Πώς η εξωχώρια παραγωγή ενός T- shirt αποκαλύπτει τις «κρυφές» εκπομπές ρύπων της παγκοσμιοποίησης και των ανεπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη.
Βολικά, casual, αγαπημένα από όλες τις ηλικίες και τα φύλα, τα Τ-shirts έχουν κατακτήσει πια τη θέση τους στις ντουλάπες όλου του κόσμου. Σχεδόν κανείς όμως δεν είναι σε θέση να απαντήσει με ακρίβεια στην πιο απλή ερώτηση: Ξέρεις από ποια χώρα είναι το μπλουζάκι που φοράς; Στις περισσότερες των περιπτώσεων, η πλήρης απάντηση δεν είναι γραμμένη στην ετικέτα. Κι αυτό γιατί, ένεκα και της παγκοσμιοποίησης, το «made in» λέει μόνο μια πτυχή της ιστορίας παραγωγής του… Συνήθως αυτή βασίζεται σε μια σειρά διασυνδεδεμένων αλυσίδων εφοδιασμού, πριν καν το στάδιο ραφής και εξαγωγής. Γεγονός που -όπως καταδεικνύει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική έρευνα ομάδας επιστημόνων- εγείρει σοβαρά ερωτήματα.Αφενός ως προς την αειφορία των προϊόντων που καταναλώνουμε. Αφετέρου για την πρακτική των πλουσιότερων χωρών να μεταθέτουν τις εκπομπές ρύπων που τους αναλογούν σε φτωχότερες χώρες.
Μια «αλυσίδα» ρύπων
Ας πάρουμε ως παράδειγμα ότι το μπλουζάκι σας είναι ραμμένο στην Καμπότζη. Μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο, επισημαίνει ο Πάρσονς, αυτή η ασιατική χώρα εξάγει κάθε χρόνο 40.000 τόνους ενδυμάτων που παράγονται για λογαριασμό κυρίως δυτικών εταιρειών. Τα περισσότερα από αυτά, φορτωμένα σε κοντέιντερ, μεταφέρονται στο λιμάνι του Σιχανούκβιλ, στον Κόλπο της Ταϊλάνδης. Για να φτάσουν δια θαλάσσης μέχρι το Φίλιξστοου, τον μεγαλύτερο λιμένα εμπορευματοκιβωτίων του Ηνωμένου Βασιλείου, θα πρέπει να διανύσουν μια απόσταση 18.244 χλμ. Από εκεί, το εμπόρευμα θα μεταφερθεί με φορτηγά μέχρι τα ράφια καταστημάτων ή μέσω ηλεκτρονικών αγορών και courier στο σπίτι.
Όμως αυτό, όπως δείχνει η έρευνα, δεν είναι παρά μόνο το τελευταίο σκέλος ενός ακόμη μεγαλύτερου και εξαιρετικά πιο ρυπογόνου ταξιδιού. Λόγω της τεράστιας ζήτησης, στις χώρες-μαζικούς παραγωγούς προϊόντων μόδας δεν υπάρχει επάρκεια πρώτων υλών. Ειδικά η Καμπότζη δεν καλλιεργεί βαμβάκι, ούτε διαθέτει κλωστοϋφαντουργία. Εισάγει από κλωστές έως υφάσματα από το εξωτερικό. Συχνά πάντως στα εργοστάσια παραγωγής ρούχων -όπου επικρατούν άθλιες εργασιακές συνθήκες- γίνονται μόνο οι τελευταίες «πινελιές» σε μερικώς ολοκληρωμένα ρούχα.
Από τους μεγαλύτερους προμηθευτές διεθνώς είναι η Κίνα. Η «καρδιά» της δικής της βιομηχανίας «γρήγορης μόδας» βρίσκεται στις παράκτιες ανατολικές επαρχίες, σε απόσταση 2.500-6.000 χλμ από την Καμπότζη. Tο 84% της κινεζικής παραγωγής βαμβακιού εν τω μεταξύ γίνεται στη βορειοδυτική επαρχία Σιντζιάνγκ των μειονοτικών Ουιγούρων (και δη με πρακτικές καταναγκαστικής εργασίας, όπως καταγγέλλουν περισσότερες από 180 οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Από περιβαλλοντικής πλευράς, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για να φτάσει από τα δυτικά μέχρι τα ανατολικά της αχανούς Κίνας, η ακατέργαστη πρώτη ύλη θα πρέπει να «ταξιδέψει» μια απόσταση 3.000-4.000 χλμ.
