Ενόψει της επόμενης Διάσκεψης COP30 για το κλίμα που θα διοργανώσει η Βραζιλία το 2025 και στον απόηχο της Συνόδου G20 που πραγματοποιήθηκε εκεί τον Νοέμβριο, ο πρόεδρος Λούλα αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την προώθηση μιας «βιοοικονομίας» στον Αμαζόνιο που θα προστατεύει τη βιοποικιλότητα και θα βοηθά τους αυτόχθονες κατοίκους.

Του Fred Pearce

Ο στόχος αφορά την παγκόσμια κοινότητα και τις κυβερνήσεις, ώστε να δεσμευτούν σε ένα νέο οικονομικό όραμα που είναι πραγματικά βιώσιμο. «Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η φροντίδα του δάσους είναι πιο κερδοφόρα από την κοπή των δέντρων» τόνισε ο πρόεδρος της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα μιλώντας σε Ιάπωνες επενδυτές τον Μάιο 2024. Λίγο νωρίτερα είχε συνάψει συμφωνία με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν για ένα επενδυτικό πακέτο ύψους ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων για τον Αμαζόνιο, στο πλαίσιο της σταυροφορίας του να αναδείξει το μεγαλύτερο τροπικό δάσος του πλανήτη σε παράδειγμα «βιοοικονομίας», μιας οικονομίας που θα αφήνει άθικτο το φυσικό περιβάλλον, θα είναι κερδοφόρα, με ουδέτερο ανθρακικό αποτύπωμα, και θα σέβεται τους αυτόχθονες πληθυσμούς.

Ο Πρόεδρος Λούλα βασίζει την προσπάθειά του για διεθνή χρηματοδότηση στο γεγονός ότι κατόρθωσε να μειώσει την αποψίλωση του τροπικού δάσους του Αμαζονίου σε ποσοστό πάνω από 30% μετά την περσινή επανεκλογή του. Επίσης, τον Ιούνιο πέτυχε την υιοθέτηση μιας Εθνικής Στρατηγικής Βιοοικονομίας, που ενθαρρύνει τη βιομηχανία, τη γεωργία και τη δασοκομία να εκμεταλλεύονται τη βιοποικιλότητα με βιώσιμο τρόπο. Ο Βραζιλιάνος πρόεδρος μοιράστηκε το όραμά του αυτό για μια πράσινη βιοοικονομία με άλλους ηγέτες τον Νοέμβριο 2024, στο πλαίσιο της προεδρία του στην G20, την ομάδα των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.

Δεν το βλέπουν όλοι με ενθουσιασμό

Η βιοοικονομία μπορεί να ακούγεται σαν μια «πράσινη» πρωτοβουλία, αλλά υπάρχουν και οι επικριτές της που προειδοποιούν ότι πρόκειται για έναν όρο «χαμαιλέοντα». Η ελπίδα είναι ότι θα μπορέσουμε να περιορίσουμε την καταστροφή του περιβάλλοντος και να υποστηρίξουμε τις παραδοσιακές αγροτικές κοινότητες βασίζοντας την οικονομία στη βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων. Αλλά αν βρεθεί σε λάθος χέρια, η ανάπτυξη της βιοοικονομίας θα μπορούσε να επιταχύνει την καταστροφή, παρέχοντας κάλυψη στο business as usual με ένα «πράσινο ξέπλυμα».

Οι φαρμακευτικές εταιρείες ήδη λεηλατούν τα τροπικά δάση για να κατασκευάσουν νέα φάρμακα, οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας στρέφονται στην κοπή δέντρων για «βιομάζα» και οι δασοκόμοι αντικαθιστούν τα φυσικά δάση και τη μεγάλη τους βιοποικιλότητα με φυτείες μονοκαλλιέργειας.

