Οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδό τους τα τελευταία δύο εκατομμύρια χρόνια. Εάν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου δεν μειωθούν γρήγορα, ο κόσμος θα βιώσει μεγάλες κρίσεις έλλειψης τροφίμων, ξηρασία, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, απώλεια της βιοποικιλότητας και υγειονομικές κρίσεις.

Η ατζέντα της φετινής συνόδου COP28 κάλυψε τέσσερις βασικούς τομείς: επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, βελτίωση των οικονομικών του κλίματος, έμφαση στο φυσικό περιβάλλον, την ανθρώπινη ζωή και τις περιουσίες, και συμπερίληψη.

Οι ισχύουσες πολιτικές δεν επαρκούν για την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, λέει η Δρ Shivika Mittal από το Ινστιτούτο Grantham του Πανεπιστημίου Imperial. Ακόμα κι αν εφαρμοστούν όλες οι δεσμεύσεις μας, και πάλι θα ξεπεράσουμε τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τα μέτρα για τον μετριασμό τους εξετάζονται αυτή τη στιγμή ως ξεχωριστά ζητήματα. Η ομάδα της Δρ Mittal διερευνά το πώς θα μπορούσαν αυτά τα δύο να συνδυαστούν, ώστε οι χώρες να έχουν πιο σαφή αντίληψη για το επείγον του πράγματος.

«Υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα σε αυτά που λένε οι χώρες ότι θα κάνουν και στις πολιτικές που πραγματικά εφαρμόζουν. Ακόμα και το Ηνωμένο Βασίλειο λέει ότι δεσμεύεται να πετύχει μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα (net zero), αλλά την ίδια στιγμή η κυβέρνηση χαλαρώνει την πολιτική της», σημειώνει η Δρ Mittal. «Θα πρέπει λοιπόν να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός παρακολούθησης, ο οποίος θα ελέγχει εάν οι κυβερνητικοί στόχοι συμβαδίζουν με τις πολιτικές που εφαρμόζονται για την επίτευξή τους. Από τη στιγμή που θα αρχίσουμε να ξεπερνάμε το στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου, θα πέσουμε σε έναν φαύλο κύκλο, όπου η καθυστέρηση του μετριασμού των επιπτώσεων θα δυσκολεύει όλο και περισσότερο την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής».

Η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα σε άλλες μορφές ενέργειας απαιτεί μεγάλες επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό των υποδομών ενέργειας, ώστε να μπορέσουν οι ΑΠΕ να επικρατήσουν στην αγορά. Όμως τα κράτη έχουν περιορισμένο προϋπολογισμό για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η καθυστέρηση των μέτρων φέρνει επιδείνωση της κλιματικής κρίσης και μαζί και την ανάγκη για περισσότερα χρήματα για έργα προσαρμογής, παροχή βοήθειας, αποκατάσταση ζημιών μετά από ακραία φαινόμενα, ή για το σταμάτημα του επακόλουθου κύκλου φτώχειας. Οι δαπάνες αυτές αντλούν από τα οικονομικά αποθέματα που υπάρχουν για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, και τα σχετικά έργα καθυστερούν περαιτέρω.

Παρόλο που οι εφαρμοζόμενες πολιτικές δεν επαρκούν για την επίτευξη του στόχου του 1,5 βαθμού Κελσίου, η Δρ Mittal τονίζει πόσο κρίσιμης σημασίας είναι να συνεχίσουμε να καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια. «Κάθε φορά που αποτρέπουμε την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 0,1 βαθμό σώζουμε χιλιάδες ζωές ή μια ολόκληρη χώρα. Αυτό αξίζει τον χρόνο και τον κόπο μας. Έτσι πρέπει να το βλέπουμε και να μη θεωρούμε ότι αφού χάσαμε το στόχο δεν έχει νόημα η περαιτέρω προσπάθεια», λέει. «Αυτά είναι επιστημονικά νούμερα. Από ανθρώπινη άποψη, όλοι ξέρουμε ότι ένας κόσμος θερμότερος κατά 1 βαθμό είναι πολύ καλύτερος από την άνοδο των 1,2 βαθμών που βιώνουμε σήμερα. Μπορεί οι συνθήκες να μην είναι οι ιδανικές, αλλά τουλάχιστον είναι βιώσιμες για τις επόμενες γενιές».

