του Ηλία Ευθυμιόπουλου

Η μείωση της βιοποικιλότητας, η διάχυτη και μόνιμη ρύπανση, η υπεραλίευση των θαλασσών ή η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι έξω από την εμπειρία του καθημερινού ανθρώπου. Είναι σαν να  μην υπάρχουν, ακριβώς επειδή δεν έχουμε βιώσει τις συνέπειές τους σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια.

Μία από τις μεγαλύτερες αυταπάτες του αιώνα (ή μήπως της χιλιετίας) που πέρασε ήταν σίγουρα η ιδέα ότι η πρόοδος είναι αναπόφευκτη και ότι το καλύτερο κοινωνικό σύστημα ήταν εκείνο που την εξυπηρετούσε. Η αντιπαλότητα της Σοβιετικής Ένωσης και της Αμερικής βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν την υπόθεση και ο ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων στο συμβολικό επίπεδο γινόταν στο όνομα της προόδου. Η επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση ήταν και για τους δύο κόσμους το άρμα που θα παρέσυρε τις υπόλοιπες μορφές του κοινωνικού γίγνεσθαι, ήταν το μέσον για την επίτευξη της ευημερίας και της απελευθέρωσης από τα δεσμά του παρελθόντος. Εκείνο που μπορούμε να πούμε με  βεβαιότητα σήμερα είναι ότι το μεν σοσιαλιστικό στρατόπεδο κατέρρευσε χωρίς να αφήσει πίσω του κάποια αξιόλογη κληρονομιά στην ανθρωπότητα, το δε «δυτικό θαύμα» δημιούργησε τουλάχιστον τόσα προβλήματα όσα προσπάθησε να επιλύσει.

Όμως, στο μυαλό πολλών ανθρώπων, ο δρόμος προς την ελευθερία και την υποστασιοποίηση των οραμάτων τους σηματοδοτείται ακόμα από τον πρώτο «Σπούτνικ» που μπήκε σε τροχιά το 1957 γύρω από τη Γη, ή από την απόβαση του Άρμστρονγκ στη Σελήνη στις 20 Ιουλίου του 1969.  Οι ενθουσιώδεις φωνές που συνόδευσαν τα τεχνολογικά αυτά επιτεύγματα αναφέρονταν όχι μόνο στην ανωτερότητα των αντίστοιχων καθεστώτων, αλλά και στην πρόοδο της εν γένει ανθρωπότητας, που κατόρθωσε όχι μόνο να παραβιάσει τα όρια του στενού μας πλανήτη, αλλά και να δώσει ένα καινούργιο περιεχόμενο στην επιστήμη. Ο άνθρωπος, έχοντας αποδεσμευθεί από τις συντηρητικές δυνάμεις των προηγούμενων αιώνων, φάνηκε να κάνει το πιο αποφασιστικό βήμα στην ιστορία του. Πολλοί σκέφτηκαν ότι ο Γαλιλαίος πήρε την εκδίκησή του.