Έτσι, για να παραχθεί ένα μπλουζάκι «made in Cambodia» μπορεί να χρειαστεί να διανυθούν -οδικώς, σιδηροδρομικώς ή δια θαλάσσης- αποστάσεις συνολικά άνω των 10.000 χλμ, πριν καν γίνουν οι τελικές ραφές. Πρόκειται για ένα τεράστιο κρυφό «κόστος» διοξειδίου του άνθρακα στο παραγόμενο προϊόν. Αλλά το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι το… καλό σενάριο.
Κάνοντας 1,5 φορά τον γύρο της Γης
Εκτός από μεγαλύτερος παραγωγός βαμβακιού παγκοσμίως -πάνω από το 25%- η Κίνα είναι παράλληλα και ο κορυφαίος κατασκευαστής φθηνών ρούχων. Όμως η διεθνής ζήτηση υπερβαίνει πια σημαντικά την εγχώρια παραγωγή σε πρώτες ύλες.Ενδεικτικά την περίοδο 2018-19, προ πανδημίας δηλαδή, οι κινεζικές βαμβακοκαλλιέργειες παρήγαγαν 6,07 εκατομμύρια τόνους, ενώ η εγχώρια βιομηχανία κατανάλωσε 8,95 εκατομμύρια τόνους. Το έλλειμμα αντισταθμίζεται προφανώς με εισαγωγές. Το 88% εξ αυτών γίνονται από την Αυστραλία, τις ΗΠΑ, το Ουζμπεκιστάν, την Ινδία και τη Βραζιλία.
Υπό αυτή την έννοια λοιπόν και αναλόγως της προέλευσης της πρώτης ύλης, για να παραχθεί ένα μπλουζάκι με ετικέτα Καμπότζης μπορεί να έχει χρειαστεί να καλυφθούν συνολικά αποστάσεις έως και 64.000 χλμ για μεταφορά πρώτων υλών. Περισσότερο δηλαδή από μιάμιση φορά την περιφέρεια της Γης! Μέσες άκρες, τουτέστιν, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα ενός κοινού βαμβακερού T-shirt μπορεί να φτάσει τα 6,75 κιλά άνθρακα από την παραγωγή έως την πώλησή του. Αυτό συνυπολογίζοντας την καλλιέργεια του βαμβακιού, την επεξεργασία του, την παραγωγή ενός ρούχου, τη μεταφορά του προϊόντος, την πώλησή του στο λιανεμπόριο, τη χρήση και την απόρριψή του. Όμως το ποιος και πόσο «χρεώνεται» τελικά τον «μουτζούρη» είναι μια άλλη υπόθεση…
«Βρώμικες» τακτικές
Όταν μια χώρα εισάγει ένα προϊόν, θεωρητικά οι εκπομπές ρύπων προστίθενται στο αποτύπωμα άνθρακά της. Καθώς η διαδικασία υπολογισμού είναι περίπλοκη, χρησιμοποιούνται μέσες τιμές. Σε αυτές όμως δεν συνυπολογίζονται τα αρχικά στάδια της διαδικασίας παραγωγής, π.χ. οι «κρυμμένες» αποστάσεις των πρώτων υλών. Εκτιμάται ότι αυτές οι «εκπτώσεις» μπορεί να είναι έως και υπερτριπλάσιες από τα πραγματικά μεγέθη.
Για τους 40.000 τόνους ρούχων που εισάγονται ετησίως στο Ηνωμένο Βασίλειο από την Καμπότζη, για παράδειγμα, θεωρείται τυπικά ότι παράγονται συνολικά 8.304 τόνοι CO2. Ο πραγματικός αριθμός ωστόσο εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 13.400 και 28.770 τόνων. Η διαφορά ισοδυναμεί με την κίνηση 4.422 αυτοκινήτων για ένα χρόνο. Τα μεγέθη γίνονται προφανώς ιλιγγιώδη εάν συνυπολογιστούν όλες οι αντίστοιχες διακρατικές εμπορικές συναλλαγές για κάθε προϊόν που πωλείται παγκοσμίως. Κι αυτό, τονίζεται στην έρευνα, σαφώς «θολώνει» το τοπίο ως προς την αειφορία. Ειδικοί επισημαίνουν ότι πρόκειται για ένα στρεβλό σύστημα αδιαφανούς περιβαλλοντικής «λογιστικής» με τεράστιες προεκτάσεις. Όχι μόνο γιατί επιτρέπει στις ανεπτυγμένες οικονομίες και μεγαλύτερους ρυπαντές να «κρύβουν» -μέσω της εξωχώριας παραγωγής- ένα σημαντικό κομμάτι από το περιβαλλοντικό αποτύπωμά τους. Αλλά και επειδή εκφράζονται πια φόβοι ότι μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα της εκάστοτε περιβαλλοντικής πολιτικής και, κατά συνέπεια, των συλλογικών προσπαθειών μείωσης των εκπομπών άνθρακα και ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής.
Πηγή: The Conversation