Τελευταία ευρήματα ενισχύουν την άποψη ότι ο Αμαζόνιος στην πραγματικότητα δεν ήταν μια από τις μεγάλες ανέγγιχτες περιοχές άγριας φύσης στον πλανήτη, ούτε καν ένα αδιατάρακτο δάσος, μέχρι τη σχετικά πρόσφατη εποχή. Αντίθετα, φιλοξενούσε μια σειρά από μεγάλες πόλεις με εντυπωσιακή μάλιστα πολεοδομία.
Ο Αμαζόνιος είναι μια από τις τελευταίες μεγάλες παρθένες εκτάσεις του πλανήτη, αλλά οι θρύλοι που κυκλοφορούν εδώ και αιώνες λένε ότι υπάρχουν χαμένες πόλεις βαθιά μέσα στα δάση. Αναζητώντας το Ελ Ντοράντο, την πόλη από χρυσό, πολλοί Ισπανοί εξερευνητές χάθηκαν μέσα στη ζούγκλα και μερικοί δεν επέστρεψαν ποτέ. Τον 20ο αιώνα, ο Βρετανός εξερευνητής Πέρσι Φόσετ, ψάχνοντας για την Χαμένη Πόλη Ζ, εξαφανίστηκε στη ζούγκλα γράφοντας το δικό του κεφάλαιο σε μια ιστορία 600 χρόνων.
Τώρα η πλοκή ανατρέπεται, καθώς επιστήμονες ανακάλυψαν ότι όντως υπήρχαν στον Αμαζόνιο αρχαίες πόλεις. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν ερείπια στα πυκνά, απομακρυσμένα δάση, αλλά χάρη στην τεχνολογία τα πράγματα αλλάζουν. Πετώντας με ελικόπτερο σε ύψος περίπου 200 μέτρων, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν την τεχνολογία LIDAR, δηλαδή τηλεπισκόπηση με λέιζερ (Σημ: Η τεχνική LIDAR – LIght Detection And Ranging- βασίζεται στην εκπομπή παλμικής ακτινοβολίας λέιζερ στην ατμόσφαιρα και ακολούθως, στην καταγραφή της οπισθοσκεδαζόμενης ακτινοβολίας λέιζερ). Έτσι, μπόρεσαν να «αποψιλώσουν» ψηφιακά τη βλάστηση και να δουν τα ερείπια ενός μεγάλου αρχαίου οικισμού κοντά στο Llanos de Mojos στον Αμαζόνιο της Βολιβίας, που εγκαταλείφθηκε πριν από περίπου 600 χρόνια.
Οι εικόνες αποκαλύπτουν λεπτομερώς μια περιοχή προπύργιο του κοινωνικά εξελιγμένου πολιτισμού Casarabe (500-1400 μ.Χ.) με αστικά κέντρα που διαθέτουν μνημειακή αρχιτεκτονική σε πλατφόρμες και πυραμίδες. Υπερυψωμένα μονοπάτια συνέδεαν μεταξύ τους πλήθος προαστιακών οικισμών σε μια μεγάλη έκταση η οποία διέθετε ένα εκτεταμένο σύστημα ύδρευσης με δεξαμενές και κανάλια. Η τοποθεσία, (δείτε σχετικά στο περιοδικό Nature), φανερώνει ότι η «ερημιά» του Αμαζονίου ήταν στην πραγματικότητα πυκνοκατοικημένη και μάλιστα αστικοποιημένη σε κάποιες περιοχές για πολλούς αιώνες πριν την καταγεγραμμένη ιστορία της.
Κανείς δεν είναι πιο τυφλός από αυτόν που δεν θέλει να δει, λέει η ισπανική παροιμία, όπως επισημαίνει ο ερευνητής Heiko Prümers από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. «Πρόκειται για έναν μύθο των Ευρωπαίων που μιλούσε για ζούγκλα και για τεράστιες περιοχές ανέγγιχτες από τον άνθρωπο», λέει. «Έτσι, πολλοί δεν ήθελαν να δουν ότι υπάρχουν εδώ αρχαιολογικοί χώροι που αξίζουν εξερεύνηση».