Πολλές χώρες – από τις Ηνωμένες Πολιτείες έως τη Μαλαισία και από τη Βραζιλία έως την Ευρωπαϊκή Ένωση – έχουν υιοθετήσει στρατηγικές υπέρ της βιοοικονομίας ως μέσο για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, μειώνοντας παράλληλα την εξάρτησή τους από τα ορυκτά καύσιμα. Αλλά μέχρι τώρα δεν υπήρχε συμφωνημένος ορισμός για το τι ακριβώς σημαίνει ο όρος βιοοικονομία.

«Το πρόθεμα ‘βιο’ χωράει πολλή ασάφεια», λέει ο Francisco de Assis Costa του Κέντρου Μελετών του Αμαζονίου στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο της πολιτείας Παρά. Ο Πρόεδρος Λούλα στοχεύει σε μια πιο πράσινη, πιο κοινωνικά υπεύθυνη εκδοχή της βιοοικονομίας που θα απομυζά λιγότερους φυσικούς πόρους.  

Ο πρόεδρος της Βραζιλίας Λουίς Ινάτσιο Λούλα ντα Σίλβα στη διάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή το 2023 στο Ντουμπάι. (UNFCCC)

Η συμφωνία των G20, αν και δεν είναι δεσμευτική για τους υπογράφοντες, απαιτεί τη βιώσιμη αξιοποίηση των φυσικών πόρων, με τρόπο που θα προστατεύει τη φύση αντί να τη λεηλατεί και θα υποστηρίζει τους παραδοσιακούς διαχειριστές της αντί να τους παραγκωνίζει.

Ο Λούλα θέλει να κάνει τον Αμαζόνιο – το τροπικό δάσος και τις κοινότητες των αυτοχθόνων – πρότυπο διαχείρισης για όλο τον κόσμο και βασικό μοχλό της περιβαλλοντικής του πολιτικής για τη Βραζιλία. Επίσης, το 2025 θα φιλοξενήσει την επόμενη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα (COP30) στο Μπελέμ, πρωτεύουσα της πολιτείας Παρά, η οποία έχει θέσει τους δικούς της στόχους για την επίτευξη ουδετερότητας άνθρακα με τη βοήθεια της βιοοικονομίας.

Μπορούν ωστόσο ο Λούλα και άλλοι ηγέτες της G20 να υλοποιήσουν τις υποσχέσεις τους; Και καθώς οι επενδυτές διεισδύουν με τα δολάριά τους στα τροπικά δάση, μήπως είναι ουτοπικό να νομίζουμε ότι μπορούμε να αξιοποιήσουμε τη φύση και προς το δικό της όφελος και προς το δικό μας;

Ο ασαφής όρος βιοοικονομία

Από τότε που η λέξη επινοήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1970, ο όρος βιοοικονομία σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους. Διαπιστωμένα ο όρος περιλαμβάνει τέσσερις διακριτές – και συχνά αντιφατικές – έννοιες.

Δύο από τους ορισμούς αφορούν σε μεγάλο βαθμό την εκμετάλλευση φυσικών πόρων. Είτε προς όφελος της βιοτεχνολογίας, χρησιμοποιώντας γονίδια από τοπικά είδη για τη σύνθεση νέων προϊόντων, είτε επιδιώκοντας το κέρδος μέσω της δασοκομίας, αποσπώντας τεράστιες ποσότητες ξύλου και άλλων δασικών προϊόντων για την αντικατάσταση άλλων υλικών, από τον χάλυβα στην οικοδομή και τις πλαστικές συσκευασίες έως τα καύσιμα σε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής.