Αν όμως ο Γαλιλαίος, παρατηρώντας με το αυτοσχέδιο τηλεσκόπιο τον ουρανό στις 7 Ιανουαρίου του 1610, είχε να αντιμετωπίσει τους Δόγηδες της Βενετίας, την Ιερά Εξέταση και μια παντοδύναμη εκκλησία, η απόβαση του Άρμστρονγκ στη Σελήνη έχει τη παγκόσμια συγκατάθεση, και το εγχείρημά του γίνεται κάτω από τους προβολείς μιας ανεπανάληπτης δημοσιότητας. Όχι μόνο δεν έχει να αντιμετωπίσει, όπως ο Γαλιλαίος, τον αυταρχισμό του κράτους, αλλά έχει την πλήρη και αμέριστη συμπαράσταση όλων των μηχανισμών της αναπαραγωγής του. Η πράξη της κατάκτησης του Διαστήματος δεν έχει να κάνει καθόλου με ανατροπές. Αντίθετα επιβεβαιώνει την υπεροχή του επιστημονικο-στρατιωτικού συμπλέγματος έναντι όλων των άλλων δυνάμεων που συγκροτούν τα υποκείμενα της ιστορίας του 20ου αιώνα. Δίνει όμως και το στίγμα μιας ανάπτυξης που πολλοί πίστεψαν ότι θα βάλει τέλος στα δεινά της ανθρωπότητας, και άλλοι, λιγότεροι, την αμφισβήτησαν στα θεμέλιά της. Όπως ο φιλόσοφος Ντομινίκ Λεκούρ (συνεργάτης του Μιτεράν), που στο βιβλίο του Το μέλλον της προόδου καταλήγει σε τελείως αντίθετα συμπεράσματα: «Το πανόραμα της εποχής μας είναι η καλύτερη διάψευση: οι φονικοί πόλεμοι ξαναγύρισαν στην καρδιά της Ευρώπης. Αντί της αφθονίας ήρθε η γενικευμένη ανεργία. Η επιστήμη και η τεχνολογία σπέρνουν το θάνατο και γεννούν τέρατα. Η βιομηχανία επιφυλάσσει καταστροφές και μη αντιστρεπτές μορφές ρύπανσης. Η αλληλεγγύη υποχωρεί και προάγεται η διαφθορά. Ένας άνεμος απαισιοδοξίας φυσάει στον πλανήτη. Η σκέψη χάνει το φως της  και η ηθική εδράζεται στο φόβο. Ο Φρανκενστάιν  γίνεται ο σκοτεινός ήρωας του τέλους του αιώνα. Η φιλοσοφία της προόδου έκλεισε τον κύκλο της. Πολλοί πιστεύουν ότι είναι ήδη μια νεκρή ιδέα».

Κι όμως, η νεκρή αυτή ιδέα συνεχίζει να συγκινεί και να  εμπνέει. Ιδιαίτερα τον κόσμο της Αριστεράς, που παρά τις διαψεύσεις και τις ανατροπές, παραμένει προσκολλημένος σε μια γραμμική αντίληψη της Ιστορίας και της εξέλιξης. Αυτή η συνεχής φυγή προς τα εμπρός, η διαρκής αναζήτηση του καινούργιου που θα αντικαταστήσει το φθαρμένο και το παλιό, αποτελεί ακόμη για την Αριστερά την κινητήρια δύναμη της Ιστορίας.

Μήπως, όμως, ακριβώς στο τέλος μιας εποχής, είναι καιρός να ξανασκεφτούμε πάνω στους όρους, και κυρίως πάνω στην έννοια της συντήρησης (ή της διατήρησης) που ακρίτως αποδίδεται στη Δεξιά, όντας ταυτόχρονα ένα από τα ζητούμενα της σύγχρονης επιστημονικής οικολογίας;  Ή έστω να σκεφτούμε πάνω στη δημιουργικότητα των καταστροφών, πριν βέβαια το οικοδόμημα καταρρεύσει και μαζί του κι ο δυτικός πολιτισμός. Αν και η παρακμή δεν έρχεται από την οικονομία. Οι  αιτίες έχουν ανιχνευθεί στο φυσικό υπόβαθρο των κοινωνιών. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται  ο Τζάρετ Ντάϊαμοντ στο βιβλίο – ποταμός με τον τίτλο Κατάρρευση, όπου προσπαθεί να ξαναδιαβάσει με πιο ψύχραιμη ματιά την Ιστορία. Βασική του θέση είναι πως πίσω απ’ τους ανθρώπινους παράγοντες, πίσω απ’ τους πολιτισμούς, τα συμφέροντα και τις οικονομίες, πίσω από τα συγκυριακά φαινόμενα, η γεωγραφία, το κλίμα και αυτό που τελευταία αποκαλούμε περιβάλλον ρίχνουν αποφασιστικά το βάρος τους και κάνουν τη πλάστιγγα να γέρνει προς μια τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση.