Ο Michael Heckenberger, ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, δεν συμμετείχε στην έρευνα, αλλά μελετά την αστικοποίηση στον Αμαζόνιο για σχεδόν δύο δεκαετίες. Όπως σημειώνει, χαρακτηριστικά του οικισμού στο Llanos de Mojos, όπως τάφροι και μονοπάτια, και ανθρώπινες παρεμβάσεις στο φυσικό τοπίο (πάρκα, ξυλευόμενα δάση, ιχθυοκαλλιέργειες) έχουν παρατηρηθεί και αλλού στον αρχαίο Αμαζόνιο. Αλλά η έρευνα στο Llanos de Mojos αποκαλύπτει κάτι εντελώς νέο: οικισμούς που μπορούν να χαρακτηριστούν ως αστικά κέντρα. «Πρόκειται για την πιο ξεκάθαρη περίπτωση ενός πλήρως αστικοποιημένου τοπίου στον Αμαζόνιο», λέει ο Heckenberger. «Είναι πραγματικά εντυπωσιακή αυτή η μεγάλη ποικιλία οργανωμένων παρεμβάσεων που έκαναν οι άνθρωποι στο παρελθόν στο φυσικό περιβάλλον τους, λόγω και της πληθυσμιακής αύξησης».
Προηγούμενες αρχαιολογικές έρευνες είχαν αποκαλύψει εκατοντάδες ίχνη ανθρώπινης εγκατάστασης σε απομονωμένες τοποθεσίες σε 4.400 τετραγωνικά χιλιόμετρα της περιοχής Llano de Mojos, συμπεριλαμβανομένων οικισμών που κατοικούνταν όλο το χρόνο από τους Casarabe, πληθυσμό κυνηγών, ψαράδων και γεωργών που καλλιεργούσαν βασικά προϊόντα, όπως αραβόσιτο. Είχαν επίσης εντοπιστεί μονοπάτια και κανάλια μήκους περίπου 1000 χιλιομέτρων. Αλλά οι τεχνικές δυσκολίες χαρτογράφησης μέσα στο τροπικό δάσος δεν επέτρεπαν στους επιστήμονες να συνδέσουν τις κουκίδες και να διαπιστώσουν εάν και πώς σχετίζονταν μεταξύ τους.
Η ομάδα του Prümers χαρτογράφησε έξι περιοχές με έκταση από 10 έως 80 τετραγωνικά χιλιόμετρα στην καρδιά του πολιτισμού Casarabe της Βολιβίας που άκμασε το 500 – 1400 μ.Χ.. Οι εικόνες έδειξαν ξεκάθαρα 26 ανθρώπινες εγκαταστάσεις, ανάμεσά τους και 11 που ήταν προηγουμένως άγνωστες.
Δύο μεγάλα αστικά κέντρα, το Landívar και το Cotoca, ήταν ήδη γνωστό ότι υπήρχαν, αλλά οι νέοι χάρτες περιγράφουν λεπτομερώς την πολεοδομική τους πολυπλοκότητα και το τεράστιο μέγεθός τους (3,1 και 1,2 τετραγωνικά χιλιόμετρα, αντίστοιχα). Το καθένα απ’ αυτά περιβάλλεται από διαδοχικούς δακτυλίους οχυρώσεων με τάφρους και επάλξεις. Διαθέτουν αναβαθμίδες, κτίρια σε χωμάτινες πλατφόρμες και κωνικές πυραμίδες με ύψος πάνω από 20 μέτρα. Όλα αυτά τα εντυπωσιακά αστικά και τελετουργικά κτίρια είναι επίσης προσανατολισμένα προς τα βόρεια-βορειοδυτικά, κάτι που οι επιστήμονες πιστεύουν ότι αντικατοπτρίζει μια κοσμολογική θεώρηση που παρατηρείται και σε άλλες αρχαίες τοποθεσίες στον Αμαζόνιο.