Οι άλλοι δύο ορισμοί είναι πιο οικολογικά και κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι. Η «βιοοικολογία» θεωρεί το εμπόριο των ποικίλων προϊόντων των οικοσυστημάτων – φρούτα, ξηροί καρποί, φαρμακευτικά φυτά, ψάρια, φυτικά έλαια και πολλά άλλα – ως μέσο που αυξάνει την αξία της διατήρησης της βιοποικιλότητας. Η «βιοπολιτισμική» προσέγγιση προωθεί την παραδοσιακή γνώση και τις πολιτιστικές σχέσεις με τη φύση ως την καλύτερη οδό τόσο για την προστασία της φύσης όσο και για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη για τους κατοίκους του τροπικού δάσους. Είναι φανερό πως τόσο ανόμοιοι ορισμοί για τον όρο «βιοοικονομία» μπορούν να οδηγήσουν σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι δύο πρώτοι «επεμβατικοί» ορισμοί κυριάρχησαν στη χάραξη πολιτικής. Μια ανασκόπηση 78 κυβερνητικών αποφάσεων από όλο τον κόσμο για θέματα βιοοικονομίας που έγινε πέρσι διαπίστωσε ότι σχεδόν όλες θέτουν ως προτεραιότητα την οικονομική ανάπτυξη.

Γυναίκες της φυλής Baniwa συλλέγουν πιπεριές στο Alto Rio Negro της Βραζιλίας. (Carol Quintanilha / Instituto Socioambiental)

Όπως εξηγεί ο Thomas Fatheuer, κοινωνικός επιστήμονας στο Ίδρυμα Heinrich Boll, για τις περισσότερες κυβερνήσεις η συζήτηση για τη βιοοικονομία «τσουβαλιάζει» όλη τη φύση – φυτά, ζώα και μικροοργανισμούς – σε ένα γενικό σύνολο που ονομάζει «βιομάζα» και αντιμετωπίζει τη φύση σαν ένα φυσικό κεφάλαιο. Μια τέτοια προσέγγιση, λέει ο Thomas Fatheuer, βλάπτει τα οικοσυστήματα και αγνοεί τα συμφέροντα των ντόπιων πληθυσμών.

Δεν χρειάζεται να είναι έτσι. Ο όρος θα μπορούσε να γίνει όχημα για την επαναξιολόγηση των οικονομικών προτεραιοτήτων. Η Hannah Mowat, συντονίστρια εκστρατειών της οργάνωσης Fern, λέει: «Μπορεί να γίνει κάτι πολύ θετικό, προωθώντας την τοπική παραγωγή και αυξάνοντας τη ροή εσόδων για τις τοπικές κοινότητες, για παράδειγμα βοηθώντας τους παραγωγούς να πουλήσουν στις διεθνείς αγορές».

Στην σύνοδο G20 του Νοεμβρίου, ο Πρόεδρος Λούλα κάλεσε τους άλλους ηγέτες να εγκρίνουν 10 αρχές προτεραιότητας για τη βιοοικονομία που καταρτίστηκαν από μια ομάδα διεθνών εμπειρογνωμόνων από τις χώρες της G20. Αν και είναι «μη δεσμευτικές», η κυβέρνηση της Βραζιλίας θεωρεί ότι θα χρησιμεύσουν ως βάση για μελλοντικές συζητήσεις.

Εκτός από την προώθηση της οικονομικής δραστηριότητας, οι βασικές αυτές αρχές περιλαμβάνουν οικολογικές παραμέτρους όπως η διατήρηση της βιοποικιλότητας, η βιώσιμη κατανάλωση, η εκτεταμένη επανάχρηση των βιολογικών πόρων, η αποκατάσταση των υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Περιλαμβάνουν επίσης κοινωνικές παραμέτρους όπως η εξάλειψη της πείνας, η προστασία των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων και η δίκαιη κατανομή των οφελών της χρήσης των πόρων και της παραδοσιακής γνώσης.

