων κτιρίων και την ενεργειακή τους αναβάθμιση), τα τέλη ΑΠΕ, τα τοπικά επενδυτικά κεφάλαια, τις τράπεζες αντιστάθμισης κτλ. υπό την αίρεση ότι τα εν λόγω έσοδα θα είναι πράγματι ανταποδοτικά και οι απολογισμοί τους θα υποβάλλονται διαφανώς και σε ετήσια βάση προς το κοινωνικό σώμα.
Αντιθέτως, η τοποθέτηση των ΟΤΑ σε ρόλο κομπάρσου, σε κρατική οντότητα δεύτερης κατηγορίας, αφαιρεί μεγάλο μέρος της δυναμικής τους και της θετικής επίδρασης που θα μπορούσαν να έχουν στην τοπική κοινωνία, ως οι «φάροι» της ανάπτυξης και του πολιτικού πολιτισμού. Με απαξιωμένους τους τοπικούς θεσμούς θα έχουμε και μια συνεχώς διευρυνόμενη κρίση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος που οι ΟΤΑ εκπροσωπούν.
Η ύπαρξη αυτοτελών πόρων έχει θεσμοθετηθεί εδώ και δεκαετίες στην Ευρωπαϊκή ήπειρο: εκτός των άλλων εσόδων, ένα σημαντικό ποσοστό των άμεσων φόρων (ποικίλει από χώρα σε χώρα) εισπράττεται από τους ΟΤΑ οι οποίοι κάνουν και τη διαχείριση.
Πέραν αυτού θα πρέπει επειγόντως να δοθεί η δυνατότητα και να ενθαρρυνθούν οι ΟΤΑ να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις Πράσινης Οικονομίας (ΑΠΕ, διαχείριση περιβαλλοντικών πόρων κτλ.) και να αποσαφηνιστεί το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τα της συμμετοχής: ενώ για παράδειγμα σύμφωνα με τον νόμο 3851/2010 για τη χορήγηση άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε σταθμούς Α.Π.Ε. (…) προτεραιότητα στη λήψη άδειας έχουν οι αιτήσεις που υποβάλλονται από νομικά πρόσωπα στα οποία συμμετέχουν Ο.Τ.Α. ο νόμος 3852/2010 ορίζει ότι οι δήμοι δεν επιτρέπεται να συνιστούν ή να συμμετέχουν σε άλλες ανώνυμες εταιρίες, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων εκτός από εκείνες που είχαν συσταθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και υπό την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 194 αυτού ….»
Η παλαιότερη κατάργηση ενός αμιγούς τοπικού πόρου, όπως τα τέλη παρεπιδηµούντων, ήταν ένα σοβαρό πλήγµα για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και ένα ακόμη βήμα εναντίον της οικονοµικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ και της αρχής της ανταποδοτικότητας. Διαφημίστηκε βέβαια ως μέτρο για την ανακούφιση του τουριστικού κλάδου από έναν δυσβάστακτο (;) φόρο. Όμως η δηµοτική φορολογία δεν είναι εξ ορισµού επαχθής συνθήκη για τον υπόχρεο, αλλά µια συµφωνία για την δημιουργία περιφερειακών πόρων και για την εξυπηρέτηση συλλογικών – τοπικού χαρακτήρα αναγκών. Μεταξύ αυτών και η διαχείριση του περιβάλλοντος, προϋπόθεση για τη συγκράτηση ή/και την αναβάθµιση του τουρισµού. Δεν µπορούµε δηλαδή να περιµένουµε εξυγίανση του κλάδου του τουρισμού χωρίς κάποιον να µαζεύει τα σκουπίδια, να φέρνει το νερό και να περιποιείται το στοιχειώδες πράσινο.