Είκοσι τρεις πλούσιες, ανεπτυγμένες χώρες που αντιπροσωπεύουν μόλις το 12% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι υπεύθυνες για το ήμισυ όλων των εκπομπών CO2 από τα ορυκτά καύσιμα και τη βιομηχανία.

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

Η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης απαιτεί τεχνολογία. Η Alyssa Gilbert είναι διευθύντρια Καινοτομίας στο Ινστιτούτο Grantham και επικεφαλής του Undaunted, του κόμβου του Πανεπιστήμιου Imperial για την κλιματική αλλαγή και την τεχνολογία. Δεν μπορούμε να βασιστούμε αποκλειστικά στην τεχνολογία για να βγούμε από την κλιματική κρίση, λέει. Η καινοτομία είναι μόνο ένα μέρος της λύσης και μπορεί να παίξει ρόλο στο στάδιο της εφαρμογής.

Σύμφωνα με την ίδια, χρειαζόμαστε καινοτόμες πολιτικές για την εφαρμογή λύσεων που ήδη υπάρχουν, ιδιαίτερα όσον αφορά την ενεργειακή εξοικονόμηση, τις ΑΠΕ και τις σχετικές υποδομές τους, καθώς και καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα για να διαδώσουμε και να προσαρμόσουμε αυτές τις τεχνολογίες σε διαφορετικά κοινά και σε ποικίλες συνθήκες. Το Undaunted ασχολείται με αυτές τις προκλήσεις, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στους επιχειρηματίες και τους φορείς χάραξης πολιτικής, διευκολύνοντας την ανάπτυξη λύσεων, και αναπτύσσοντας το κατάλληλο οικοσύστημα και περιβάλλον που χρειάζονται οι startups για να αναπτυχθούν.

«Χρειαζόμαστε επίσης κάποιες ολοκαίνουργιες καινοτόμες λύσεις», προσθέτει η Alyssa Gilbert, «ιδιαίτερα σε τομείς όπου υπάρχει έλλειψη, όπως για παράδειγμα οι εναλλακτικές πρώτες ύλες, οι μηχανισμοί για την ανακύκλωση σπάνιων μετάλλων, και μπαταρίες που δεν θα βασίζονται στο λίθιο. Ωστόσο, δεν μπορούμε να περιμένουμε να βρεθούν, γιατί ήδη έχουμε πλούσια αποθέματα που πρέπει να αξιοποιηθούν. Θα πρέπει να γίνουν και τα δύο παράλληλα».

ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ

Έτσι ονομάζονται τα εργαλεία χρηματοδότησης δραστηριοτήτων που στοχεύουν στον περιορισμό της κλιματικής κρίσης ή στην προσαρμογή μας στις επιπτώσεις της. Κατά το διάστημα 2019-2020, οι σχετικές χρηματοδοτικές ροές ήταν περίπου $803 δις το χρόνο σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό το ποσό μπορεί να φαίνεται μεγάλο, ωστόσο είναι περιορισμένο σε σύγκριση με άλλα είδη χρηματοδότησης στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Για παράδειγμα, την ίδια χρονιά, $1,34 τρις επενδύθηκαν σε ορυκτά καύσιμα και $1,89 τρις δαπανήθηκαν σε περιβαλλοντικά επιβλαβείς δραστηριότητες.

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ

Η συζήτηση για τα Οικονομικά του Κλίματος σε διεθνείς Συνόδους, όπως η COP28,  σε μεγάλο βαθμό αφορά το πόση οικονομική υποστήριξη θα δώσουν οι πλουσιότερες χώρες στις φτωχότερες προκειμένου να λάβουν μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Κατά την άποψή της Alyssa Gilbert, μια αναθεώρηση είναι αναγκαία διότι οι δεσμεύσεις για την παροχή αυτών των κονδυλίων είναι είτε πολύ περιορισμένες, ή αναξιόπιστες ή καθυστερημένες. Επιπλέον, υπάρχει δυσαρέσκεια σχετικά με τους υπάρχοντες μηχανισμούς και θεσμούς κατανομής των πόρων. Οι πρόσφατες συμφωνίες μιλούν για δισεκατομμύρια, ενώ ουσιαστικά οι ανάγκες των αναπτυσσόμενων χωρών ανέρχονται σε τρισεκατομμύρια.

ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΚΑΙ ΖΗΜΙΕΣ

Τα Οικονομικά του Κλίματος αφορούν επίσης την αποζημίωση των χωρών που επηρεάζονται περισσότερο από την κλιματική κρίση. Ωστόσο, τα σχετικά κονδύλια δίνονται κυρίως με τη μορφή δανείων, επιδεινώνοντας το χρέος κάθε χώρας και την ανισότητα μεταξύ των κρατών.

«Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Ότι η οικονομική αρχιτεκτονική χρειάζεται αναθεώρηση», λέει η Joyce Kimutai, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Grantham και μέλος του World Weather Attribution που μελετά τα ακραία φαινόμενα για να κατανοήσει τον βαθμό στον οποίο έχουν προκληθεί από την κλιματική αλλαγή. «Για τις αναπτυσσόμενες χώρες, η οικονομική βοήθεια έρχεται υπό τη μορφή υψηλότοκων δανείων. Ήδη αναγκάζονται να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να αντιμετωπίσουν τα ακραία καιρικά φαινόμενα, και μετά πρέπει να ζητήσουν επιπλέον δάνεια τα οποία πιθανότατα θα κλιμακώσουν τα βάρη τους. Η αναθεώρηση του τρόπου παροχής πιστώσεων είναι εξαιρετικής σημασίας. Θα πρέπει να τις παίρνουν ως επιχορηγήσεις και όχι με τη μορφή δανείων, ώστε να αναπτύσσουν την οικονομία τους με βιώσιμο τρόπο».

ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ

Παράλληλα με τα δημόσια κονδύλια θα πρέπει να κινητοποιηθούν και ιδιωτικοί πόροι. «Οι επενδύσεις που απαιτούνται για το στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου είναι τεράστιες, για το λόγο αυτό η ιδιωτική χρηματοδότηση έχει καθοριστική σημασία», εξηγεί η Δρ Mittal. «Θα πρέπει μόνο να δούμε πώς θα ελαχιστοποιήσουμε το ρίσκο των επενδύσεων σε αναπτυσσόμενες χώρες».

Η Δρ Mittal προτείνει την υιοθέτηση πολιτικών που θα προστατεύουν τους ιδιώτες επενδυτές από πιστωτικούς κινδύνους, πολιτικές αστάθειες και συναλλαγματικές διακυμάνσεις, καθώς και τρόπους παρακολούθησης, ελέγχου και αναφοράς της αποτελεσματικότητας των επενδύσεων, ώστε οι χρηματοδότες να είναι σίγουροι ότι η επένδυσή τους αποδίδει. Η τεχνολογία μπορεί επίσης να εγκυμονεί κινδύνους. «Η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλες ΜΚΟ έχουν εγκαταστήσει αρκετά φωτοβολταϊκά πάρκα που όμως απέτυχαν, επειδή ο τοπικός πληθυσμός δεν είχε τον κατάλληλο εξοπλισμό ή γνώσεις για να τα λειτουργήσει», σημειώνει. «Η παροχή αξιόπιστων και καλά υποστηριζόμενων προγραμμάτων επιμόρφωσης για το εργατικό δυναμικό είναι ζωτικής σημασίας». Απομακρύνοντας τέτοιους κινδύνους, οι αναπτυσσόμενες χώρες θα μπορέσουν να προσελκύσουν περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις.

Οι λύσεις που βασίζονται στη φύση μπορούν επίσης να αποτελέσουν έναν οικονομικά αποδοτικό τρόπο για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. «Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να καταλάβουν ποιες λύσεις λειτουργούν καλύτερα και ενέχουν τον λιγότερο κίνδυνο. Δεν θα πρέπει να βασιζόμαστε υπερβολικά στην τεχνολογία που δεν είναι ακόμα διαθέσιμη – οι λύσεις που βασίζονται στη φύση αποδίδουν και δεν απαιτούν τόσα κεφάλαια», λέει η Δρ Mittal. Η Δρ Kimutai συμφωνεί: «Οι λύσεις που βασίζονται στη φύση μπορούν να παρέχουν βιώσιμους τρόπους προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή – ειδικά για τις πιο ευάλωτες κοινότητες».