Κομβικής σημασίας η συμμετοχή των αυτόχθονων πληθυσμών

Η κυβέρνηση του Λούλα είναι αποφασισμένη να κάνει τα πράγματα διαφορετικά. Η νέα Εθνική Στρατηγική Βιοοικονομίας της χώρας διέπεται από την ανάγκη «για μια οικονομία που θα χρησιμοποιεί το φυσικό κεφάλαιο με βιώσιμο τρόπο για να διατηρήσει και να αποκαταστήσει τον Αμαζόνιο», σύμφωνα με την Carina Pimenta, Γραμματέα Βιοοικονομίας στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής. Στόχος είναι αυτό να επιτευχθεί θέτοντας τις δραστηριότητες των αυτοχθόνων κατοίκων στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους οικονομικούς τομείς.

Συλλέκτης καουτσούκ σε καουτσουκόδεντρο στο Chico Mendes Extractive Reserve

Η τοπική αυτοδιοίκηση ενίοτε ανταποκρίνεται

Η πολιτεία Παρά, κάποτε πρώτη γραμμή της αποψίλωσης του τροπικού δάσους, έχει καταρτίσει τη δική της στρατηγική βιοοικονομίας, το PlanBio, για να σταματήσει την καταστροφή του δάσους από τους κτηνοτρόφους, ενώ στοχεύει να πετύχει ουδέτερο ανθρακικό αποτύπωμα μέσα σε 15 χρόνια.

Η πιο οικονομικά επιτυχημένη δασική καλλιέργεια στον Αμαζόνιο είναι ο καρπός açaí, που φυτρώνει σε βάλτους και καλλιεργείται σε ιδιωτικά κτήματα. Από τη δεκαετία του 1990, το προϊόν αυτό στις διάφορες μορφές του έχει δημιουργήσει μια διεθνή αγορά ύψους ενός δισ δολαρίων ως είδος υγιεινής διατροφής. Τέτοιος είναι ο ενθουσιασμός γύρω από το προϊόν που έχει γίνει τουριστικό αξιοθέατο με το ετήσιο Φεστιβάλ Açaí στην πόλη Feijó να προσελκύει περισσότερους από 50.000 επισκέπτες το χρόνο.

Ένα άλλο επιτυχημένο παράδειγμα τοπικής παραγωγής είναι τα πολυάριθμα είδη πιπεριάς που καλλιεργούν στο δάσος και επεξεργάζονται οι γυναίκες της φυλής Baniwa στο Άλτο Ρίο Νέγκρο. Το φυτό συνδέεται με τις παραδόσεις της φυλής και τις τελετές ενηλικίωσης. Τώρα οι γυναίκες πωλούν το μοναδικό μείγμα jiquitia από 78 πιπεριές σε κορυφαία εστιατόρια και διάσημους σεφ σε όλη τη χώρα, καθώς και σε εξειδικευμένα καταστήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού.

Και δεν είναι μόνο οι αυτόχθονες κοινότητες που πρωτοστατούν. Υπολογίζεται ότι 400.000 γυναίκες απόγονοι Αφρικανών σκλάβων που μεταφέρθηκαν στη Βραζιλία τον 16ο – 19ο αιώνα και τώρα ζουν σε όλο τον Αμαζόνιο ασχολούνται με τη συγκομιδή καρύδας από το δέντρο babaçu και παρασκευάζουν λάδι για σαπούνι, καλλυντικά, μαγειρική και άλλα προϊόντα που πωλούνται σε όλη τη Βραζιλία. Για να προστατεύσουν τη σοδειά τους, συχνά αναγκάζονται να τα βάλουν με τους κτηνοτρόφους που εισβάλλουν στο δάσος τους.

Καλλιέργεια ευκαλύπτου στην Μπαΐα της Βραζιλίας.  

Σύμφωνα με επίσημη έκθεση, τα φυσικά προϊόντα από τον Αμαζόνιο αποτελούν λιγότερο από το 0,01% της οικονομίας της χώρας. Ωστόσο ο Carlos Nobre του Εθνικού Ινστιτούτου Έρευνας του Αμαζονίου διαπίστωσε ότι τέτοια δεδομένα υποτιμούν σοβαρά τη σημασία του τομέα. Η βιοοικονομία συχνά δεν λαμβάνεται υπόψιν από τις κρατικές οικονομικές υπηρεσίες, επειδή πολλές τοπικές συναλλαγές πραγματοποιούνται εκτός της επίσημης οικονομίας.