Η τηλεπισκόπηση φανέρωσε δύο κέντρα με ένα μεγάλο δίκτυο περιφερειακών οικισμών που συνδέονται ακτινωτά με πλήθος μονοπατιών σε μεγάλη απόσταση. Ομοίως, από τα δύο κέντρα ξεκινούν κανάλια που συνδέονται με ποτάμια και με τη Λαγκούνα Σαν Χοσέ, η οποία προφανώς τροφοδοτούσε με νερό την Cotoca.
«Βασικά αναμόρφωσαν το τοπίο με βάση την κοσμοθεωρία τους, πράγμα εντυπωσιακό», λέει ο Chris Fisher, αρχαιολόγος του Κρατικού Πανεπιστημίου του Κολοράντο. «Το μόνο πρόβλημα είναι ότι χρησιμοποίησαν ως δομικό υλικό το τούβλο λάσπης. Έτσι, ενώ τα μνημεία των Μάγια άντεξαν επειδή περιείχαν ασβεστόλιθο, αυτά δεν ήταν τόσο ανθεκτικά».
Οι Casarabe δεν είναι τόσο γνωστοί όσο οι Μάγια. Ποιοι ήταν λοιπόν; Αρχαιολογικές έρευνες δεκαετιών έδειξαν ότι ο πολιτισμός τους ήταν ξεχωριστός και η περιοχή που κατοικούσαν ήταν πιθανότατα μια σαβάνα με παραποτάμια δάση με ετήσιες πλημμύρες και όχι απέραντο δάσος όπως είναι σήμερα.
Το τι συνέβη με τους Casarabe και τους οικισμούς τους παραμένει μυστήριο, αλλά η χρονολόγηση υποδηλώνει ότι οι κοινότητες εγκαταλείφθηκαν γύρω στο 1400 μ.Χ..—πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων στον Αμαζόνιο. Η αιτία μπορεί να είναι η ξηρασία, πιστεύει ο Prümers. Σε διάφορες τοποθεσίες η ομάδα του βρήκε τεράστιες δεξαμενές νερού, πράγμα περίεργο για μια περιοχή του Αμαζονίου γνωστή για τις άφθονες βροχοπτώσεις της. «Δεν ξέρουμε εάν προορίζονταν για παροχή πόσιμου νερού ή για εκτροφή ψαριών ή χελωνών, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικά», λέει ο Prümers. «Γνωρίζουμε ότι ο Αμαζόνιος βίωσε περιόδους μεγάλης ξηρασίας αρκετές φορές στη διάρκεια των αιώνων. Ίσως αυτό προκάλεσε και την εξαφάνιση αυτού του πολιτισμού. Φτάνει μόνο να χαθεί η συγκομιδή ένα – δύο χρόνια και οι άνθρωποι αναγκάζονται να μετακινηθούν».
Τα ευρήματα αυτά ενισχύουν τα στοιχεία που υποστηρίζουν ότι ο Αμαζόνιος στην πραγματικότητα δεν ήταν μια από τις μεγάλες ανέγγιχτες περιοχές άγριας φύσης στον πλανήτη, ούτε καν ένα αδιατάρακτο δάσος μέχρι τη σχετικά πρόσφατη εποχή.
Η παλαιοκλιματολογία έχει δείξει ότι μεγάλο μέρος του δάσους του Αμαζονίου είναι πολύ νεότερο από ό,τι νομίζουμε και ότι μεγάλες περιοχές, ίσως το ένα πέμπτο, ήταν στην πραγματικότητα σαβάνα πριν φτάσουν οι Ευρωπαίοι στην Αμερική. Ένα τέτοιο τοπίο θα διευκόλυνε τις δραστηριότητες των κατοίκων του Αμαζονίου, πολλοί από τους οποίους πιθανότατα ζούσαν σε αστικούς ή περιαστιακούς οικισμούς με υψηλό επίπεδο κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης.