Η Δρ Caroline Howe, Ανώτερη Λέκτορας στην Περιβαλλοντική Κοινωνική Επιστήμη στο Κέντρο Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Imperial, εξετάζει τις ανισότητες και αδικίες που σχετίζονται με τη βιώσιμη ανάπτυξη και προστασία του περιβάλλοντος. Μπορεί κανείς να βρει μια τέλεια από τεχνική άποψη λύση για την κλιματική αλλαγή, αλλά εάν δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή και προκαλεί αδικίες ή ανισότητες δεν πρόκειται να λειτουργήσει, προειδοποιεί. Οι όποιες λύσεις θα πρέπει να απαντούν στις ανάγκες και αξίες της τοπικής κοινότητας. Οι ντόπιοι θα πρέπει οι ίδιοι να προτείνουν τις στρατηγικές προσαρμογής που θεωρούν ότι θα λειτουργήσουν και θα νιώθουν ευπρόσδεκτοι να συμμετάσχουν στις συζητήσεις. «Πρώτα, κατανοούν το πρόβλημα. Ύστερα γίνονται μέρος της λύσης», σημειώνει η Δρ Howe.

Η κλιματική κρίση δημιουργεί μεγάλες ανισότητες με πρώτα θύματα συνήθως τις γυναίκες

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Οι αποζημιώσεις για απώλειες και ζημιές θα έχουν καθοριστική σημασία για τη μείωση των ανισοτήτων στις περιοχές που αντιμετωπίζουν δυσανάλογα τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, πιστεύει η Δρ Howe. Θα πρέπει λοιπόν να διασφαλιστεί ο σωστός τρόπος διανομής τους. «Προηγούμενα προγράμματα αναδάσωσης υποτίθεται ότι προέβλεπαν αποζημιώσεις για τους ντόπιους, για τη μετεγκατάστασή τους, ώστε να φυτευτούν δέντρα στην περιοχή τους», λέει. «Κατ’ αρχήν, αυτό ακούγεται ευεργετικό, αλλά πολλές φορές τα χρήματα δεν φτάνουν ποτέ στις κοινότητες. Αντίθετα, καταλήγουν σε διεφθαρμένους αξιωματούχους, επιχειρήσεις ή ανθρώπους με εξουσία. Εδώ χρειάζεται προσαρμογή – ξέρουμε τους λόγους για τους οποίους αυτά τα πράγματα αποτυγχάνουν, επομένως πρέπει να μάθουμε από την εμπειρία και να διασφαλίσουμε ότι δεν θα ξανασυμβούν».

Η Δρ Χάου οραματίζεται επίσης μια ενεργειακή μετάβαση επωφελή για όλους. «Μεγάλο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας του Ηνωμένου Βασιλείου προέρχεται αυτήν τη στιγμή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά αυτό δεν αντανακλάται στους λογαριασμούς μας. Μια δίκαιη μετάβαση πρέπει να διασφαλίσει ότι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν αυτήν την ενέργεια θα έχουν οικονομικό όφελος. Με αυτό τον τρόπο θα την υποστηρίξουν περισσότερο». Επίσης, σημειώνει ότι η τεχνογνωσία θα πρέπει να διασπείρεται σε παγκόσμια κλίμακα. «Για παράδειγμα, η υποστήριξη άλλων χωρών που λαμβάνουν περισσότερο ηλιακό φως από εμάς ώστε να αναπτύξουν τη δική τους ηλιακή τεχνολογία θα τους επιτρέψει να γίνουν ανεξάρτητες. Σε τελευταία ανάλυση, καμιά χώρα δεν θα πρέπει να εισάγει ενέργεια, αλλά να χρησιμοποιεί τη δική της, τοπικά παραγόμενη βιώσιμη ενέργεια, που θα είναι εύκολα προσβάσιμη και θα ταιριάζει καλύτερα στη συγκεκριμένη περιοχή», καταλήγει η Δρ Χάου.

Συμπερασματικά, το όλο ζήτημα της διεθνούς χρηματοδότησης χρειάζεται αναθεώρηση ώστε να γίνει δικαιότερο και πιο αποτελεσματικό.

Πηγή: άρθρο του Sachin Sreejith, Imperial College του Λονδίνου