Ο Nobre υπολογίζει ότι η συμβολή της βιοοικονομίας στην οικονομία της χώρας είναι δεκαπλάσια από ό,τι φαίνεται σε προηγούμενες εκτιμήσεις. Μια πλήρως ανεπτυγμένη βιοοικονομία που θα βασίζεται στους καρπούς του Αμαζονίου θα μπορούσε να φτάσει τα 6,75 δισ δολάρια μέχρι το 2050 και να απασχολεί σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους.

Η οργάνωση Science Panel για τον Αμαζόνιο, μια ομάδα 280 επιστημόνων, υποστηρίζει ότι μια επιτυχημένη βιοοικονομία απαιτεί ριζοσπαστικές αλλαγές πολιτικής, με μέτρα όπως απαγόρευση της κτηνοτροφίας και εξορύξεων που απειλούν το τροπικό δάσος και τους αυτόχθονες, συνεργασία του κράτους με τοπικούς παραγωγούς για τη δημιουργία των υποδομών που χρειάζονται για να αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους, όπως ηλεκτρική ενέργεια για ψύξη και επεξεργασία των προϊόντων, καθώς και αξιόπιστες υποδομές μεταφορών για τη διευκόλυνση του εμπορίου.

Μέχρι στιγμής, οι επενδύσεις στην εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου του Αμαζονίου διαφέρουν από το ζητούμενο. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση, τα τρία τέταρτα των υποτιθέμενων επενδύσεων βιοοικονομίας της Βραζιλίας μέχρι σήμερα έχουν διατεθεί σε φυτείες ξυλείας που προορίζονται για χαρτοπολτό και βιομάζα για την παραγωγή ενέργειας. Λιγότερο από το ένα τέταρτο έχει δοθεί για την παραγωγή προϊόντων από αυτοφυή είδη ή τη διατήρηση της οικογενειακής γεωργίας μικρής κλίμακας.

Την ίδια ώρα, τον γενετικό πλούτο του Αμαζονίου εκμεταλλεύονται κυρίως εταιρείες και ερευνητικά ιδρύματα με έδρα σε πλούσιες χώρες. Η υπηρεσία διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Βραζιλίας διαπίστωσε ότι από τις περίπου 43.000 πατέντες καινοτομίας που κατατέθηκαν παγκοσμίως και αφορούσαν τη βιοποικιλότητα του Αμαζονίου, μόλις το 5% προέρχεται από τη Βραζιλία. Οι κάτοχοι είναι κυρίως οι πολυεθνικές τροφίμων Nestlé και Unilever, ο ιαπωνικός κολοσσός φυτικών ελαίων Fuji Oil και ο γερμανικός όμιλος χημικών BASF. Αυτό απέχει πολύ από το όραμα του προέδρου Λούλα για μια βιοοικονομία από τη βάση προς τα πάνω και με επίκεντρο τον άνθρωπο.

Αυτό που συμβαίνει στον Αμαζόνιο έχει παγκόσμιο αντίκτυπο λόγω της σημασίας του για την απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα και επιδή θεωρείται ως hotspot βιοποικιλότητας, αλλά και επειδή η Βραζιλία είναι η δέκατη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, με τον Λούλα να θεωρείται ως ανερχόμενος ηγέτης του Νότου. Το σχέδιό του για τη βιοοικονομία σίγουρα θα υιοθετηθεί και από άλλες χώρες. Πολλά όμως θα εξαρτηθούν από το πώς θα εξελιχθεί και το εάν εντέλει θα πετύχει.


Ο Fred Pearce είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και αρθρογράφος για το Yale Environment 360 και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της οργάνωσης  Fern.

Πηγή: Yale Environment 360