Το 1994 η Ρουάντα έζησε μια απ’ τις μεγαλύτερες ενδο-εθνοτικές σφαγές που καταγράφηκαν στη σύγχρονη ιστορία. Προηγήθηκαν αυτές του Μπαγκλαντές το 1971 και της Καμπότζης λίγα χρόνια μετά.  Οι αναλύσεις, οι περισσότερες δημοσιογραφικές, έδωσαν έμφαση στους ηθικούς και εν τέλει στους πολιτικούς παράγοντες που βρίσκονταν πίσω απ’ τη γενοκτονία: Οι διαβολικοί Χούτου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατηθούν στην εξουσία, εξαπέλυσαν ένα άνευ προηγουμένου ανθρωποκυνηγητό, κυρίως εναντίον των Τούτσι και δευτερευόντως εναντίον άλλων πιο ολιγάριθμων φυλών όπως οι Πυγμαίοι. Μέσα σε έξι εβδομάδες και με σύνθημα τη δολοφονία του ουδετερόφιλου προέδρου Χαμπιαριμάνα, 800.000 άτομα, ήτοι το 11% του πληθυσμού, είχαν σφαγιαστεί. Μετά την επικράτηση των ανταρτών του Πατριωτικού Μετώπου, 2 εκατομμύρια άνθρωποι κατέφυγαν σε γειτονικές χώρες (Κονγκό και Τανζανία), ενώ 750.000 πρώην εξόριστοι Τούτσι ξαναγύρισαν στον τόπο τους. Όμως το μίσος και η δίψα για την εξουσία δεν είναι επαρκείς εξηγήσεις για ένα τόσο αιματηρό και ασύλληπτο στις διαστάσεις του ολοκαύτωμα.

Στην περίπτωση της Ρουάντα, μια από τις 13 περιπτώσεις που εξετάζει στο βιβλίο του ο Ντάϊαμοντ, φαίνεται πως ήδη απ’ τη δεκαετία του ’80 διαφαίνονταν τα σημάδια της συμφοράς. Η χώρα είχε μια απ’ τις μεγαλύτερες πληθυσμιακές πυκνότητες στον κόσμο, αντίστοιχη μ’ αυτήν της Ολλανδίας. Όμως η παραγωγική της βάση ήταν ακόμη στη λίθινη εποχή: ελάχιστη εκμηχάνιση της γεωργίας και άμεση εξάρτησή της από τις κλιματικές συνθήκες. Έφτανε η μεγάλη ξηρασία των χρόνων που προηγήθηκαν του εμφυλίου, μαζί με την εξάντληση των εδαφών και την αποψίλωση του δάσους για την επέκταση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, να οδηγήσουν στο λιμό και από κει στην κατάρρευση του εύθραυστου κράτους και των ήδη τραυματισμένων απ’ την μετα-αποικιοκρατική περιπέτεια κοινωνικών δομών. Περιβαλλοντικός ντετερμινισμός; Ο ίδιος αρνείται με έμφαση τόσο τον όρο όσο και τις μονοδιάστατες ολιστικές θεωρίες και σχολές. Γεωγράφος και βιολόγος το επάγγελμα, αξιοποιεί τα ευρήματα και τη μεθοδολογία μιας ανακάμπτουσας επιστήμης, που, μετά τον τουλάχιστον για ένα αιώνα θρίαμβο του οικονομισμού, ξαναβρίσκει τη θέση της ανάμεσα στις κοινωνικές επιστήμες και τις επιστήμες του ανθρώπου.

Είναι λίγο πολύ οι ίδιες καταβολές που οδηγούν τους αρχαιολόγους και παλαιοοικολόγους John Flenley and Paul Bahn στην ερμηνεία του Αινίγματος της Νήσου του Πάσχα  (Oxford Univ. Press 2003).  Tους ξαναβρίσκουμε μέσα στην Κατάρρευση και με τη μεσολάβηση του Ντάϊαμοντ ανατέμνουν ένα από τα πιο συγκλονιστικά παραδείγματα ολικής παρακμής στην ιστορία των εδραίων κοινωνιών.

