Για να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή θα πρέπει άμεσα να λάβουμε υπόψη μας και τον παράγοντα της απώλειας της βιοποικιλότητας. Το κλίμα παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των οικοσυστημάτων, τα οποία δεν αντιδρούν αμέσως αλλά με κάποια καθυστέρηση στις κλιματικές αλλαγές.
Της Pia Höfferle*
Η αντίδραση των οικοσυστημάτων είναι πιο ευέλικτη και δυναμική στα ανθεκτικά και υγιή απ’ ό,τι στα υποβαθμισμένα. Οι επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και της κλιματικής αλλαγής είναι φανερές σε όλα τα επίπεδα, από τα μεμονωμένα είδη έως ολόκληρα οικοσυστήματα. Βασικοί παράγοντες υποβάθμισης είναι η εντατική γεωργία, η καταστροφή των δασών και η αστικοποίηση. Η υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας προκαλεί την εισβολή ξένων ειδών πανίδας και χλωρίδας σε περιοχές όπου δεν θα έπρεπε να βρίσκονται, καθώς και ξεσπάσματα ασθενειών που διαδίδονται ταχύτερα και με μεγαλύτερη ένταση. Επιπλέον, λόγω της επιταχυνόμενης αύξησης της μέσης θερμοκρασίας και κατά συνέπεια αλλαγών στο περιβάλλον, πολλά ενδημικά είδη δεν κατορθώνουν να προσαρμοστούν όσο γρήγορα χρειάζεται, με αποτέλεσμα την αναπόφευκτη εξαφάνισή τους.
Η κλιματική αλλαγή μπορεί να επηρεάσει τα οικοσυστήματα κλιμακωτά και με σαρωτικό τρόπο. Για παράδειγμα, μεταβολές σε ορεινά οικοσυστήματα, όπως αλλαγή στην ποσότητα και το είδος των βροχοπτώσεων – επομένως στην ποσότητα και ποιότητα των υδάτων – επηρεάζουν έμμεσα και χαμηλότερες περιοχές, επιδρώντας στην απορροή των υδάτων και αναγκάζοντας ζώα και φυτά να μετατοπιστούν ή και οδηγώντας σε πλήρη εξαφάνιση ειδών. Στα πιο ευαίσθητα οικοσυστήματα οι επιπτώσεις είναι σοβαρότερες, καθώς τα είδη εξαρτώνται από συγκεκριμένα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά.
Στην ΕΕ οι μακροπρόθεσμες τάσεις δείχνουν σοβαρή υποβάθμιση της βιοποικιλότητας. Τα τρία τέταρτα των βιοτόπων που εξετάστηκαν και 39% από 463 είδη πουλιών βρίσκονται σε κακή κατάσταση. Η τάση μείωσης της ορνιθοπανίδας αυξάνεται σταθερά, και σύμφωνα με τους ειδικούς θα πρέπει να γίνουν σοβαρές προσπάθειες για να αντιστραφούν.
Από την άποψη της βιοποικιλότητας, τα δάση είναι από τα πλουσιότερα οικοσυστήματα στον πλανήτη, και επιπλέον συμβάλλουν σημαντικά στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Τα μεγάλα δάση βροχής, όπως ο Αμαζόνιος, το δάσος της κοιλάδας του ποταμού Κόνγκο και τα τροπικά δάση της νοτιοανατολικής Ασίας, παίζουν κρίσιμο ρόλο στην αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα.
Μαζί με αυτά, τα δάση που τυγχάνουν βιώσιμης διαχείρισης μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην προστασία του κλίματος, γιατί λειτουργούν ως φυσικά φίλτρα του αέρα, απορροφώντας ρύπους και άλλα βλαβερά σωματίδια. Προστατεύουν το νερό και το έδαφος και έχουν ευεργετικές λειτουργίες, όπως για παράδειγμα προστασία από κατολισθήσεις και διάβρωση, βελτίωση της ποιότητας των υδάτων, συγκράτηση του νερού στη διάρκεια έντονων βροχοπτώσεων και μείωση της επιφανειακής απορροής. Τα δάση είναι επίσης πολλαπλά ωφέλιμα για τον άνθρωπο παρέχοντας χώρους αναψυχής και συμβάλλοντας στη σωματική και ψυχική υγεία.
Τα υποβαθμισμένα δασικά οικοσυστήματα χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να αποκατασταθούν, συνεπώς η οικονομική αξία τους μειώνεται, καθώς προσφέρουν λιγότερες οικολογικές υπηρεσίες. Είναι λιγότερο ανθεκτικά και επηρεάζονται πιο εύκολα από ακραία καιρικά φαινόμενα, χάνοντας μέρος της ικανότητάς τους να προστατευθούν και να αποκατασταθούν.
Με δεδομένη τη σημασία των δασών ως βασικών πυλώνων για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής στην Ευρώπη, η διατήρηση και αποκατάστασή τους θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα όταν συζητάμε για το κλίμα. Στην ΕΕ, περίπου το 10% των ετήσιων εκπομπών θερμοκηπιακών αερίων απορροφάται και αποθηκεύεται στο έδαφος και τη βιομάζα των δασών. Τα ώριμα, παλαιά δάση έχουν επιπλέον πολύτιμο ρόλο, γιατί οι μεγάλες ποσότητες ζωντανής και νεκρής βιομάζας και χώματος που φιλοξενούν απορροφούν μεγάλες ποσότητες CO2. Τελευταίες έρευνες έχουν δείξει ότι τέτοια δάση αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 3% των συνολικών δασών της ΕΕ -περίπου 90% αυτών βρίσκονται στη Σουηδία, τη Βουλγαρία, τη Φινλανδία και τη Ρουμανία.