Ο νόμος του Καλλικράτη κάνει µια τελείως ασαφή µνεία στους ΚΑΠ (Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους), οι οποίοι συνιστούν «µία από τις δυνατότητες για την πραγµατοποίηση τοπικών εσόδων», µαζί µε το «σύστηµα κατανοµής επιχορηγήσεων». Αυτό σημαίνει ότι ένα µείγµα πόρων, που δεν ορίζονται, µαζί µε τις εξίσου αστάθµητες και µη εξασφαλισµένες κρατικές επιδοτήσεις συνιστούν το οικονοµικό περιβάλλον, στο οποίο καλείται να ανθίσει η αυτοδιοικητική πραγµατικότητα στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Την οποία βεβαίως θέλουµε να είναι και µοχλός της γενικότερης αλλαγής και «θεµέλιο της πράσινης ανάπτυξης». Πώς όµως; Χωρίς ενδογενείς πόρους, χωρίς την πρόβλεψη για ανεξάρτητη δηµοτική φορολόγηση, χωρίς σχέδιο για την επιχειρηµατικότητα των δήµων, οι οποίοι για παράδειγµα εξαιρούνται και από τις επιχορηγήσεις του επενδυτικού νόµου; Και πώς τα παραπάνω δένουν µε το σχετικό εδάφιο στο νόµο του Καλλικράτη που επιµένει ότι «τερµατίζεται οριστικά η πελατειακή κατανοµή κονδυλίων, η οποία οδηγούσε στη χειραγώγηση της Αυτοδιοίκησης και τον εξαναγκασµό της σε σχέσεις υποτέλειας προς την κυβέρνηση»;
Η πελατειακή σχέση κράτους – ΟΤΑ, σωστότερα η εξάρτηση των ΟΤΑ από το κεντρικό κράτος, συνεχίζεται. Γιατί τα βασικά έσοδα των δήμων συνεχίζουν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ρευστότητα των κρατικών ταμείων και τις προτεραιότητες των εκάστοτε υπουργών Εσωτερικών. Το σχέδιο Θησέας για παράδειγμα κατά μέρος μόνον εκτελέσθηκε, αφήνοντας ανεφάρμοστο το πρόγραμμα των οριζοντίων επιχορηγήσεων. Το ίδιο συνέβη και το με πρόγραμμα Αντώνης Τρίτσης που το διαδέχτηκε, καθώς και με την ενίσχυση των δήμων κατά το ποσοστό της ίδιας συμμετοχής σε Κοινοτικές χρηματοδοτήσεις. Χωρίς αυτήν την ενίσχυση ήταν φανερό ότι ελάχιστοι αυτοδιοικητικοί οργανισμοί ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στην κάλυψη της ίδιας συμμετοχής, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι σχεδόν απούσα στα σημαντικά αυτά πεδία (σήμερα, στην ΕΕ, η ΤΑ είναι δυνάμει ο πλέον προνομιούχος υποδοχέας άμεσων χρηματοδοτήσεων σε θέματα ενέργειας, περιβάλλοντος, κοινωνικής συνοχής κτλ.).
Άλλο παράδειγμα είναι το Πράσινο Ταμείο του ΥΠΕΚΑ, το οποίο ενώ νομοθετήθηκε, λειτούργησε πλημμελώς, με μόλις το 2,5% των αρχικά προβλεπόμενων εσόδων. Έτσι, σημαντικά ποσά (της τάξεως αρκετών δις) από τέλη που εισπράττονται από το κράτος και πρέπει να αποδίδονται στους δικαιούχους (μεταξύ αυτών και οι ΟΤΑ) για έργα περιβάλλοντος και προστασίας από την Κλιματική Αλλαγή, χάθηκαν για πάντα μέσα στη μαύρη τρύπα των ελλειμμάτων.
Χωρίς χρήµατα και χωρίς επιχειρηματικότητα, η πράσινη ανάπτυξη είναι ένα άδειο κέλυφος. Και χωρίς αρµοδιότητες στους ΟΤΑ, το σχήµα της τοπικής ανάπτυξης είναι επιεικώς οξύµωρο. Λέει ο νόµος: «Οι Περιφερειακές Αυτοδιοικήσεις αναλαµβάνουν σταδιακά εκείνες τις αρµοδιότητες που ασκούνται σήµερα από την κρατική περιφέρεια, µε εξαίρεση εκείνες οι οποίες πρέπει να παραµείνουν στα αποκεντρωµένα όργανα του κράτους χάριν της ενότητας της κρατικής πολιτικής σε ολόκληρη την επικράτεια, όπως τα θέµατα χωροταξίας – πολεοδοµίας, προστασίας του περιβάλλοντος και δασικής πολιτικής ή µεταναστευτικής πολιτικής». Δηλαδή οι δήµοι, με τη γεωγραφική τους μάλιστα διεύρυνση, θα γίνουν το θεµέλιο της πράσινης ανάπτυξης – χωρίς όµως το περιβάλλον και τη χωροταξία. Αντίστοιχα, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς πώς και πού, για παράδειγµα, ενσωµατώθηκαν τα πλείστα όσα και ακριβά πληρωθέντα εθνικά, περιφερειακά, τοµεακά και τοπικά χωροταξικά σχέδια στον Καλλικράτη; Πού φαίνονται, πέρα από τις διοικητικές και οικονοµικές αιτιάσεις, οι χωρικές προτεραιότητες, έτσι όπως αυτές πηγάζουν από τις µελέτες και τις θεσµοθετήσεις; Πού φαίνονται οι οικογεωγραφικές διαστάσεις της νέας διευθέτησης, σε µια Ελλάδα της οποίας οι δοµές δεν είναι έργο κανενός Καποδίστρια (χωρίς να υποτιμούμε την προσφορά του ανδρός), αλλά προϊόν µιας µακραίωνης εξέλιξης µέσα στον τόπο και τον χρόνο; Ο Καλλικράτης ήταν, ως γνωστόν, αρχιτέκτονας του Παρθενώνα. Το έργο του κρατά δυόµισι χιλιάδες χρόνια. Γι αυτό και οι όποιες ρυθμίσεις για το μέλλον των ΟΤΑ, δεν μπορεί να έχουν τον βραχύβιο ορίζοντα μιας κυβερνητικής, υπουργικής ή και αυτοδιοικητικής θητείας.
The free writer