Η Νήσος του Πάσχα είναι σήμερα γνωστή από τις τεράστιες λίθινες κατασκευές – αγάλματα, λείψανα ενός πολιτισμού που χάθηκε χωρίς ν’ αφήσει άλλα ίχνη και κυρίως ζωντανούς επιγόνους – μάρτυρες. Για την ύπαρξη των εντυπωσιακών αυτών μνημείων πολλές θεωρίες έχουν κατά καιρούς προταθεί: από τους εξωγήινους του Ντένικεν που ήρθαν κι έφυγαν αφήνοντας πίσω τους τα παράξενα αυτά σημάδια της σύντομης παρουσίας τους, έως την υπόθεση της διηπειρωτικής συνεργασίας παλιών πολιτισμών με κατασκευές εξ ίσου εντυπωσιακές όπως οι πυραμίδες της Αιγύπτου και οι ναοί των Ίνκας. Οι πιο πρόσφατες όμως ανθρωπολογικές έρευνες απέδειξαν ότι οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού που το αποίκησαν γύρω στο 900, ήταν πράγματι τυπικοί Πολυνήσιοι και λόγω των ευνοϊκών συνθηκών ο πληθυσμός τους έφτασε γρήγορα τις 15.000. Ήταν χωρισμένοι σε 12 φυλές και ήταν κυρίως γεωργοί και ψαράδες. Η σχεδόν όμως απόλυτη απομόνωσή τους από τον υπόλοιπο κόσμο μετέφερε τον ανταγωνισμό (που σε άλλους λαούς εκδηλωνόταν είτε με το εμπόριο είτε με κατακτητικούς πολέμους) στο εσωτερικό, και οι φυλές απεδόθησαν – δια των αρχηγών τους – σ’ έναν αγώνα για  την διεκδίκηση της συμβολικής εξουσίας. Ένα από τα εργαλεία στον αγώνα αυτόν ήταν τα πέτρινα αγάλματα που αναπαριστούσαν μορφές των προγόνων, που όσο πιο επιβλητικά και πιο ευμεγέθη γίνονταν, τόσο μεγαλύτερο κύρος προσέδιδαν στους εκπροσώπους της φυλής.

Από την αρχαιολογική επίσης έρευνα αποδείχθηκε ότι οι κάτοικοι του Πάσχα δεν είχαν την εποχή εκείνη ούτε γερανούς, ούτε τροχούς, ούτε μηχανές, ούτε καν σιδηρά εργαλεία, παρά μόνο αξίνες, σφυριά και τρυπάνια από σκληρά ορυκτά που χρησιμοποιούσαν για τις εκσκαφές και την εξόρυξη των ογκόλιθων στο λατομείο. Κατά τα άλλα, η μετακίνηση των αγαλμάτων και το στήσιμό τους σε αποστάσεις αρκετών εκατοντάδων μέτρων από τον χώρο εξόρυξης απαιτούσε κατ’ αρχήν ανθρώπινη μυϊκή δύναμη, και αφετέρου την χρησιμοποίηση ξυλείας (των κυλινδρικών κορμών) για τη διευκόλυνση του έργου των ανθρώπων. Πού βρέθηκαν όμως όλα αυτά τα δέντρα στο γυμνό σήμερα τοπίο του νησιού;