Σε αντίθεση με τα τελευταία, τα δάση που δέχονται υπερεκμετάλλευση και μεγάλες παρεμβάσεις είναι λιγότερο ανθεκτικά, επομένως πιο ευάλωτα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής λόγω αστάθειας ολόκληρου του οικοσυστήματος. Η αποδάσωση που προκαλείται κυρίως λόγω της γεωργίας και της αστικοποίησης στην ΕΕ συμβάλλει στην αύξηση των εκπομπών θερμοκηπιακών αερίων και έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια βιοτόπων, καθώς και σημαντικές αλλαγές στους πληθυσμούς και την ποικιλία των ειδών.
Η υπερεκμετάλλευση και η κλιματική αλλαγή επηρεάζουν τα δάση με πιο έμμεσο τρόπο, επιδρώντας στον κύκλο της ζωής και την τροφοδοσία τους, καταστρέφοντας τη σύσταση του εδάφους, τους διαθέσιμους φυσικούς πόρους, τη διαδικασία ανάπτυξης των φυτών και τους πληθυσμούς των ειδών. Επηρεάζοντας τη θερμοκρασία και την υγρασία, η κλιματική αλλαγή επίσης επιδρά στον κύκλο του νερού -τοπικά αλλά και παγκόσμια- αυξάνοντας τη συχνότητα έντονων φαινομένων, όπως η ξηρασία και οι πυρκαγιές, και μειώνοντας την ανθεκτικότητα των δασών σε φυσικούς παράγοντες, όπως η εισβολή ξένων ειδών, ασθένειες και επιδημίες, όπως πχ το ξυλοφάγο σκαθάρι σκολύτης.
Η προστασία της βιοποικιλότητας έχει εξαιρετική σημασία για την αποτροπή και τη μείωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, καθώς και για την προσαρμογή των ειδών. Τα μέτρα προστασίας της φύσης και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής είναι απόλυτα συνδεδεμένα. Οι γνώσεις που διαθέτουμε σήμερα είναι αρκετές ώστε να αρχίσουμε να εφαρμόζουμε βιώσιμα μέτρα που θα βασίζονται στη φύση, και για να προσαρμόσουμε τις πρακτικές μας προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή με τρόπο πιο προσανατολισμένο στην προστασία της βιοποικιλότητας. Δυστυχώς, ορισμένα μέτρα που λαμβάνονται καλοπροαίρετα μπορούν να βλάψουν τη βιοποικιλότητα και να απειλήσουν τα οικοσυστήματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρήση της ξυλείας. Παρόλο που το ξύλο θεωρείται ανανεώσιμο καύσιμο, η συνεχής υλοτομία ώριμων, παλαιών δασών καταστρέφει την ανθεκτικότητα των δασικών οικοσυστημάτων και μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική υποβάθμιση. Στη Ρουμανία, για παράδειγμα, η παράνομη υλοτομία στα βουνά Φαγκάρας συνεχίζεται, καταστρέφοντας ένα από τα αρχαιότερα δασικά οικοσυστήματα των Βαλκανίων. Για να θεωρήσουμε το ξύλο ανανεώσιμη πηγή ενέργειας με ουδέτερο ανθρακικό αποτύπωμα θα πρέπει να το εξετάσουμε προσεκτικά από την άποψη της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας, αφού η κακή διαχείρισή του μπορεί να αυξήσει κλιμακωτά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα δασικά οικοσυστήματα.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να αντιμετωπιστούν τόσο η απώλεια βιοποικιλότητας όσο και η κλιματική αλλαγή, ανάμεσά τους και η προστασία και αποκατάσταση των δασών. Θα πρέπει να καθοριστούν νέες, μεγάλες περιοχές όπου δεν θα γίνεται εκμετάλλευση, επιτρέποντας στα δάση να ωριμάσουν και να φθάσουν το πλήρες δυναμικό τους ως καταβόθρες ανθρακούχων αερίων. Ταυτόχρονα, η βιώσιμη διαχείριση με μεθόδους όπως η ήπια υλοτόμηση και η προώθηση αναγνωρισμένων βιώσιμων υποπροϊόντων μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση της κοινωνικής, οικολογικής και οικονομικής αξίας του δάσους. Επιπλέον μέτρα αποκατάστασης όπως η αναδάσωση και οι νέες φυτεύσεις θα συμβάλουν στη βιώσιμη δασοπονία και προστασία της βιοποικιλότητας σε τοπικό ή και σε περιφερειακό επίπεδο.
Η ΕΕ αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή την απώλεια βιοποικιλότητας με δύο τρόπους: την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τα Δάση ως το 2030 και τη Στρατηγική Βιοποικιλότητας ως το 2030. Για να αναγνωριστεί σε όλα τα επίπεδα – από τη διακυβέρνηση έως το ευρύ κοινό – η θετική σχέση ανάμεσα στην προστασία της φύσης, την κλιματική αλλαγή και τις φυσικές λύσεις χρειάζεται μια γενναία προώθηση των προσπαθειών διατήρησης της βιοποικιλότητας. Μια νέα νομοθεσία – ένας νόμος για την αποκατάσταση της φύσης – θα συνέβαλε καθοριστικά στην βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων, με ταυτόχρονη προστασία όχι μόνο της φύσης αλλά και του ανθρώπου.
*Η Pia Höfferle είναι ορνιθολόγος στην DOPPS BirdLife της Σλοβενίας