Παρά τη μεγάλη ευρωπαϊκή εμπειρία σαράντα και πλέον χρόνων, παρά την γενικευμένη πλέον ανησυχία για την Κλιματική Κρίση, η πράσινη πολιτική αποτελεί, ακόμη, ζητούμενο για την Ελλάδα.
Η διαπίστωση αφορά και τα κόμματα του «προοδευτικού τόξου» που αντί να την κάνουν σημαία, την τοποθετούσαν στα θέματα «χαμηλής πολιτικής».
Σ’ αυτό συνέβαλε σημαντικά και ο υφέρπων αντι-ευρωπαϊσμός και ο εθνο-κεντρισμός του υπαρκτού πολιτικού συστήματος για το οποίο η νομοθεσία και οι δομές της ΕΕ ήταν μάλλον μια επαχθής υποχρέωση παρά η ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό του κράτους και την Σύγκλιση (cohesion).
Από την άλλη μεριά, με την εσωστρέφεια και τον αριστερισμό τους, τα οικολογικά κόμματα δεν κατάφεραν να μπολιάσουν το πολιτικό και κοινωνικό σώμα με τις νέες αντιλήψεις για την αειφορική παραγωγή, την κοινωνική οικονομία και την τοπική ανάπτυξη, παρόλο που θεωρητικά ήταν το δικό τους ευαγγέλιο. Ούτε η εποχή της κρίσης, αν και φάνηκε σαν ευκαιρία, δεν κατόρθωσε κάτι διαφορετικό από αυτό των προηγούμενων περιόδων.
Οι κατά καιρούς βραχύβιες εκλογικές επιτυχίες των «οικολόγων», διαβρώθηκαν γρήγορα από εσωτερικές «αντεπαναστάσεις» και δογματισμούς, αφήνοντας να επιβιώσουν μόνο οι σεχταριστικές απολήξεις του κινήματος της δεκαετίας του ‘80 (Μαοϊκής εμπνεύσεως κατά κύριο λόγο). Αλλά κι αυτές γρήγορα έφυγαν απ’ το προσκήνιο μετά την καθιέρωση του «σοσιαλισμού της αγοράς» και την κατάρρευση των υπαρκτών του εκπροσωπήσεων.
Σήμερα βέβαια τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Στο ιδεολογικό επίπεδο χρειάζονται αρκετές γενναίες υπερβάσεις. Μια πρώτη υπέρβαση αφορά τη διάκριση δημόσιου-ιδιωτικού στο πλαίσιο της νέας οικονομίας, όπου η αναδιανομή των ρόλων επιβάλλεται τόσο από τις δομές της αγοράς, όσο και από τις κοινωνικές ανακατατάξεις. Η απομάκρυνση, για παράδειγμα, από την υλικότητα της οικονομίας με την οποία αναθεωρείται και το ζήτημα της ιδιοκτησίας ορισμένων συντελεστών της παραγωγής (όπως η ενέργεια) δημιουργεί εκ των πραγμάτων νέα διαχειριστικά υποκείμενα (π.Χ. συμπράξεις) όπου οι εταιρικές σχέσεις υποδεικνύονται κυρίως από την διάθεση εξυπηρέτησης του αποτελέσματος και όχι από την διανομή των προνομίων.
Μια δεύτερη υπέρβαση αφορά στην αποδοχή των θεσμοθετημένων κανόνων δημοκρατίας, όσο ατελείς κι αν είναι αυτοί. Αυτό θα μπορούσε να μπορούσε αυτόματα να ωφελήσει και την Αριστερά και να την συνδέσει με την πολιτική οικογένεια των κομμάτων, κινημάτων κτλ. που αποδέχονται τα συλλογικά εθνικά ή διακρατικά πλαίσια λειτουργίας, ανεξάρτητα από το αν οι εκάστοτε πλειοψηφίες σε αυτά είναι «προοδευτικές» ή «συντηρητικές», διότι αυτό επιτάσσουν οι κανόνες της Δημοκρατίας.
Η Δημοκρατία δεν είναι ένα μενού α λα καρτ όπου επιλέγουμε κατά περίπτωση, αλλά μια συνθήκη με υποχρεωτικό χαρακτήρα για τους συμμετέχοντες. Οι διαφορετικές απόψεις εκφράζονται εντός αυτής, και ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων, των συνδικαλιστικών φορέων, των συνασπισμών συμφερόντων κτλ. είναι να αλλάξουν είτε τους νόμους που διέπουν την εκάστοτε συνθήκη, αν δεν τους αρέσει, είτε τους συσχετισμούς που την διαμόρφωσαν. Άρα εκφράσεις του τύπου «είμαστε με την Ευρώπη των λαών αλλά όχι την Ευρώπη των μονοπωλίων» δεν έχουν θέση στο δημοκρατικό πλαίσιο διακυβέρνησης. Πολύ περισσότερο όταν αυτή η προσέγγιση οδηγεί στην επί της ουσίας αποχή από τις διαδικασίες διαμόρφωσης των πολιτικών με το σύνθημα «δεν θα δώσουμε το αριστερό άλλοθι….».
Μια τρίτη υπέρβαση αφορά την αναθεώρηση της παλιάς αντικαπιταλιστικής ατζέντας η οποία συνεχίζει να ταλαιπωρεί τα κινήματα και το χώρο της Αριστεράς γενικότερα, αλλά ακόμα και κόμματα στα δεξιά του πολιτικού φάσματος με συνθήματα «δεν πληρώνω», «όχι στην αξιολόγηση» και «έξω οι ανεμογεννήτριες των μονοπωλίων». Υπ’ αυτούς τους όρους, τίποτα το καινούργιο δεν μπορούσε να γεννηθεί, και τα υπολείμματα των οικολόγων, πρασίνων, εναλλακτικών και παρδαλών έχασαν και τα τελευταία κοινωνικά τους στηρίγματα.