Πράγματι, η αυτόχθονη σήμερα χλωρίδα στο Νησί του Πάσχα δεν μετρά πάνω από 45 είδη, από τα οποία όμως κανένα δεν φτάνει σε ύψος ικανό να χαρακτηριστεί δέντρο. Πρόκειται κατά κανόνα για θαμνώδη και χορτολιβαδική βλάστηση. Εντούτοις, οι έρευνες του Flenley το 1984, χρησιμοποιώντας την ανάλυση του DNA των απολιθωμάτων και της γύρης από απανθρακωμένα φυτά, έδειξαν ότι μέχρι και πριν από την έλευση των πρώτων ανθρώπων στο νησί η βλάστηση είχε τα χαρακτηριστικά του τροπικού δάσους. Ένα  από τα πολλά είδη που εξαφανίστηκαν, προφανώς από την υπερεκμετάλλευση, ήταν και το μεγαλύτερο φοινικόδεντρο που πλανήτη, ύψους 20 μέτρων και με διάμετρο 1-1,5 μ. Το μόνο συγγενές είδος, που κι αυτό βρίσκεται μόνο σε βοτανικούς κήπους, είναι το Φοινικόδεντρο του Κρασιού της Χιλής, που πήρε την ονομασία του από τον σακχαρώδη χυμό που βγαίνει απ’ τον κορμό του και που με ζύμωση μετατρέπεται σε αλκοολούχο ποτό. Το φοινικόδεντρο του Πάσχα, εκτός από τους βρώσιμους καρπούς του και το χυμό του, χρησίμευε για την παραγωγή ινών, πολλών ξύλινων εργαλείων, ως οικοδομικό υλικό, καθώς και για την κατασκευή των κανό. Η χρήση του για την μεταφορά των αγαλμάτων και η ολοκληρωτική ξύλευση του δάσους είναι προφανές πως στέρησαν από τους κατοίκους του Πάσχα μια βασική πρώτη ύλη, θεμελιώδους σημασίας για την οικονομία τους.

Έρευνες που έγιναν σε θαμμένα  σκουπίδια εκείνης της εποχής έδειξαν από τα υπολείμματα οστών που ανήκαν σε σπονδυλωτά ότι το νησί φιλοξενούσε μια σημαντική φτερωτή πανίδα, η οποία κι αυτή εξαφανίστηκε, προφανώς από την υπερβολική θήρευση. Βρέθηκαν επίσης 25 είδη  θαλάσσιων πουλιών που χρησιμοποιούσαν τις ακτές του Πάσχα ως τόπους αναπαραγωγής, καθιστώντας το νησί την πιο σημαντική αναπαραγωγική βάση της Πολυνησίας και ίσως ολόκληρου του Ειρηνικού. Προφανώς τα πουλιά αυτά οδηγήθηκαν στη μακρινή αυτή τοποθεσία  λόγω της έλλειψης θηρευτών, μέχρι την έλευση του ανθρώπου. Η συνύπαρξη απέβη μοιραία.

Εξίσου εντυπωσιακά ήταν τα ευρήματα στα υπολείμματα της διατροφής. Σημαντικό μέρος σ’ αυτήν κατείχαν τα ιχθυοειδή και πολλά μεγάλα κήτη, μεταξύ αυτών και δελφίνια. Είναι προφανές, πράγμα που άλλωστε συνάγεται και από τη διαμόρφωση των ακτών, ότι  τα μεγάλα ψάρια απαιτούσαν την ύπαρξη ικανού στόλου από ψαροκάϊκα, που καθώς τα δέντρα λιγόστευαν, μειώνονταν κι αυτά. Το αποτέλεσμα ήταν πως η αλιευτική συγκομιδή κατέληγε σε όλο και μικρότερα ψάρια και όστρακα, στοιχείο που προκύπτει από τα χρονικά νεότερα ευρήματα στα «σκουπίδια» του πρωτόγονου αυτού πολιτισμού. Καθώς τα ψάρια μειώνονταν, οι κάτοικοι στρέφονταν προς τα χερσαία και αργότερα στα θαλάσσια πουλιά. Την καταστροφή της αυτόχθονης ορνιθοπανίδας ολοκλήρωσε και η εξ αμελείας εισαγωγή ποντικών που έφτασαν στο νησί με τα πλοία των πρώτων  εξερευνητών.