Ο Heckenberger έχει εργαστεί για δεκαετίες στην περιοχή Xingu της Βραζιλίας, όπου δεκάδες κοινότητες που αποκαλεί «κηπουπόλεις» διαθέτουν σπίτια, πλατείες και τείχη. Παρόλο που δεν έχουν βρεθεί μνημειακά κέντρα όπως αυτά στη Βολιβία, συνδέονταν με ένα σύστημα δρόμων, γεφυρών και καναλιών, σε ένα διαμορφωμένο τοπίο με χωράφια, ιχθυοτροφεία κλπ. Παραδόξως, αυτή η χαμηλής πυκνότητας, αστική κουλτούρα – που έμοιαζε περισσότερο με ένα σύμπλεγμα προαστιακών κοινοτήτων χωρίς αστικό κέντρο – άκμασε στην ίδια περιοχή όπου ο Φόσετ εξαφανίστηκε αναζητώντας τη Χαμένη Πόλη Ζ.
Όσο δύσκολο κι αν είναι να εντοπιστούν μέσα στο δάσος, έχουν βρεθεί σε πολλές τοποθεσίες του Αμαζονίου χωματουργικά έργα ξεκάθαρα κατασκευασμένα από ανθρώπους και σχέδια γνωστά ως γεωγλυφικά. Το 2018, με τη χρήση δορυφορικών εικόνων, επιστήμονες διαπίστωσαν ότι εκτεταμένες περιοχές του δάσους του Αμαζονίου στην πολιτεία Μάτο Γκρόσο της Βραζιλίας, που πιστεύαμε ότι ήταν αραιοκατοικημένες, ήταν στην πραγματικότητα διάσπαρτες με χωριά και γεωγλυφικά. Ακόμη και εδώ, μακριά από μεγάλα ποτάμια, εκατοντάδες χωριά θα μπορούσαν να είχαν φιλοξενήσει έως και ένα εκατομμύριο κατοίκους μεταξύ του 1250 και του1500 μ.Χ. σε μια περιοχή που καλύπτει μόνο το 7% περίπου της λεκάνης του Αμαζονίου. Ωστόσο, η ύπαρξη μεγαλύτερων αστικών κέντρων δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί.
Παρόλο που ο Αμαζόνιος φαίνεται να έσφυζε κάποτε από ζωή, πολλές αρχαίες τοποθεσίες παρέμειναν σχεδόν αδιατάρακτες για περίπου 500 χρόνια, κάτι που ο Prümers σημειώνει ως μεγάλο πλεονέκτημα. «Η περιοχή έχει σήμερα πολύ αραιό πληθυσμό, πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκουμε τα λείψανα των προ-ισπανικών πολιτισμών σχεδόν ανέγγιχτα».
Αλλά ο Αμαζόνιος αλλάζει γρήγορα. Τα δάση εκχερσώνονται προς χάριν της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της παραγωγής ενέργειας, και της κατασκευή δρόμων και φραγμάτων. Πολλές από αυτές τις αδιατάρακτες περιοχές, με τα μυστικά των παλιών πολιτισμών, δεν θα μείνουν έτσι για πολύ. Ο Fisher υποστηρίζει ότι θα πρέπει να γίνει ένα πρόγραμμα καταγραφής μεγάλης κλίμακας, μέσω του Earth Archive με στόχο την αποτύπωση όσων απομένουν προτού χαθούν στο μέλλον.
«Μας τελειώνει ο χρόνος, γιατί χάνουμε τον Αμαζόνιο», καταλήγει. «Και θα χάσουμε πράγματα που δεν γνωρίζαμε ποτέ ότι υπήρχαν. Για μένα, αυτό είναι πραγματική τραγωδία».
————-
Ο Brian Handwerk είναι επιστημονικός συντάκτης με έδρα το Amherst του New Hampshire.
————-
Αρχική φωτο: Τρισδιάστατη απεικόνιση με ψηφιακά δεδομένα από drone δείχνει το αστικό κέντρο της Κοτόκα