Και το δια ταύτα; Η ουσία του κρύβεται όπως και παλιά στην σύνοψη του οικονομικού παραδείγματος. Δανείζομαι μια φράση από τον πρόεδρο του ΣΕΒ Δημήτρη Δασκαλόπουλο γραμμένη στις 22 Φεβρουαρίου το 2010 στην εφημερίδα Realnews: «Εδώ και 30 χρόνια ζούμε με δανεικά και με ψέματα. Το πολιτικό σύστημα δανειζόταν για να μοιράζει αυξήσεις, επιδόματα, διορισμούς και συμβάσεις. Με λαϊκίστικη πλειοδοσία καλλιεργούσε στην κοινή γνώμη την ψευδαίσθηση ότι κάτω από την κρατική ομπρέλα – και με τις χορηγίες των κουτόφραγκων – όλοι είχαν στον ήλιο μοίρα, χωρίς καν να προσπαθούν, χωρίς να μοχθούν, χωρίς να παράγουν. Εφηύραμε τον σοσιαλισμό των δανεικών και τον νεοφιλελευθερισμό των επιδοτήσεων, κρατικοποιήσαμε την οικονομία και την ίδια την κοινωνία, κάναμε τις πελατειακές σχέσεις και την κομματοκρατία καθεστώς. Δημιουργήσαμε ένα απολαυστικό, αλλά σάπιο μοντέλο ζωής στο περιθώριο του σύγχρονου, ανταγωνιστικού κόσμου. Με συνολική εθελοτυφλία οδεύαμε νομοτελειακά προς τον γκρεμό».
Θα μπορούσαμε να προσυπογράψουμε τη δήλωση με τα τέσσερα χέρια, με μια μικρή προσθήκη. Ότι πολύ πριν απ’ την κρατικοποίηση της οικονομίας είχε προηγηθεί το υβρίδιο μιας κρατικοδίαιτης ιδιωτικής βιομηχανίας, της λεγόμενης «κομπραδόρικης», με σκανδαλώδεις χωροθετήσεις, αποικιοκρατικού τύπου συμβάσεις, με προνομιακές τιμές στην ενέργεια, με ανυπολόγιστες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, με τα κέρδη να πηγαίνουν στους βιομήχανους και τις ζημιές στον κρατικό λογαριασμό. Με τσιμέντα, ορυκτά και χαλυβουργεία να ευημερούν όσο διήρκεσε η περίοδος χάριτος των πρώϊμων αγορών και των κρατικών επιδοτήσεων και στη συνέχεια να καταρρέουν, μεταπίπτοντας στο καθεστώς των προβληματικών «για την προστασία του εθνικού πλούτου και των θέσεων εργασίας». Επί χρόνια το ελληνικό Δημόσιο, προφανώς με δανεικά, πλήρωνε ανύπαρκτες υπηρεσίες, ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και υπέρογκους μισθούς ανίκανων κομματικών προέδρων. Εν ονόματι της φαντασιακής ανάπτυξης. Που καθώς μας εγκατέλειπε άφηνε πίσω της σιωπηρές καμινάδες, εργασιακή ανέχεια και χρέη εκατομμυρίων.
Η υλοποίηση των στόχων της νέας πράσινης οικονομίας θα απαιτήσει μια βαθιά ανατροπή και στις νοοτροπίες που διέπουν τους προσανατολισμούς του ίδιου του βιομηχανικού κεφαλαίου. Όχι στη βάση μιας νέας καπιταλιστικής ηθικής, αλλά στη βάση της διαμόρφωσης μιας ανταγωνιστικότερης αγοράς που συμβαίνει να συμφέρει στον ίδιο βαθμό και τις επιχειρήσεις και το περιβάλλον. Για να γίνει αυτό χρειάζονται έξυπνες ρυθμίσεις, αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, κατάργηση επιδοτήσεων που στρεβλώνουν την αγορά, κανονιστικές πράξεις, κίνητρα, και μια βιομηχανική πολιτική επί τη βάσει δεικτών που εξυπηρετούν συγκεκριμένους στόχους (εκτός από το κέρδος, θέσεις εργασίας, μείωση του οικολογικού αποτυπώματος, αναδημιουργία κεφαλαίου κτλ.).
Ως πρώτο βήμα θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι τιμές λένε τόσο την οικονομική, όσο και την οικολογική αλήθεια, θέτοντας τέλος στο καθεστώς της εξωτερίκευσης του (μη αναγνωρίσιμου από τους αυτοματισμούς της αγοράς) κόστους. Θα χρειαστεί επίσης να επιστρατευθούν όλοι όσοι κερδίζουν απ’ αυτόν τον αναπροσανατολισμό, ώστε να αλλάξουν οι ισορροπίες. Εξάλλου, η υπόθεση της Κλιματικής Αλλαγής θέτει τα ίδια ζητήματα με πιο επιτακτικό όμως τώρα τρόπο.
Όταν τα παραπάνω γίνουν συνείδηση, η Πράσινη Πολιτική, τα Πράσινα κόμματα και τα αυθεντικά κινήματα θα προκύψουν ως φυσική συνέπεια της αλλαγής των συνθηκών του υποβάθρου.
The free writer