Η οικολογική αυτή κατάρρευση, που άρχισε από την υπερεκμετάλλευση του δάσους και κατάληξε στην απώλεια όλων των βασικών ειδών διατροφής δεν ήταν βέβαια χωρίς συνέπειες για τον ίδιο τον πληθυσμό και τις κοινωνικές του δομές. Γύρω στο 1.400, όπου και το απόγειο αυτής της πορείας προς την αυτοκαταστροφή, οι μόνες ζωικές τροφές ήταν οι ποντικοί. Ακολούθησε η απώλεια της γεωργικής γης, μιας και η αποδάσωση έφερε εκτεταμένη διάβρωση από τις έντονες βροχοπτώσεις. Το χώμα παρασύρθηκε στη θάλασσα και οι καλλιέργειες περιορίστηκαν δραματικά. Η τελευταία πράξη του δράματος ήταν ο κανιβαλισμός. Όταν έφτασαν στο νησί οι πρώτοι Ευρωπαίοι, οι λιγοστοί κάτοικοι είχαν επιστρέψει στην εποχή των ζώων, κρύβονταν σε σπηλιές από το φόβο των θηρευτών τους (όλοι ήταν υποψήφια θηράματα) και φυσικά είχαν απωλέσει σημαντικά στοιχεία του προηγούμενου πολιτισμού τους. Εν τω μεταξύ και επειδή ο συναγωνισμός για τα μεγαλύτερα αγάλματα είχε προφανώς εκφυλιστεί, η μάχη για την επικράτηση είχε στραφεί στην καταστροφή των μνημείων του αντιπάλου. Το μεγαλύτερο μέρος των αγαλμάτων κατεδαφίστηκαν (τα όσα βρίσκονται σήμερα όρθια είναι προϊόντα αναστήλωσης) έσπασαν ή και βανδαλίστηκαν αγρίως (τα μάτια τους βρέθηκαν βγαλμένα και θαμμένα σε σπηλιές).

Η κατάληξη είναι προφανώς διδακτική και πλήρης αλληγοριών και σημασιοδοτήσεων. Στην αρχή, οι αρχηγοί των φυλών και οι ιερείς αντλούσαν τη δύναμή τους από την επίκληση της σχέσης τους με τους θεούς και την υπόσχεση που έφερναν από τη διαμεσολάβηση αυτή για ευτυχία και διατροφική επάρκεια. Η μνημειακή αρχιτεκτονική και οι επιβλητικές τελετές ήταν απαραίτητες για τον εντυπωσιασμό των μαζών και την επιστράτευσή τους στην παραγωγή του πλεονάσματος. Όταν η υπόσχεση αυτή δεν μπορούσε πλέον να εκπληρωθεί, ήρθε και το τέλος της ελίτ των ηγετών (πολιτικών και θρησκευτικών) η εξουσία των οποίων διήρκεσε περί τα 600 χρόνια. Γύρω στο 1680 καθαιρέθηκαν από εξεγερμένους πολεμιστές, οι οποίοι όμως δεν κατάφεραν να στήσουν μια εναλλακτική μορφή διακυβέρνησης. Τους πρόλαβε ο εμφύλιος και η δημογραφική κατάρρευση. Οι αναλογίες με σύγχρονα παραδείγματα, όπως αυτό της Ρουάντα που προαναφέρθηκε, είναι προφανείς.

Το ερώτημα είναι γιατί οι κάτοικοι του Πάσχα και κυρίως οι αρχηγοί τους προχώρησαν στη μοιραία όπως αποδείχθηκε αποδάσωση, αφού οι συνέπειες ήταν κατά το μάλλον ή ήττον προφανείς; Αυτή είναι μια ερώτηση κλειδί σε κάθε περίπτωση που μια κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτοκαταστροφικά φαινόμενα. Τι σκεφτόταν άραγε εκείνος ο κάτοικος του νησιού που έκοβε το τελευταίο δέντρο; Ότι ίσως η τεχνολογία θα δώσει την λύση; Ότι το ζήτημα είναι οι θέσεις εργασίας και όχι τα δέντρα; Ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα και πιο ασφαλή δεδομένα; Το πιθανότερο είναι πως δεν έθεσε κανένα ερώτημα αφού το πρόβλημα ήταν κάτι έξω από την εμπειρία του. Το ίδιο και σήμερα: η υπεραλίευση των θαλασσών ή η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι έξω από την εμπειρία του καθημερινού ανθρώπου. Είναι σαν να  μην υπάρχουν, ακριβώς επειδή δεν έχουμε βιώσει τις συνέπειές τους σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Ευθυμιόπουλου Παράθυρο στην Κρίση,  Μεταίχμιο, 2011